Ο πρώτος
συγγραφέας της σύγχρονης εποχής
ΤΟΥ
ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η
αθανασία ενός συγγραφέα είναι στενά συνδεδεμένη με την αθανασία του έργου του.
Τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας διασχίζουν τους αιώνες και γίνονται μέρος της
ζωής των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που έζησαν σε διαφορετικές εποχές. Δεν
είναι πολλοί οι συγγραφείς ικανοί να παράγουν έργα πάντα επίκαιρα, ακόμη και
καινοτόμα σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ένας από αυτούς είναι και ο Τζιοβάννι
Βοκκάκιος, δημιουργός του φλωρεντινού πρώιμου ανθρωπισμού. Στο πιο σημαντικό
του έργο, το Δεκαήμερο1, η
πολύπλευρη κουλτούρα του κατακλύζει κάθε σελίδα του βιβλίου. Μιλώντας
γλωσσολογικά, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεταβατική φάση της διαλέκτου της
Τοσκάνης, ανάμεσα στο σφικτό φλωρεντινό ιδίωμα της αρχής του 14ου
αιώνα και το τοσκάνικο ιδίωμα που θα κυριαρχήσει στον 15ο αιώνα και
θα εξελιχθεί στη σύγχρονη ιταλική γλώσσα. Στις νουβέλες του, παρουσιάζονται
καθαρά μοντέλα της ιταλικής και γαλλικής παράδοσης, αλλά και της ανατολικής,
και κλασικά θέματα των αυλικών και αλεξανδρινών μυθιστορημάτων. Όλα τα παραπάνω
εμπλουτισμένα από το πνεύμα του Βοκκάκιου που τοποθετεί το κέντρο του γενικού
ενδιαφέροντος του έργου στον έρωτα, όχι ως συναίσθημα και προνόμιο των ευγενών,
αλλά που αντανακλά σε όλο το πλούσιο ανθρώπινο φάσμα που παρουσιάζεται στο
βιβλίο, ανεξάρτητα από την κοινωνική του προέλευση. Η άλλη δύναμη που εισβάλλει
είναι η ευφυΐα, η λογική που εκλαμβάνεται ως η ανθρώπινη ικανότητα να επιλύσει
κάθε πρόβλημα και να κυριαρχήσει σε κάθε συναίσθημα. Στην «κορνίζα», στο
πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί και διηγείται τη φυγή επτά νέων γυναικών και
τριών νέων ανδρών από τη Φλωρεντία που πλήττεται από την πανούκλα, οι ευχάριστες αφηγήσεις είναι εκείνες που
θα σώσουν τους νέους και η τέχνη του λόγου, τους επιτρέπει να ανακτήσουν τη
χαμένη κοινωνική συνοχή εξαιτίας του θανάτου που είχε κυριεύσει την πόλη. Ο
Βοκκάκιος κρατά ενωμένο αυτό το σύμπαν εκ πρώτης όψεως χαοτικό, επιβεβαιώνοντας
την εξουσία του συγγραφέα. Για τον λόγο αυτό μπορούμε να τον θεωρήσουμε τον
πρώτο σύγχρονο συγγραφέα, ικανό να εισχωρήσει στις ιστορίες, να μην
μεταμορφωθεί σε πρωταγωνιστή, όπως είχε συμβεί με τον Δάντη, αλλά επιβάλλοντας
στα πρόσωπα που βρίσκονται στο εσωτερικό του βιβλίου τη δική του προσωπικότητα,
μεταμορφώνοντάς τους σε υπηρέτες της δικής του ιδέας για τη λογοτεχνία και τη
ζωή. Όχι μόνον οι νέοι και οι νέες της «κορνίζας», όπως ο Διονέος, ο μόνος που
πάντα αφηγείται μια νουβέλα με ελεύθερο θέμα από εκείνο που έχει επιλεγεί για
κάθε μια από τις δέκα ημέρες, ο πιο βοκκακικός, ακριβώς γιατί σύμβολο της
συγγραφικής ελευθερίας, αλλά και οι πρωταγωνιστές στις άλλες νουβέλες, όπως ο καλόγερος
Τσιπόλλα (Κρεμμύδας), εξαιρετικός ομιλητής του παράλογου, δεν είναι τίποτε άλλο
από λογοτεχνικές επικαλύψεις του συγγραφέα από την Τοσκάνη.
Ο
Βοκκάκιος παρουσιάζει και υπερασπίζεται άμεσα το έργο του, μόνο στον Πρόλογο,
στην Εισαγωγή στην Πρώτη και Τέταρτη ημέρα και, τέλος, στον Επίλογο (Δες τα
αντίστοιχα αποσπάσματα που παραθέτουμε εδώ). Από αυτά τα μετα-αφηγηματικά μέρη,
αντιλαμβανόμαστε την επίγνωση του νεωτερισμού του Δεκαήμερου. Κυρίως γιατί κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε
αντιμετωπίσει ένα είδος όπως το σύντομο διήγημα με τέτοια λογοτεχνικότητα,
ανυψώνοντας ένα είδος αφήγησης, κυρίως προφορικής ή πάντως «κατώτερης», στο
Πάνθεον της λογοτεχνίας. Κατά δεύτερο λόγο γιατί η ηθική του έργου
απελευθερώνεται από κάθε αλληγορικό ή μυστικιστικό στοιχείο και βασίζεται στο
ανθρώπινο γίγνεσθαι, στην καθημερινότητα, στην γλυκύτητα της αυλικής ζωής, που
ο Βοκκάκιος γνώρισε τα χρόνια στη Νάπολη, και στην εμπορική εμπειρία, γεμάτη
πονηριές, φάρσες, πολιτισμικές διασταυρώσεις και ταξίδια γεμάτα κινδύνους. Ο
πατέρας του Βοκκάκιου ήταν έμπορος και η Φλωρεντία μια από τις πιο ζωντανές
πόλεις από εμπορική άποψη, αλλά και πολιτισμική. Αναπόφευκτα ο γιος του ήταν
βαθιά επηρεασμένος από αυτό τον κόσμο, πολύμορφο όπως και η εκπαίδευσή του και
η κουλτούρα του.
Ένας
άλλος νεωτερισμός είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο Βοκκάκιος: ένα
γυναικείο κοινό. Ένας νεωτερισμός που δεν πρέπει να μας προβληματίσει, γιατί ο
συγγραφέας επιλέγει τις αναγνώστριές του για να απαλύνει τους εξαναγκασμούς
εναντίον τους, που τις υποχρέωναν να αναζητήσουν την ελευθερία μέσα από τη
φαντασία, μέσα στον κλειστό κόσμο τους, που ήταν ταυτόχρονα και τόπος
λογοτεχνικής δραστηριότητας και αναφοράς στην ποίηση και το τραγούδι. Η σχέση
ανάμεσα στη γυναίκα και τον ποιητή δεν είναι πια εκείνη με τα χαρακτηριστικά
του τρυφερού νέου ύφους (dolce stil novo) που προετοίμαζε μια σχέση βασισμένη στην
εξύμνηση, από τη μεριά του συγγραφέα, μιας γυναίκας άγγελο. Για τον Βοκκάκιο η
σχέση αναπτύσσεται στο ίδιο επίπεδο, οριζόντια. Ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με
τις γυναίκες γιατί μπορούν να τον καταλάβουν καλύτερα από τους άντρες, μπορούν
να πετάξουν μαζί του με τα φτερά της φαντασίας. Πρόκειται για αληθινές
γυναίκες, ευαίσθητες στις ερωτικές προκλήσεις και ικανές να χρησιμοποιήσουν την
εξυπνάδα τους για να αμυνθούν από τις αυθαιρεσίες και βιαιότητες συζύγων και
πατέρων. Είναι αναγνώστριες και πρωταγωνίστριες. Μια οπτασία της χειραφετημένης
γυναίκας του 14ου αιώνα και, γιατί όχι, ακόμη και σήμερα.
Εισχωρώντας
στο εσωτερικό του έργου, ανακαλύπτουμε τη θέληση του συγγραφέα να παρουσιάσει,
διακωμωδώντας, τις πιο περίεργες πλευρές της κοινωνίας στην οποία ζει. Και το
κάνει αναποδογυρίζοντας τις διάφορες απόψεις και μεταμορφώνοντας ριζικά τα πιο
διαδεδομένα λογοτεχνικά είδη στο μεσαίωνα. Ήδη κάναμε αναφορά στη νουβέλα του
μοναχού Τσιπόλλα, alter
ego του Βοκκάκιου, αλλά
και απεικόνιση των ανθρώπων της εκκλησίας που, μέσα από αφηγήσεις φανταστικών
ταξιδιών σε αναζήτηση λειψάνων, εξαπατούσαν τον λαουτζίκο. Στη Δέκατη νουβέλα
της Τέταρτης ημέρας ο μοναχός διηγείται στο έκθαμβο πλήθος ένα ταξίδι του για
να αναζητήσει τα κάρβουνα που χρησιμοποιήθηκαν στην πυρά όπου μαρτύρησε ο Άγιος
Λαυρέντιος. Κι αυτό για να απαντήσει σε μια φάρσα που του έκαναν δύο νέοι από
τη Φλωρεντία αφαιρώντας από το σακίδιό του το, κατά τον μοναχό, φτερό του
αρχάγγελου Γαβριήλ. Ο Βοκκάκιος μέσα από την ομιλία-κήρυγμα του Τσιπόλλα θέλει
να διακωμωδήσει τα απίθανα κηρύγματα μερικών, κυρίως πλανόδιων, μοναχών και
καταθέτει την ρητορική του ικανότητα που τον διακρίνει, ικανότητα χρήσιμη για
να ξεφεύγει από περίπλοκες καταστάσεις όπως αυτή στην οποία είχαν εξαναγκάσει
τα γεγονότα τον μοναχό Τσιπόλλα.
Μια
άλλη νουβέλα ανάμεσα στις πιο μελετημένες του έργου του Βοκκάκιου είναι εκείνη
του Αντρεούτσιο από την Περούτζια (Πέμπτη νουβέλα, Δεύτερης ημέρας). Ο
πρωταγωνιστής είναι ένας έμπορος, ακριβώς ο Αντρεούτσιο, που καταφθάνει στη
Νάπολη για δουλειές και, πρώτα, τον κοροϊδεύει μια γυναίκα από τη Σικελία για
να κλέψει τα φιορίνια του, στη συνέχεια μερικοί κλέφτες με τους οποίους ο
έμπορος συμμαχεί για να επανακτήσει αυτά που έχασε. Οι φάρσες τον κάνουν στο
τέλος πιο πονηρό και στο τέλος της νουβέλας θα είναι αυτός, με την εξυπνάδα
του, να κοροϊδέψει μερικούς πιστούς που είχαν πάει να προσκυνήσουν τον τάφο του
αρχιεπίσκοπου όπου είχαν κλείσει τον Αντρεούτσιο οι κλέφτες, και να τους τρέψει
σε φυγή βλέποντας ένα ζωντανό σώμα στην κρύπτη, επιτρέποντας έτσι στον έμπορο
να φύγει ανενόχλητος με ένα πολύτιμο δαχτυλίδι που βρισκόταν στο δάχτυλο του
αρχιεπίσκοπου. Η πηγή αυτής της νουβέλας είναι μια πολύ γνωστή μεσαιωνική
αφήγηση που παρουσιάζει τις φάρσες ενός γελωτοποιού. Ο Βοκκάκιος όμως,
μεταμορφώνοντας τον πρωταγωνιστή σε θύμα των δολοπλοκιών, ενεργοποιεί μια σειρά
από αφηγηματικές συνέχειες χρήσιμες για να παρατηρήσουμε την εξέλιξη του
Αντρεούτσιο, αλλάζοντας τη νουβέλα προς μια πορεία διαπαιδαγώγησης. Η εμπειρία
και τα επαναλαμβανόμενα λάθη αποτελούν τη βάση για την εξέλιξη του ανθρώπου,
για να οξύνει το πνεύμα του και να προοδεύει. Το επάγγελμα του Αντρεούτσιο, το
εμπόριο, απαιτεί μια διαρκή προσοχή, γιατί στις συναλλαγές, τότε όπως και τώρα,
δεν μπορούμε να ελαττώσουμε την επαγρύπνησή μας. Η ιστορία εξελίσσεται στη
Νάπολη μέσα σε μια νύχτα. Η γεωγραφία της πόλης είναι γνωστή στον Βοκκάκιο που
μας συντροφεύει σ’ ένα ταξίδι που κόβει την ανάσα μέσα από τις γειτονιές της
Νάπολης. Ο ρεαλισμός του είναι από τα κυρίαρχα στοιχεία του Δεκαήμερου, που χρησιμεύει στο να γίνεται
πιο έντονος ο ρυθμός των εκπλήξεων και να φέρνει τον αναγνώστη όλο και πιο
κοντά στο εσωτερικό της ιστορίας.
Η
προσήλωση στις γεωγραφικές λεπτομέρειες, ο χαρακτηρισμός των πρωταγωνιστών,
είναι σημαντικοί νεωτερισμοί σε σχέση με την προηγούμενη λογοτεχνική παράδοση
και κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης αφηγηματικής παραγωγής. Μια κριτική
ανάγνωση του Δεκαήμερου, προσφέρεται
και από την εκδοτική δομή που επιλέγει ο συγγραφέας. Από το αυτόγραφο
χειρόγραφο Hamilton 90 (πιθανή ημερομηνία 1370, σε μεμβράνη) που
φυλάσσεται στο Βερολίνο (Staatsbibliothek)6,
είμαστε σίγουροι ότι το έργο του Βοκκάκιου προχώρησε στο χρόνο, από τα μέσα του
1300 μέχρι το θάνατό του, το 1375, και η μορφή του βιβλίου είναι μια πρόσκληση
για τους πιο πεπειραμένους αναγνώστες να διαβάσουν το έργο σε περισσότερα
επίπεδα, όχι μόνον εκείνο της διασκέδασης, αλλά με τρόπο πιο βαθύ. Σκάβοντας
βαθιά είναι δυνατό να γνωρίσουμε τις βεβαιότητες που κινούν τις δραστηριότητες
του Βοκκάκιου και τις πολλαπλές πλευρές της κοινωνίας στην οποία δρούσε ο
συγγραφέας, κατά τη διάρκεια σημαντικών χρόνων όχι μόνο για την Ιταλία αλλά για
ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο.
* «Τα διηγήματά μου περιέχουν πολλές ερωτικές
περιπέτειες, ευχάριστες ή λυπητερές, καθώς και περιπέτειες άλλου είδους, όλες
παρμένες από τη σημερινή ή την περασμένη εποχή. Όσες από τις προστατευόμενές
μου διαβάσουν τις σελίδες μου, θα ‘χουν διπλό κέρδος: τον πικάντικο τρόπο
αφήγησης και χρήσιμες συμβουλές για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουν ή ν’
αποφύγουν στη ζωή. Αυτό το αποτέλεσμα θα ‘χει για συνέπεια, φαντάζομαι, να
εξαφανιστούν τα βάσανα που έχω υπαινιχθεί. Αν πετύχω το σκοπό μου –κι ο Θεός να
δώσει να τον πετύχω- οι νεαρές γυναίκες οφείλουν να ευχαριστήσουν τον Έρωτα,
που με ελευθέρωσε από τα δεσμά μου και μου επιτρέπει να επιδοθώ ολοκληρωτικά
στο να τις διασκεδάσω».
* «Κάθε φορά, χαριτωμένες αναγνώστριες, που
στοχάζομαι πόσο ευαίσθητο, από την ίδια του τη φύση, είναι το φύλο σας, λέω
μέσα μου πως τούτο το βιβλίο θα σας κάνει στην αρχή οδυνηρή εντύπωση. Η
θανατηφόρα πανούκλα, που έχει περάσει τώρα πια, μα που η θύμησή της είναι τόσο
θλιβερή για όσους έχουν δει ή έχουν πληροφορηθεί το ρήμαγμα που έχει κάνει
–αυτή είναι η προμετωπίδα του βιβλίου μου. Όμως δε θα ‘θελα η φρίκη να σας
εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχιστεί μέσα
στα δάκρυα και τους στεναγμούς. Ο βραχνάς της αρχής; Φανταστείτε ένα βουνό, που
οι κακοτράχαλες πλαγιές του ορθώνονται μπροστά στους ταξιδιώτες, μα εκεί πλάι
απλώνεται ένας κάμπος, που η ομορφιά του θέλγει και μαγεύει τόσο περισσότερο,
όσο δυσκολότερο ήταν το σκαρφάλωμα και το κατηφόρισμα. Αν η θλίψη γειτονεύει με
την ευθυμία, οι συμφορές σκορπούν σαν έρχεται η χαρά».
* «Έτσι λοιπόν, κυρίες μου με την τόση
ευθυκρισία, μερικοί που διάβασαν τις ιστοριούλες μου είπαν πως είμαι υπερβολικά
ευαίσθητος στη γοητεία σας, και πως δεν είναι έντιμο από μέρους μου να θέλω
τόσο πολύ να σας αρέσω, να σας παρηγορώ ή, έστω, όπως έχουν πει οι πιο
μοχθηροί, να σας επαινώ. Άλλοι, πιο μετρημένοι στις επικρίσεις τους, έχουν να
πουν πως δεν ταιριάζει στην ηλικία μου να μιλάω αδιάκοπα για τις γυναίκες και
να θέλω να τους αρέσω. Πολλοί καμώνονται πως ενδιαφέρονται για τη φήμη μου και
διατείνονται πως, σ’ αυτό το στάδιο της ζωής μου, θα ‘ταν φρονιμότερο να μείνω
στον Παρνασσό με συντροφιά τις Μούσες, παρά να ανακατώνομαι μ’ εσάς για να
διηγηθώ τέτοιες ασήμαντες ιστορίες. Είναι ακόμη κι αυτοί που, μιλώντας μάλλον
επιπόλαια παρά με κρίση, λένε πως θα ‘κανα καλύτερα να κοιτάζω να βγάλω το ψωμί
μου, παρά να κυνηγάω τέτοιες σαχλαμάρες και να τρέφομαι με αέρα. Και μερικοί
άλλοι, διασύροντας τις προσπάθειές μου, πασκίζουν ν’ αποδείξουν πως τα γεγονότα
που αφηγούμαι, είχαν εντελώς διαφορετική εξέλιξη από εκείνη που τους δίνω. Έτσι
λοιπόν, αξιότιμες κυρίες μου, εξαιτίας της αφοσίωσής μου στην υπόθεσή σας,
έχουν εξαπολύσει εναντίον μου έναν οχετό που βρομολογάει, και τόσες σκληρές
δαγκωματιές, τόσα βέλη ακονισμένα, που είμαι καταξεσκισμένος, καταχτυπημένος,
πληγωμένος καίρια. Κι ένας Θεός το ξέρει με πόση μεγαλοψυχία ακούω τους
επικριτές μου».
* «Ένα διεφθαρμένο πνεύμα πάντα διαστρέφει
ό,τι ακούει, και ποτέ δεν επωφελείται απ’ ό,τι είναι χρηστό. Αντίστοιχα, ό,τι
είναι λιγότερο χρηστό, δεν μπορεί να διαφθείρει ένα ενάρετο πνεύμα, όπως ο
βούρκος δεν ασκημίζει τις ηλιαχτίδες, και οι γήινες βρομισιές τις ομορφιές του
ουρανού. Ποια βιβλία, ποια λόγια, ποια γραφτά είναι αγιότερα, εντιμότερα,
σεβαστότερα από τις Ιερές Γραφές; Και όμως, μια λαθεμένη ερμηνεία τους,
παρέσυρε στον όλεθρο τους αιρεσιάρχες και τους οπαδούς τους. Το καθετί είναι
ευεργετικό σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά αν δεν χρησιμοποιηθεί προς τη σωστή
κατεύθυνση, μπορεί να αποβεί πολύ βλαβερό. Το ίδιο συμβαίνει, μπορώ να πω, και
με τα διηγήματά μου. Δεν εμποδίζουν κανέναν να αντλήσει κακές συμβουλές και
κακά παραδείγματα, στρεβλώνοντας το περιεχόμενό τους. Ούτε εναντιώνονται σε
όποιον θέλει να βρει όφελος, είναι όμως πρόδηλο πως είναι χρήσιμα και χρηστά,
εφόσον οι περιστάσεις, κι αυτοί που τα διαβάζουν, προσαρμόζονται στις
προϋποθέσεις. Όσες ρέπουν να λένε “πατερημά” και να φτιάχνουν λουκάνικα και
τούρτες για τον ξομολογητή τους, καλύτερα να μην αγγίξουν τα διηγήματά μου,
που, άλλωστε, δεν κυνηγούν κανέναν για να τα διαβάσει. Παρόλο που οι καημένες
οι θρήσκες μας, λένε και κάνουν καμιά φορά πολύ χειρότερα απ’ όσα περιέχει το
βιβλίο μου!»
Σύντομο
εργο-βιογραφικό σημείωμα
Ο Τζιοβάννι Βοκκάκιος (Τσερτάλντο 1313 -
Φλωρεντία 1375) εμφανίζεται βυθισμένος βαθιά στην πραγματικότητα των Ιταλικών
Κοινοτήτων. Κινείται στην ποιητική και αφηγηματική παράδοση στενά δεμένη με την
κατηγορία του κωμικού. Τα στοιχεία της βιογραφίας του είναι περιπλεγμένα με τη
λογοτεχνική του εξέλιξη. Γιος ενός εμπόρου που ταξιδεύει στην Ιταλία και την
Ευρώπη, ο νεαρός Τζιοβάννι πηγαίνει στη Νάπολη, στην αυλή του βασιλιά Ροβέρτου,
σπουδάζοντας λογοτεχνία και φιλοσοφία. Τα έργα του εκείνης της περιόδου
χαρακτηρίζονται από μια φορμαλιστική αναζήτηση και κινούνται σ’ ένα κλίμα κάπως
τεχνητό: Φιλόκαλος (ρομάντζα σε πεζό
λόγο), Φιλόστρατος και Θησηίδα (ποιήματα σε οκτάστιχα
μυθικο-κλασικού περιεχομένου). Το 1340 επιστρέφει στη Φλωρεντία και,
ακολουθώντας τη μεσαιωνική και δαντική παράδοση, συνθέτει το αλληγορικό-διδακτικό
ποίημα Ερωτική οπτασία, το ερωτικό Νυμφαίο του Αμέτο, καθώς και την αφήγηση
σε πεζό Ελεγεία της Φιαμέττα. Το Δεκαήμερο (εκατό νουβέλες κατανεμημένες
σε δέκα ημέρες) γράφεται ανάμεσα στο
1348 και 1353. Το είδος νουβέλα, είδος ευέλικτο και με επικοινωνιακές
δυνατότητες, έχει μακρά μεσαιωνική παράδοση στα ηθικά και θρησκευτικά Παραδείγματα (exemplum) και στις πρώτες συλλογές σε δημώδη γλώσσα (Νοβελλίνο). Το Δεκαήμερο είναι η αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις
διαφορετικές και αντιφατικές απαιτήσεις της ψυχής και εκφράζει την επιθυμία της
προσωπικής μαρτυρίας. Η λογοτεχνική αναζήτηση του Βοκκάκιου βρίσκεται στο λόγιο
κοινοτικό και εμπορικό περιβάλλον, μεταξύ ενός αριστοκρατικού και φεουδαρχικού
κόσμου. Ενός νέου ανθρωπισμού, λεγόμενου λαϊκού, και της λατρείας για τον Δάντη
(Σύντομη μελέτη για τον Δάντη, Σχόλια στη
Θεία Κωμωδία). Το ιδεολογικό πλαίσιο του Δεκαήμερου είναι η ισότητα των ανθρώπινων πεπρωμένων και οι
καινούριες αξίες είναι η ευφυϊα, η αγάπη, ο εκθειασμός των αισθήσεων και η
σύγκρουση του ανθρώπου με την τύχη, με άλλα λόγια η κληρονομιά του αυλικού και
κοινοτικού πολιτισμού.
(Από το λήμμα Ιταλική λογοτεχνία, στο Παγκόσμια
λογοτεχνία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σελ. 223-237).
Ο Φοίβος Γκικόπουλος διδάσκει Ιστορία της
Ιταλικής Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ
________________________________________
1. Εξαιρετική η μετάφραση-απόδοση στα
ελληνικά του Κοσμά Πολίτη για τις εκδόσεις «γράμματα», Αθήνα 1993, που δυστυχώς έχει εξαντληθεί και είναι δυσεύρετη στο
εμπόριο. Όλα τα εδάφια από το Δεκαήμερο
είναι από την παραπάνω έκδοση.
2. V. Branca -
P.G. Ricci, Un autografo del Decameron (Codice
Hamiltoniano 90), Padova, C.E.D.A.M. 1962.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου