Μιλάμε για τη θάλασσα,
τον ήχο των κυμάτων
σαν βρίσκουν την ακτή
ή καθώς επιστρέφουν στη
θάλασσα
ανασύροντας τα βότσαλα.
Μιλάμε για τη θάλασσα,
καθώς κοιτάμε τα κύματα
και οι φωνές μας
μπερδεύονται με τον ήχο τους
και το βλέμμα μας χάνεται
στις διαδοχικές αντανακλάσεις του ήλιου
στον αφρό τους.
Πόσες φορές χτυπάει η
καρδιά σου απο το ένα κύμα στο άλλο,
σε ρώτησα. Σώπασες, έκανες
οτι μετράς, και είπες
Δε ξέρω. Δεν είναι
σταθερός ο ρυθμός των κυμάτων.
Μιλάμε για τη θάλασσα,
και μιλώντας ξεχαστήκαμε
και μιλάμε σαν να μήν
υπάρχει τίποτα άλλο
στον κόσμο αυτό
παρα τα κύματα.
Και ενώ μιλάμε για τη
θάλασσα,
παρασυρμένοι και εμείς απο
τον ακανόνιστο ρυθμό των κυμάτων
στο τέλος μόνο προσέξαμε οτι
τα κύματα
κάτι στην ακτή είχαν
ξεβράσει.
Μήπως είναι κουρέλι ή
κάποιο σκουπίδι του ωκεανού
σε ρώτησα. Σώπασες για
λίγο, σα να σκεφτόσουν, και είπες
Οχι. Είναι ένα ανθρώπινο
κουφάρι.
Τώρα πιά όταν μιλάμε για
τη θάλασσα,
μιλάμε και για το
ανθρώπινο κουφάρι,
δε μιλάμε πια για τον
συγχρονισμό της καρδιάς μας με τα κύματα
γιατι η καρδιά του δεν
χτυπά και το σώμα του τον ρυθμό των κυμάτων ακολουθεί
τον ακανόνιστο.
Όταν μιλάμε για τη
θάλασσα,
θα μιλάμε πια και για το
ανθρώπινο κουφάρι×
ποια όνειρα ποια ψέματα ποια
κύματα το φέραν ως εδώ;
Με ντροπή× μέχρι χθές μιλούσαμε
σαν να τανε η θάλασσα δική
μας.
Θα πνίξει η θάλασσα κι
όποιον τολμήσει να πεί «καλά να πάθει»
σε ρώτησα. Σώπασες, μα όχι
για πολύ, και είπες
Δε ξέρω. Αν όχι θα τον
πνίξω με τα χέρια μου εγώ.
Χρήστος Βαρβαντάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου