29/6/13

Τραγωδία και Ιστορία

ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΛΑΒΡΑΝΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ, Τραγωδία και ιστορία. Η κριτική του νεωτερικού πολιτισμού στο νεανικό έργο του Γκέοργκ Λούκατς 1902-1918, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 495

Έχουμε στα χέρια μας μια μονογραφία για τον νεαρό Λούκατς που επιχειρεί και επιτυγχάνει μια κριτική ανασυγκρότηση του συνολικού έργου της περιόδου μέχρι το 1918 – μέχρι, δηλαδή την στροφή του προς τον μαρξισμό και τη στράτευσή του στο κομμουνιστικό κόμμα της Ουγγαρίας. Η μονογραφία εγείρει την αξίωση μιας συστηματικής ανακατασκευής των κειμένων της περιόδου και μιας ενιαίας ερμηνείας του έργου τού νεαρού Λούκατς. Επιπροσθέτως, εν δυνάμει τουλάχιστον, επιτρέπει την ενιαία θεώρηση του συνολικού έργου τού Λούκατς, καθώς παρέχει στήριξη στη θέση περί συνέχειας του νεαρού και του ώριμου λουκατσιανού έργου. Γραμμές συνέχειας μπορούν να ανευρεθούν τόσο στην κεντρική προβληματική που συνιστά και τον πυρήνα της ανασυγκρότησης του έργου του νεαρού Λούκατς από τον Καβουλάκο -το πρόβλημα δηλαδή του φορμαλισμού και του ιστορισμού-, όσο και στην κατεύθυνση της «υπέρβασής» του στην προοπτική μιας φιλοσοφίας της ιστορίας με ηθικοπολιτική στόχευση.
Το ενδιαφέρον αυτής της μονογραφίας συνδέεται, κατ’ αρχάς, με το ενδιαφέρον μας για τον Λούκατς εν γένει. Αναμφισβήτητα, ο Λούκατς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Τόσο το εύρος του έργου του – πρόκειται για ένα έργο που κινείται στα πεδία της φιλοσοφίας, της αισθητικής, της ηθικής, της πολιτικής και της κοινωνικής θεωρίας– όσο και η οξυδέρκεια των θεωρητικών του αναλύσεων, σε συνδυασμό με το εύρος των διανοητικών ρευμάτων που αντανακλώνται σε αυτό (του ρομαντισμού, της φαινομενολογίας, της φιλοσοφίας της ζωής, του νεοκαντιανισμού και του εγελιανισμού και, βεβαίως, του μαρξισμού) θα ήταν αρκετά για να δικαιολογήσουν αυτό μας το ενδιαφέρον.

Ωστόσο, το «ειδικό» ενδιαφέρον για τον Λούκατς είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ενδιαφέρον για τη διαλεκτική θεωρία και την κριτική θεωρία εν γένει. Ο Λούκατς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ανανεωτές του μαρξισμού, ειδικότερα έναν από τους βασικούς εκπροσώπους ενός «εγελιανού μαρξισμού» και, ταυτόχρονα, έναν από τους ανανεωτές της ίδιας της διαλεκτικής θεωρητικής παράδοσης. Αυτό το «ειδικό» ενδιαφέρον για τον Λούκατς κινητοποιεί και τις ερευνητικές αναζητήσεις τού συγγραφέα, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Καβουλάκος, εδώ και δύο δεκαετίες, ερευνά συστηματικά την κριτική παράδοση θεωρίας με έμφαση στους στοχαστές της λεγόμενης «Σχολής της Φραγκφούρτης».
Εν τούτοις, η μελέτη του Καβουλάκου ορθώς, κατά τη γνώμη μας, αρνείται να διαβάσει το νεανικό έργο του Λούκατς ως «προμαρξιστικό». Επισημαίνει ότι μια τέτοια ανάγνωση είναι αναχρονιστική∙ προβάλλει στην ουσία το ύστερο έργο πάνω στο πρώιμο και αναζητά, κατόπιν, στο πρώιμο έργο εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν στον μαρξισμό του ύστερου έργου. Αντ’ αυτής, ο συγγραφέας επιλέγει μια ανάγνωση που εστιάζει στην προβληματική του φορμαλισμού και του ιστορισμού. Επαναδιατυπώνοντας αυτήν την προβληματική στο ερώτημα περί της αχρονικότητας και της ιστορικότητας των αισθητικών «μορφών», την καθιστά κεντρικό άξονα της όλης ανασυγκρότησής του. Η γονιμότητα αυτής της επιλογής καταδεικνύεται, βεβαίως, στις επιμέρους αναλύσεις του βιβλίου. Προκύπτει, όμως, από τον «προνομιακό» χαρακτήρα αυτής της προβληματικής και ο οποίος στη χώρα μας έχει αναδειχθεί κυρίως μέσα από το έργο τού Κοσμά Ψυχοπαίδη: Πρόκειται για εκείνη την προβληματική που είναι κεντρική σε κάθε νεωτερική θεωρία και συνιστά το κατ’ εξοχήν πλαίσιο διερεύνησης των όρων, υπό τους οποίους μπορεί να διατυπωθεί το αίτημα πραγμάτωσης δεσμευτικών αξιών στον ιστορικό χρόνο της νεωτερικότητας. Η προβληματική αυτή αφορά μια σειρά από εξαιρετικά σύνθετα, δύσκολα και, μέχρι σήμερα, ανοιχτά ζητήματα: το ζήτημα του προσδιορισμού των νεωτερικών αξιών, το κριτήριο της εγκυρότητάς τους, τη συγκρότηση μιας μη σχετικιστικής θεωρίας γένεσης των αξιών και το πρόβλημα της (επαναστατικής) πράξης που τις πραγματώνει στο ιστορικό παρόν. Υπό αυτήν την έννοια, η μονογραφία του Καβουλάκου για τον νεαρό Λούκατς συνιστά και μια συνεισφορά στη διερεύνησή τους.
Με το ανωτέρω κεντρικό ερώτημα, η ανασυγκρότηση του Καβουλάκου παρακολουθεί τη χρονική ανάπτυξη του έργου του νεαρού Λούκατς και –συγκριτικά με την παλαιότερη έρευνα– λαμβάνει υπ’ όψιν της και τις πρόσφατες δημοσιεύσεις κειμένων που ήταν για χρόνια αδημοσίευτα (όπως π.χ. τα πολύ σημαντικά κείμενα για τη Φιλοσοφία της Τέχνης και την Αισθητική της περιόδου της Χαϊδελβέργης).
Η εργασία διαιρείται σε μια εισαγωγή που εκθέτει το συνολικό εγχείρημα, τέσσερα μεγάλα κεφάλαια κι έναν επίλογο. Τα κεφάλαια λειτουργούν και ως επιμέρους χρονικές περιοδολογήσεις του νεανικού έργου του Λούκατς. Το κάθε ένα προτάσσει τα βιογραφικά στοιχεία που συνδέονται με την περίοδο και εστιάζει στο κεντρικό κείμενο της περιόδου, η ανάλυση του οποίου, ωστόσο, ανατρέχει και στα ελάσσονα κείμενα της περιόδου.
Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει το πρωτόλειο κείμενο του Λούκατς που φέρει τον τίτλο «Εξελικτική ιστορία του μοντέρνου δράματος (1909/1911)». Ο Λούκατς, που βρίσκεται υπό την ισχυρή επιρροή του Dilthey και της φιλοσοφίας της ζωής, διαβλέπει ένα ρήγμα μεταξύ των αισθητικών (μορφικών, αξιολογικών) και των κοινωνιολογικών (περιγραφικών, περιεχομενικών) διαστάσεων της τέχνης και επιχειρεί να καταδείξει τον τρόπο, με τον οποίον η νεωτερική κοινωνική δομή και η νεωτερική κοσμοθεωρητική προοπτική επιδρούν πάνω στη μορφή του νεωτερικού δράματος. Καθώς το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο κατανοείται ως εποχή κρίσης και παρακμής του αξιακού πλαισίου της κοινωνίας, ενώ ο νεωτερικός σχετικισμός αποτελεί την κυρίαρχη νεωτερική κοσμοθεωρητική αντίληψη, η «τραγικότητα» του «ιστορικού βιώματος» της νεώτερης εποχής συνίσταται στο βίωμα της σύγκρουσης του υποκειμένου με την κοινωνική «γενικότητα» και της εξάρτησής του από τις κοινωνικές συνθήκες. Ο Λούκατς κατανοεί, έτσι, την συγκρότηση της μοντέρνας δραματικής μορφής ως προβληματική και διατυπώνει ένα αίτημα υπέρβασης του ρήγματος, ένα αίτημα θεμελίωσης υπεριστορικών αξιών και μιας αντίστοιχης κοσμοθεώρησης.
Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει τα κείμενα που βρίσκονται στη συλλογή Η ψυχή και οι μορφές (1910). Εδώ, το ανωτέρω αίτημα μετασχηματίζεται σε ένα αίτημα για «ουσιαστική ζωή» και η ανάλυση στρέφεται στη σχέση τέχνης και ζωής και στην κριτική του νεωτερικού πολιτισμού. Ο τελευταίος ανασυγκροτείται ως βαθύτατα διχασμένος μεταξύ του πολιτισμού των ειδικών και της κουλτούρας των εστέτ. Η υπέρβαση της ριζικής μοναξιάς του μοντέρνου εστέτ φαίνεται να απαιτεί μια νέα «μορφή» ή μια νέα «κοσμοθεώρηση». Ο Καβουλάκος εξετάζει λεπτομερώς την αναζήτηση αυτής της νέας μορφής στη «μορφή του δοκιμίου», τονίζοντας τον ανοιχτό του χαρακτήρα και το ιδιάζον «βίωμα της διανοητικότητας». Η ανάλυση επισημαίνει την κριτική του Λούκατς στον πρώιμο ρομαντισμό (κριτική στην αποθέωση της εσωτερικότητας) και τονίζει ότι ο Λούκατς δεν αναζητά την επιστροφή σε έναν παλαιό αλώβητο πολιτισμό, αλλά μια νέα μορφοποίηση (αίτημα της εμφάνισης ενός νέου εστέτ).
Το τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις αναλύσεις τής Αισθητικής της περιόδου της Χαϊδελβέργης (1912-14, 1916-18). Η ανάλυση του Καβουλάκου δείχνει ότι το όλο εγχείρημα μιας φιλοσοφικής αισθητικής εντάσσεται στο πλαίσιο του νοτιοδυτικού νεοκαντιανισμού (H. Rickert και E. Lask). Εκκινώντας από το «παράδοξο των εκφραστικών μέσων» (αναντιστοιχία μεταξύ βιωματικού περιεχομένου και εκφραστικών μορφών) και την εξ αυτού συναγόμενη «αναγκαία παρανόηση» του άλλου, ο Λούκατς κατανοεί το έργο τέχνης ως «παρανόηση που έχει γίνει αιώνια». Το έργο τέχνης συνιστά, έτσι, ένα ανεξάρτητο αξιακό μόρφωμα που αιωρείται ελεύθερα υπεράνω των υποκειμένων που το παρήγαγαν και το προσλαμβάνουν. Αυτή η παραδοξότητα του έργου τέχνης αναλύεται από τον Καβουλάκο ως «τραγωδία της τέχνης».
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την πραγμάτευση της Θεωρίας του Μυθιστορήματος (1916). Η ανάλυση του Καβουλάκου αμφισβητεί ρητά τη θέση περί του «εγελιανισμού» αυτού του έργου – θέση που διατυπώνει, αργότερα, ο ίδιος ο Λούκατς. Καταδεικνύει την ισχυρή επίδραση του νεοκαντιανισμού του Lask και χρησιμοποιεί την αισθητική θεωρία της Χαϊδελβέργης ως ερμηνευτικό ορίζοντα της ανάλυσης. Το ενδιαφέρον του Καβουλάκου εστιάζει στην αποσαφήνιση της ιστορικοφιλοσοφικής διάστασης του έργου, τον προσδιορισμό της ιδιάζουσας «φιλοσοφίας της ιστορίας» που ενυπάρχει στην λουκατσιανή φιλοσοφική αισθητική. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την κατάδειξη της στροφής των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Λούκατς προς ζητήματα ηθικής, με έμφαση σε μια μυστικιστική ηθική τύπου Ντοσογιέφσκυ.
Στον «Επίλογο» του βιβλίου του, ο Καβουλάκος επισημαίνει το ρόλο των ηθικών στοχασμών του Λούκατς και για τη μαρξιστική του περίοδο. Τους συμπληρώνει, ωστόσο, με την ιδέα μιας «νέας κουλτούρας», που θα αποκαταστήσει τη σχέση μεταξύ οικονομικού-τεχνικού πολιτισμού και πνευματικής καλλιέργειας, και την ιδέα μιας ολιστικής-διαλεκτικής φιλοσοφίας της ιστορίας που εστιάζει το ενδιαφέρον της στο πρόβλημα της συγκρότησης της συνείδησης – μια προβληματική που, όπως γνωρίζουμε, επανέρχεται με κεντρικό ρόλο στο έργο Ιστορία και ταξική συνείδηση. Αποκαθιστά, έτσι, τη σχέση του πρώιμου με το ύστερο έργο του Λούκατς∙ αλλά την αποκαθιστά –θα έλεγε κανείς– από τη σκοπιά του πρώιμου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στο πεδίο της σχετικής έρευνας. Ωστόσο, λόγω της λεπτομερειακής παρουσίασης όλων των κειμένων της περιόδου, μπορεί να προσφέρει και στον μη ειδικό αναγνώστη μια πλήρη εικόνα του νεαρού Λούκατς.

Η Αλίκη Λαβράνου διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Άννα Φιλίνη- Έργο από την έκθεση Ποιό είναι τούτο το καράβι;,
στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη

Δεν υπάρχουν σχόλια: