ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
ERIC HOBSBAWM, Θρυμματισμένοι
καιροί, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 303
Τι απέγινε ο αστικός πολιτισμός
και οι υψηλές τέχνες οι οποίες μεγαλούργησαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές
του 20ου αιώνα; Ο Hobsbawm απαντά: δέχθηκαν ένα τριπλό χτύπημα: επιστήμη και
τεχνολογία, καταναλωτική κοινωνία και είσοδος των μαζών στο προσκήνιο
μετασχημάτισαν τον κόσμο, τον τρόπο που τον κατανοούμε, την καλλιτεχνική
παραγωγή και την αισθητική εμπειρία. Το ερώτημα “τι είναι τέχνη;” κυριάρχησε
από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα και σ' αυτό το ερώτημα προσπαθεί να
απαντήσει το τελευταίο βιβλίο του εκλιπόντα βρετανού συγγραφέα.
“Που πηγαίνουν οι τέχνες” λοιπόν
(κεφ. 2); Το βιβλίο, η αρχιτεκτονική και η μουσική, για διαφορετικούς λόγους η
καθεμία, φαίνεται να επιζούν των σαρωτικών εξελίξεων του 20ου αιώνα χωρίς
προβλήματα. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τη γλυπτική και τις
απεικονιστικές τέχνες. Σε έναν κόσμο στον οποίο έχει αλλάξει η αισθητική
εμπειρία, η οποία έχει κυριολεκτικά παγιδευτεί από την κινούμενη εικόνα, οι
καλλιτέχνες φαίνεται να αναβιώνουν την “εννοιολογική τέχνη”. Τέχνη δεν είναι
πλέον αυτό που μπορώ να δημιουργήσω, αλλά αυτό που σκέφτομαι. Τα έργα, αν
εκφράζουν κάτι, είναι πλέον οι σκέψεις των καλλιτεχνών.
Κάποιες από τις τέχνες φαίνεται
να επιζούν σε κρίσιμο βαθμό χάρη σε και για τα φεστιβάλ. Αυτός ο νέος θεσμός
που διαδόθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα δημιούργησε ένα ολόκληρο στρώμα
περιπλανώμενων καλλιτεχνών, καθώς και τοπικές υποδομές που κατάφεραν να
ανταγωνιστούν τα πολιτιστικά κέντρα-πρωτεύουσες στη διοργάνωση μεγάλων
πολιτιστικών γεγονότων με εγχώρια και διεθνή απήχηση (κεφ.4). Άλλη σημαντική
εξέλιξη, σύμφυτη με τις κοινωνικές εξελίξεις του περασμένου αιώνα και προφανώς
με την παγκοσμιοποίηση, ήταν ο πολιτιστικός συγκρητισμός και η
πολυπολιτισμικότητα, η οποία άφησε θετικό αποτύπωμα σε πολλές εκφάνσεις της
κουλτούρας: ποπ και χορευτική μουσική, αμερικάνικες κινηματογραφικές
υπερπαραγωγές, μυθιστόρημα, κουζίνα κλπ (κεφ.3).
Για τη σωτηρία ορισμένων τεχνών,
καθώς και για τη συντήρηση της τεράστιας υποδομής που συσσώρευσε η γαλαντομία
της αστικής τάξης και των κρατικών ελίτ, φαίνεται πως είναι απαραίτητη η
δημόσια επιχορήγηση και η ιδιωτική πατρωνία. Η αγορά βέβαια φαίνεται να
ασχολείται μόνο με τις οικονομικά επικερδείς πολιτιστικές επιχειρήσεις, ενώ και
η κρατική εξουσία ασχολείται μόνο στο ποσοστό που εμπλέκονται οι ιδιαίτερες
πολιτιστικές ευαισθησίες των ψηφοφόρων, η εξασφάλιση κοινωνικού στάτους, ο
πολιτιστικός τουρισμός και ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας (κεφ.5).
Στο δεύτερο τέταρτο του βιβλίου
του, ο Hobsbawm πραγματεύεται το ζήτημα της σύνδεσης της ανερχόμενης αστικής
τάξης (και την ιδιαίτερη σύνδεση των γυναικών) με την κουλτούρα (κεφ.9), την art nouveau ως
τέχνη αυτής της ηγεμονικής αστικής τάξης (κεφ.10), καθώς και την κληρονομιά
αυτού που ονομάστηκε “αστικός πολιτισμός” (κεφ.12).
Τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια
αυτού του μέρους όμως θεωρώ ότι είναι αυτά που συνδέονται με τις παιδικές και
εφηβικές αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα στη Βιέννη του Μεσοπολέμου. Οι
αναμνήσεις αυτές έδωσαν τόσο την έμπνευση όσο και τον πλούτο των κεφαλαίων των
σχετικών με την εβραϊκή παρουσία σε αυτό που ονομάζει Μεσευρώπη, στο χώρο
δηλαδή εκείνο που εκτείνεται από τη Σκανδιναβία ως τα Βαλκάνια και από τα σύνορα
της Γαλλίας ως τη Ρωσία όπου κάποτε τα γερμανικά ήταν η γλώσσα της κουλτούρας,
της Νεωτερικότητας (κεφ.8) και, φυσικά, αλλά εξίσου τραγικά, η γλώσσα των
εβραϊκών μεσοστρωμάτων που έμελε να καταλήξουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
(κεφ.7).
Γιατί όμως οι Εβραίοι, οι οποίοι
χρησιμοποίησαν ως όχημα τη γερμανική γλώσσα, έφτασαν να υπεραντιπροσωπεύονται
στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στο πρώτο του 20ου στις επιστήμες; Ο
συγγραφέας επιχειρεί να δώσει μια απάντηση, ας μου επιτραπεί να πω, ιστορικιστικού χαρακτήρα, που μου φαίνεται
ανεπαρκής. Μόνο μια φευγαλέα φράση του προς το τέλος του κεφαλαίου 6 θεωρώ πως
προσεγγίζει καλύτερα την απάντηση: “φαίνεται ότι το να ζεις ανάμεσα σε εθνικούς
και να απευθύνεσαι σε αυτούς είναι ένα ερέθισμα για τις υψηλότερες δημιουργικές
προσπάθειες”. Επεκτείνοντας το εν λόγω σκεπτικό μπορούμε να διατυπώσουμε μια
πιο διαχρονική και, γι αυτό, κοινωνιολογικού τύπου εξήγηση. Η επιστημονική
ιδιοποίηση της πραγματικότητας ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες, προϋποθέτει τη
συγκριτική μέθοδο. Οι λαοί που έχουν διπλή κουλτούρα, όπως οι όπου γης Εβραίοι,
διαθέτουν σε σχέση με τους άλλους το πλεονέκτημα της σύμφυτης συγκριτικής
διάθεσης και της σε κάποιο βαθμό επιβαλλόμενης συνθετικής ικανότητας. Ήταν
τυχαίο, για να χρησιμοποιήσω το πιο παλιό παράδειγμα, ότι της αρχαιοελληνικής
επιστήμης προηγήθηκε η συσσώρευση συγκριτικών γνώσεων στις δύο πλευρές του
Αιγαίου χάρη στους δύο ελληνικούς αποικισμούς των αρχαϊκών χρόνων; Ήταν τυχαίο,
για να χρησιμοποιήσω το νεότερο
παράδειγμα, ότι οι ΗΠΑ με τη συσσώρευση τόσο πολλών διαφορετικών
εθνοτήτων και επιστημόνων από όλο των κόσμο έμελε να αποδειχθεί τόσο εύφορο
έδαφος για την επιστημονική γνώση;
Την κοινωνική λειτουργία της
επιστημονικής γνώσης πραγματεύεται ο Hobsbawm στο τρίτο τέταρτο του βιβλίου
του. Η πίστη στην επιστήμη, στον εξορθολογισμένο αμερικανικό καπιταλισμό και
την κοινωνική επανάσταση επιτελούν για το συγγραφέα τους τρεις πυλώνες στους
οποίους στηρίχθηκε το δόγμα της προόδου προκειμένου να επιβιώσει της κατάρρευσης
της καθεστηκυίας τάξης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οικονομική κρίση
του '29. Η επιστήμη εισήλθε στην πολιτική τόσο με καλά αποτελέσματα
(σχεδιοποιημένη οικονομία) όσο και με εφιαλτικά (ατομική βόμβα) (κεφ.14). Στις
κατακλυσμιαίες αλλαγές που έζησε ο 20ος αιώνας οι διανοούμενοι έπαιξαν κοινωνικά
σημαντικό ρόλο μέχρι την άνοδο του τεχνοκρατισμού από τη μια και την άνοδο του
ανορθολογισμού από την άλλη (κεφ.16). Οι δικτάτορες επιστράτευσαν την τέχνη,
όχι όμως και την πρωτοποριακή τέχνη, μιας και αυτή ήταν ασυμβίβαστη με τις
αξίες και τις ανάγκες τους (κεφ.19), η ρώσικη πρωτοπορία σώπασε μπροστά στο
δίλημμα “σοβιετικός ρεαλισμός ή εξορία” (κεφ.18), ενώ οι παραδοσιακές τέχνες
ματαίως προσπάθησαν να βρουν τη θέση τους στο μεταπολεμικό τοπίο που όλο και
περισσότερο το αποίκιζε η βιομηχανοποιημένη μαζική κουλτούρα (κεφ.21).
Τελειώνοντας θα ήθελα να
συνυπογράψω τη θεώρηση του συγγραφέα για την πορεία της δημόσιας θρησκείας: οι
παραδοσιακές θρησκείες έχουν αυξήσει το βάρος τους στα δημόσια πράγματα αφενός
λόγω του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής που υποχρέωσε τις κοσμικές
πολιτικές ελίτ να λαμβάνουν υπόψη τους τις θρησκευτικές ευαισθησίες των
ψηφοφόρων τους και αφετέρου λόγω της κατάρρευσης των βεβαιοτήτων που συνείχαν
το κοινωνικό πεδίο μέχρι πριν λίγες δεκαετίες γεγονός που πρόβαλε τις
παραδοσιακές θρησκείες σαν μία απάντηση στα αβυσσαλέα ερωτήματα που διαχύθηκαν
σε έναν όλο και κατακερματιζόμενο αλλά ταυτοχρόνως παγκοσμιοποιούμενο κόσμο και
στην προκύπτουσα εξ αυτών των εξελίξεων «κρίση ταυτότητας». Αυτό δε σημαίνει
όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός, που μπήκε στον
πειρασμό σε αυτό το βιβλίο να μελλοντολογίσει και λίγο, ότι οι παραδοσιακές
θρησκείες κερδίζουν έδαφος ή ότι ο εκσυγχρονισμός και η εκκοσμίκευση έπαψαν να πηγαίνουν
πλέον χέρι χέρι.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι
διδάκτωρ πολιτικής Επιστήμης
Άννα Φιλίνη- Έργο από την έκθεση Ποιό είναι τούτο το καράβι;, στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου