1/12/12

Ένας εικαστικός διάλογος με τη νεώτερη ιστορία

ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Ταξίδι προς την ελευθερία, Βιβλίο για έναν ζωγραφικό πίνακα σε τέσσερις εικόνες, εκδόσεις Γαβριηλίδης

«Ταξίδι προς την Ελευθερία» ονοματίζει η Άννα Φιλίνη το τελευταίο της ζωγραφικό έργο, που εκτίθεται μέχρι και τις 5 Δεκεμβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και το οποίο συνοδεύει με ένα βιβλιαράκι δικών της σχολιασμών.
Απαρτίζεται από μια φρίζα τεσσάρων μακρόστενων εικόνων, κι από τη σύνθεση 12 τετράγωνων προσωπογραφιών.
Ξεκινά αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τελειώνει στον 21ο αιώνα. Οδηγεί το θεατή από το λιμάνι του Πειραιά, σημείο εκκίνησης της εξορίας, στο Παρίσι της άνθησης της μοντέρνας τέχνης, κι από τη Βενετία της εξέγερσης του Μάη του ’68, τη χούντα των συνταγματαρχών και την εισβολή στην Κύπρο, στην Αθήνα της κρίσης.
 Εν αρχή ην ο χρόνος όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα που μας σφραγίζουν. Η ιστορία τους είναι και η δικιά μας ιστορία «που... μας προφταίνει με τα καθημερινά μας ρούχα τ’ ανθρώπινα, μ’ ένα σωρό σχέδια και πόθους που ματαιώθηκαν άξαφνα. Εισβάλλει με την επίσημη στολή της, σαν κείμενο ήδη έτοιμο, με τι στόμφο γραμμένο, κρύβοντας τη ζωντανή, ανθρώπινη ροή, τον άπειρο πληθυντικό της».  Αυτά γράφει η Μιμίκα Κρανάκη στο μυθιστόρημά της «Φιλέλληνες, είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας» (εκδόσεις Ίκαρος), όπου πραγματεύεται, όπως και η Φιλίνη στην πρώτη της εικόνα,  την έξοδο, το 1945, μερικών νεαρών Ελλήνων, διανοουμένων, με το αγγλικό οπλιταγωγό «Ματαρόα» και με τη βοήθεια υποτροφιών του γαλλικού κράτους, από την κυοφορούμενη τον Εμφύλιο, την αγκυλωμένη σε έναν άκρατο συντηρητισμό Ελλάδα, στην εκρηκτική Γαλλία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η Άννα  Φιλίνη «ντύνει με αυτά τα ρούχα τα καθημερινά, τ’ ανθρώπινα» τους ήρωες των έργων της. Στήνει όμως της δράση τους ανάμεσα στο πραγματικό της ιστορίας και το φανταστικό του ονείρου και της δημιουργίας. Συνδέει, για παράδειγμα, την αληθινή φυγή των νεαρών υποτρόφων του οπλιταγωγού «Ματαρόα» στο Παρίσι με τη φανταστική φυγή του πλήθους των καλλιτεχνών  και των απλών πολιτών στον Νέο Κόσμο, του έρωτα και της ποίησης, του υπερωκεάνιου «Μέγας Ανατολικός». Που γράφει στο ομώνυμο έργο του, την ίδια περίοδο, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, διαισθανόμενος την καταστροφική πορεία της χώρας μετά την απελευθέρωση από τους ναζί.
Με τον ίδιο τρόπο, τοποθετεί πάνω σε μια πλωτή σχεδία στον Σηκουάνα απέναντι στον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, την υπερρεαλίστρια φωτογράφο, και μούσα του Πικάσο, Ντόρα Μάαρ, τον Αντρέ Μπρετόν, και τον ίδιο τον Πικάσο να θεωρεί το σκίτσο που έκανε ο ίδιος για τον εκτελεσθέντα Νίκο Μπελογιάννη. Ενώ στο κέντρο της σχεδίας ένας ροζ χρωματισμένος ακροβάτης ζωντανεύει το τοπίο και μας παραπέμπει υφολογικά και χρωματικά στη σημαίνουσα ροζ περίοδο του Πάμπλο Πικάσο.
Παρουσιάζει τον Μάη του ’68  ως μια πόλη, τη Βενετία, που πάλλεται σύμφωνα με τις κινήσεις των σχηματισμών του ουρανού της και σύμφωνα με τους ρυθμούς των ήχων μιας δοσμένης στη μουσική ορχήστρας. Την παρουσιάζει ως την  ουτοπική πόλη «Οκτάνα» του Εμπειρίκου  που «... θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή. Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη. Οκτάνα θα πη αγάπη». Αναρτώντας σ’ ένα πανό μιας γόνδολας πάνω από το Μεγάλο Κανάλι το ελπιδοφόρο σύνθημα του Μάο, «Αφήστε χίλια λουλούδια ν’ ανθίσουν». Χωρίς να ξεχάσει να μας θυμίσει την τραγωδία που ακολούθησε την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, με τη μαυροφορεμένη μάνα στην άκρη του πίνακα.
Καταλήγει στην Αθήνα της κρίσης, την οποία αποκαλύπτει, μπροστά από έναν έναστρο ουρανό, με το θλιμμένο πρόσωπο της γερμανίδας χορογράφου Πίνα Μπάους, το σώμα του ζωγράφου της ανθρώπινης σάρκας Λουσιέν Φρόυντ, και με το πολυσήμαντο στην ιστορία της τέχνης σφαχτάρι, το οποίο βαστά μια γυναίκα, ως «το τρομερόν, το μη εκ βαθέων του απελπισμένου ανθρώπου», όπως γράφει ο Εμπειρίκος στο ποίημά του «Πολλές φορές τη νύχτα».
Για να προβάλλει τέλος δίπλα τους, σαν ένα παζλ, με τους συντελεστές, νεαρούς υποτρόφους του «Ματαρόα», την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλο το μεγαλείο και σε όλη την τραγικότητα της έκφρασής της.    
Το τελευταίο ζωγραφικό έργο της Άννας Φιλίνη είναι ένα παιγνίδι μείξης ετερόκλητων και αταίριαστων στοιχείων, που παραμένουν όμως, σε αντίθεση με τη ζωγραφική των σουρεαλιστών, γειωμένα στην πραγματικότητα. Αυτό της επιτρέπει να συνομιλήσει άμεσα με το παρόν και το παρελθόν της σύγχρονης ιστορίας και της τέχνης.
Έτσι μπορεί να συνδιαλεχθεί με φαινομενικά εντελώς διαφορετικές, αλλά επί της ουσίας συγγενείς τεχνοτροπίες, όπως η αναγέννηση και η ροζ περίοδος των «Σαλτιμπάγκων» του Πικάσο. Να κινηθεί ανάμεσα σε δυο όψεις του ρεαλισμού, που γεννήθηκαν ως καθρέφτης της  σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας τη δεκαετία του ’20, ανάμεσα στο «μαγικό ρεαλισμό» που αντλούσε την πνοή του από την ιταλική  μεταφυσική ζωγραφική και τον «βερισμό» της ωμής βίας και του φόβου που κυριαρχεί τότε όπως και τώρα.
Η Φιλίνη δομεί το τελευταίο ζωγραφικό της έργο μέσα σε αυστηρά πλεγμένους «αρχιτεκτονικούς ιστούς», όπως ο δεινός περιπατητής των πόλεων Βάλτερ Μπένγιαμιν, ως μια πόλη με φόντο πάντα το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα και το ποτάμι, το κανάλι ή το νυχτερινό ουρανό που φαντάζει σαν θάλασσα. Φτιάχνει ένα πολυσύνθετο σκηνικό, ανάλογο με εκείνο του έργoυ Café Deutschland, του γερμανού καλλιτέχνη Γιοργκ Ίμμενντορφ, τη δεκαετία του ’70. Εμποτίζει, όπως κι αυτός, τις αφαιρετικές, ανδρόγυνες μορφές της σε μια παραδοσιακή «αθωότητα» και ενσωματώνει στο σκηνικό της συνθήματα της εποχής και αναγνωρίσιμα κτίρια.
Οδηγείται η ίδια, με τις απλές, βαθιές χαράξεις στα   πρόσωπα των 12 νεαρών υποτρόφων του «Ματαρόα», με φόρμες πυκνές κι απαλλαγμένες από κάθε πλεονασμό της αφήγησης, στην ουσία της ζωής. Διαδηλώνει, μέσα από την ατομική έκφραση των 12 αυτών προσώπων, τη συλλογική μνήμη. Και προβάλλει το ατέρμονο ταξίδι προς την ελευθερία, ως ένα ατέρμονο ταξίδι προς την ελευθερία της σκέψης και της επιθυμίας, που αποτολμούν οι νέοι από γενιά σε γενιά.

ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: