3/11/12

Η «φιλοσοφία» του φασισμού

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
Έλενα Χασαλεύρη- Expectations betrayed
Η αναζήτηση κάποιας «φιλοσοφίας» του φασισμού ή του ναζισμού είναι μια άνευ αντικειμένου υπόθεση. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί ως φορέας του φασισμού και του ναζισμού ή να κατηγορηθεί ως προάγγελός του. Τα δύο αυτά κινήματα εμφανίζονται όταν τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα, μ’ αποκορύφωμα εκείνο του Χέγκελ, έχουν φθάσει στο τέλος τους, μαζί με όσες κοινωνικές πραγματικότητες τα δημιούργησαν και τα ίδια τις εξέφρασαν.
Ο Χέγκελ, μα και πριν από αυτόν ο Καντ, είναι εκφραστής της αστικής κοινωνίας των ανεξάρτητων επιχειρηματιών και των αυτόνομων ατόμων, την οποία πασχίζει να διασώσει από τις αντιφάσεις της. Όταν η κοινωνία των πολιτών χάνει τη βάση της, που είναι το αυτόνομο άτομο της καπιταλιστικής επιχείρησης, τότε τα φιλοσοφικά συστήματα που ανορθώθηκαν πάνω της καταρρέουν μαζί της. Το ίδιο το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ (Έγελος) είχε δεχθεί τις επιθέσεις των επιγόνων του από δεξιά και αριστερά, για να ξεπεραστεί τελικώς από την κοινωνική θεωρία και ειδικότερα τον μαρξισμό. Από τα συντρίμμια αυτού του συστήματος, κι απ’ όσα προηγούμενα συστήματα είχε αφομοιώσει, άντλησαν ο εθνικοσοσιαλισμός κι ο φασισμός, για να τα συνδυάσουν σ’ έναν παρδαλό συνονθύλευμα.

Με το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ο Χέγκελ και το σύστημά του επικρίθηκαν δριμύτατα από υπέρμαχους του φυσικού δικαίου για την ανηθικότητά τους – την απουσία κάποιας ηθικής φιλοσοφίας, που θα αναχαιτίζει τις αναγκαιότητες του ιστορικού γίγνεσθαι και θα κατοχυρώνει τα ατομικά δικαιώματα. Στον εγελιανισμό διέγνωσαν εκείνη τη συνιστώσα του εθνικοσοσιαλισμού που μετατρέπει τα άτομα σε μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού, στη συγκεκριμένη περίπτωση την κυριαρχία του γερμανικού φυλετικού ιδεώδους. Ο Χ. Μαρκούζε, προασπίζοντας τη διαλεκτική στο Λόγος και επανάσταση,  επισημαίνει ότι ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της ιστορίας πράγματι εκμηδενίζει τα άτομα, τα οποία αφανίζονται και χάνονται στο όνομα της ιδέας του Λόγου: Η πανουργία του Λόγου βάζει τα άτομα να δουλεύουν για λογαριασμό του κι έτσι ο Λόγος αναπτύσσει την ύπαρξή του ενώ τα άτομα υφίστανται τις συνέπειες.
Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση, εκείνη του Αλεξάντερ Κοζέβ, ο εθνικοσοσιαλισμός όχι μόνον δεν ακολούθησε τη διαλεκτική ανάπτυξη της ιδέας του Λόγου αλλά ήταν και ριζικά αναχρονιστικός. «Ο Χίτλερ», γράφει ο Κοζέβ, «άρχισε την πολιτική του δράση με καθυστέρηση ενάμιση αιώνα. Και για τον λόγο αυτό φαντάστηκε και δημιούργησε το τρίτο ράιχ ως κράτος αυστηρά προσηλωμένο στο ‘εθνικό’ ιδεώδες που γεννήθηκε στο τέλος του Μεσαίωνα και είχε ήδη προσλάβει την τέλεια μορφή του στην επαναστατική ιδεολογία και την εφαρμογή της, που φέρουν τις υπογραφές του Ροβεσπιέρου και του Ναπολέοντα... Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ‘Φύρερ’ δεν είναι παρά ένας Γερμανός Ροβεσπιέρος, δηλαδή ένας αναχρονιστικός Ροβεσπιέρος που –έχοντας καταστείλει τον Θερμιδώρ του- ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο ίδιος το ναπολεόντειο εγχείρημα». Το εγχείρημα αυτό ήταν αφενός να δημιουργήσει μιαν αυτοκρατορία, αφετέρου αυτή η αυτοκρατορία να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ισχύ του γερμανικού κράτους-έθνους. Ο αναχρονισμός της «εθνικιστικής» ιδεολογίας του Χίτλερ στην προοπτική του αυτοκρατορικού σχεδίου της «νέας Ευρώπης» ήταν λοιπόν αρκετός για να οδηγήσει στη στρατιωτική συντριβή τη Γερμανία και να θέτει ακόμη και σήμερα υπό αίρεση κάθε ευρωπαϊκή ενοποίηση με «ειρηνικά μέσα» που πραγματοποιείται κάτω από την ηγεμονία ενός έθνους-κράτους όπως το γερμανικό.
Ο Χέγκελ παρακολούθησε μ’ ενθουσιασμό την πορεία της γαλλικής επανάστασης, και στο πρόσωπο του Ναπολέοντα αναγνώρισε εκείνον που πραγματώνει το αντικειμενικό πνεύμα της ιστορίας. Θεώρησε ότι με την επέμβασή του η Γερμανία θα απαλλασσόταν από το καθυστερημένο παρελθόν της και θα εξελισσόταν σ’ ένα ενιαίο σύγχρονο κράτος. Στο κράτος ο Χέγκελ αναγνώριζε την πραγμάτωση της ιδέας του Λόγου και της ελευθερίας. Με το όψιμο έργο του έγινε απολογητής του πρωσικού κράτους, στο οποίο εναπέθεσε και την τελική πραγμάτωση του αντικειμενικού πνεύματος.
Για τον Χέγκελ, το κράτος ως φορέας του Λόγου υψώνεται πάνω από τους ανταγωνισμούς της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή των ιδιωτών, οι οποίοι επιδιώκουν το μέγιστο προσωπικό όφελος και δρουν με ιδιοτέλεια. Η υποταγή του κράτους στα ανταγωνιστικά συμφέροντα των ατόμων σημαίνει τη διάλυση της ολότητας και την ανομία, ή ακριβέστερα την καθυπόταξη του όλου στο επιμέρους. Η κριτική του στις θεωρίες του φυσικού δικαίου και του αυτόνομου ατόμου εκεί αποσκοπούν. Κάθε θεωρία φυσικού δικαίου προϋποθέτει την έλλογη φύση του ανθρώπου, όπως και το αυτόνομο υποκείμενο του Καντ, το οποίο θέτει στον εαυτό του τον ηθικό νόμο με βάση έναν σκοπό. Όταν όμως ένας σκοπός γίνεται η βάση για τον ηθικό νόμο, έχει ήδη αποφασιστεί κατά πόσον αυτός ο σκοπός αξίζει ή όχι να πραγματωθεί. Κανένας σκοπός δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει τις ιστορικές περιστάσεις που τον έχουν γεννήσει, κι ο Καντ αντλεί τον καθολικό του γνώμονα από την ατομική ιδιοκτησία. Ο καθένας όμως μπορεί να αρνηθεί την ατομική ιδιοκτησία και να φθάσει σε μια διαφορετική αρχή. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ηθικός νόμος του Καντ μπορεί να καταλήξει στην ανηθικότητα από τη σκοπιά του όλου.
Η άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας του αυτόνομου ατόμου-επιχειρηματία ήταν το αποτέλεσμα των οικονομικών διαδικασιών που ωθούσαν στον απρόσωπο καπιταλισμό. Από την άλλη πλευρά, το δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα των λαϊκών διεκδικήσεων ξεπερνούσε τον παθητικό ρόλο που επικύρωναν τα φιλοσοφικά συστήματα του φιλελευθερισμού για την πλειονότητα του λαού. Τόσο ο φασισμός όσο και ο ναζισμός αναδύονται τη στιγμή που το παραδοσιακό αστικό στρώμα παρακμάζει, ενώ το σοσιαλιστικό κίνημα προβάλλει στο προσκήνιο. Και οι δύο υποστηρίζονται από όσους διαθέτουν την οικονομική εξουσία και χρειάζονται ένα ισχυρό κράτος που να μην υπόκειται στον έλεγχο του λαού.
Αντιστρέφοντας την εγελιανή προσέγγιση του ισχυρού κράτους που αναχαιτίζει τους οικονομικούς ανταγωνισμούς, όσοι διαθέτουν οικονομική εξουσία αναζήτησαν ένα ισχυρό κράτος που θα αναχαιτίζει τις δημοκρατικές διεκδικήσεις του λαού. Χωρίς περιστροφές, το φασιστικό κράτος είναι η κατάληψη της εξουσίας από τα ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, του όλου από το επιμέρους. Σ’ αυτήν την προοπτική, ο ολιγαρχικός φιλελευθερισμός, που θέλει το κράτος ανεξάρτητο από την κοινωνία, και την πολιτική αυτόνομη από την οικονομία, γίνεται μια ξεπερασμένη ιδεολογία. Πολιτική και οικονομία, κράτος και κοινωνία συμπλέκονται, μ’ αποτέλεσμα η οικονομία να είναι η πολιτική και το ιδιωτικό να μην διαχωρίζεται από το πολιτικό.
Η πύκνωση της πολιτικής στη φασιστική και ναζιστική της εκδοχή σήμαινε την κινητοποίηση της εξατομικευμένης μάζας. Σε αντίθεση με τις θεωρίες του φυσικού δικαίου που προϋποθέτουν το έλλογο άτομο, ο φασισμός κι ο ναζισμός κινητοποίησαν τη μάζα διεγείροντας τα αταβιστικά και μιμητικά στοιχεία του ατόμου. Ο Λόγος, μια επίπονη μαθησιακή διαδικασία συγκρότησης ενός ανεξάρτητου εγώ, ήταν πάντοτε ένα προνόμιο μειονοτήτων. Η καθημερινή συμπεριφορά αφομοίωσης των επιτευγμάτων του πολιτισμού στηριζόταν και στηρίζεται σε μιμητικές συμπεριφορές ενός βαθύτερου υποστρώματος, που έδινε στο άτομο τη δυνατότητα προσαρμογής στις εκάστοτε εξουσιαστικές δομές. Η μίμηση και η ταύτιση με τον ηγέτη, μα και ο ρατσισμός με βάση τα εξωτερικά μιμητικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς μιας άλλης πληθυσμιακής ομάδας, είναι τα πρώτα στοιχειώδη δείγματα της εξέγερσης ενάντια στον (θεϊκό ή ανθρώπινο) Λόγο.
Οι ψυχολογικές αυτές διαδρομές, δεν μπορούν ασφαλώς από μόνες τους να εξηγήσουν το συνολικό πλέγμα της πολιτικής κινητοποίησης που επέβαλαν ο φασισμός κι ο ναζισμός. Επιβλήθηκαν πρώτα και κύρια σε όσα στρώματα εξαθλιώνονταν από την οικονομική κρίση της εποχής και βρήκαν διέξοδο στο φασιστικό και εθνικοσοσιαλιστικό μύθο. Από τη στιγμή που η μαζική κινητοποίηση δεν μπορεί να στηριχτεί στο έλλογο άτομο αλλά στηρίζεται στην εξατομικευμένη μάζα, η δύναμη του μύθου έρχεται να ξεπεράσει τα στάδια της λογικής επεξεργασίας. «Έχουμε δημιουργήσει έναν μύθο», έλεγε ο Μουσολίνι στις 22 Οκτωβρίου 1922, «ο μύθος είναι μια πίστη, ένας ευγενής ενθουσιασμός· δεν χρειάζεται να ‘ναι πραγματικότητα· είναι μια ορμή και μια ελπίδα, πίστη και θάρρος· ο μύθος μας είναι το Έθνος, το Μέγα Έθνος, που θέλουμε να το κάνουμε συγκεκριμένη πραγματικότητα». Σ’ αυτή τη συνάφεια, τα λόγια του ενθουσιώδη για τον ναζισμό Καρλ Σμιτ είναι καίρια: «μπορούμε να πούμε ότι ο Χέγκελ πέθανε την ημέρα που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία».
Ο Αντόνιο Γκράμσι προσδιόριζε τον μύθο σαν μια πολιτική ιδεολογία «που δεν εκφράζεται με τη μορφή μιας ψυχρής ουτοπίας ή μιας λόγιας θεωρίας, αλλά σαν μια δημιουργία της συγκεκριμένης φαντασίας που δρα πάνω στον απελπισμένο και κατακερματισμένο λαό για να τον ξεσηκώσει και να οργανώσει τη συλλογική του βούληση». Στη δική του προοπτική, ο μύθος αναφερόταν στην τελική μάχη κεφάλαιου και εργασίας, μπουρζουαζίας και προλεταριάτου. Η σύγκρουση αυτών των δύο μύθων προσδιόρισε την ευρωπαϊκή πολιτική της εποχής του, εφόσον το αποφασιστικό ζήτημα ήταν ποιος μύθος θα αφομοίωνε πολιτικά τις μάζες και σε ποια κατεύθυνση. Με όρους της σημερινής πολιτικής, το ζήτημα του φιλελεύθερου μύθου και ποιος θα τον αντιμετωπίσει είναι το διακύβευμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: