3/11/12

Ο φασιστικός λόγος

ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΟΥΖΕΛΗ

Ο φασιστικός λόγος πείθει. Δεν πείθει όπως (θα έπρεπε να) πείθει ο λόγος της αριστεράς, με επιχειρήματα. Πείθει παράγοντας ένα σύνδεσμο μεταξύ ομιλητή και ακροατή, μια φορτισμένη σχέση του αποδέκτη με τον ίδιο το λόγο ή το κείμενο που του απευθύνεται. Ο αναγνώστης ή ακροατής επενδύει στη σχέση αυτή, γιατί στο φασιστικό λόγο (ξανα)βρίσκει απωθημένες ή κοινωνικά περιθωριοποιημένες όψεις της ίδιας του της «ταυτότητας».
Ο φασιστικός λόγος πείθει, όπως ακριβώς «δουλεύει» ένα ρατσιστικό αστείο: «μεταξύ μας» γελάμε, έστω κι αν γνωρίζουμε πως η βάση του αστείου (θα έπρεπε να) είναι απαράδεκτη. Πείθει λοιπόν επειδή απελευθερώνει ένα δυναμικό πολιτισμικά απωθημένο, κοινωνικά λογοκριμένο και ελεγμένο ως ανυπόστατο, ανορθολογικό. Πείθει ακριβώς επειδή επενδύεται με μια τέτοια «απελευθερωτική» χροιά, επειδή αίρει φραγμούς και όρια που επέβαλε η μακρόχρονη και επώδυνη διαδικασία εκπολιτισμού, το «ημέρωμα» του θηρίου, που σφάζει, καταπατά, εξοντώνει, προσβάλλει. Κι ο φασιστικός λόγος απευθύνεται στο κοινό του, μέσα από το δυναμικό που απελευθερώνει, για να μετατρέψει τον εσωτερικό περιορισμό, την αυτοπειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση, σε εξωτερικό έλεγχο, σε στρατόπεδο. Η ιδιότυπη φασιστική απελευθέρωση ενορμήσεων είναι από αυτή τη σκοπιά μια αντιστροφή της ιστορίας του πολιτισμού.

Με δεδομένη την «δυσφορία» που ο πολιτισμός κληροδότησε στις σύγχρονες κοινωνίες, ακριβώς λόγω της επιβολής ορίων και κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς –λόγω περιορισμών επομένως–, το δυνητικό ακροατήριο ενός λόγου που απευθύνεται στο άκριτο και ανεξέλεγκτο μιας ψευδοαπελευθέρωσης είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που θα αντιστοιχούσε στις θέσεις που υπαινικτικά υποστηρίζει. Όταν η λογική κρίση παραμερίζεται ή αδρανοποιείται (όπως αδρανοποιείται στο φασιστικό λόγο με την αποφυγή διατύπωσης προτάσεων που δηλώνουν πραγματικές προθέσεις) και οι ρητορικές τεχνικές φέρνουν στην επιφάνεια απωθημένες σκέψεις και ανομολόγητες επιθυμίες, ο φασισμός μιλάει σε πλήθη: στα αλαλάζοντα πλήθη της Νυρεμβέργης, της Ρώμης, του Μονάχου. Δεν ξενίζει επομένως η επιρροή του φασιστικού λόγου, ιδίως μάλιστα επειδή στον αντίποδά του, στην πλευρά της αντιπαρατιθέμενης κριτικής σκέψης και αποτίμησης, στην πλευρά των ελέγξιμων επιχειρημάτων, απαιτούνται ισχυρές ψυχικές δυνάμεις, ήδη και μόνο για την παρακολούθηση του λόγου και της λογικής του.
Η δουλειά του φασιστικού λόγου είναι εύκολη και «μαζική» και για έναν ακόμα λόγο: επειδή πάντα αποκαλύπτει μια «αλήθεια». Αποκαλύπτει –και μάλιστα με τεχνικές «αποκαλυπτικής γνώσης»– την ανείπωτη, κοινή (και κοινότοπη) προκατάληψη, τον απωθημένο και θεσμικά λογοκριμένο βαρβαρισμό, το «κατά βάθος όλοι ξέρουμε όμως» σε σχέση με τις κοινωνικές συμβάσεις που μας επιβάλλονται ως αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί –όπως και η ίδια η δημοκρατία–, την πονηριά και τη μαγκιά της παραβίασης της ορθότητας και της λογικής, την προνεωτερική αλήθεια της αμεσολάβητης επιβολής και της δήθεν «καθαρής» βούλησης. «Μεταξύ μας ξέρουμε» πως παραείναι πολλοί οι μετανάστες, πως οι πολιτικοί είναι απατεώνες, πως στο παρασκήνιο διαπλέκονται συμφέροντα και εξυφαίνονται συνωμοσίες, πως τοκογλύφοι υπαγορεύουν νόμους, πως οι Ευρωπαίοι κοιτάνε το συμφέρον τους και κανένας δεν είναι πραγματικός φίλος μας. Ότι αυτοί οι κοινοί τόποι εκφράζουν μονόπλευρες και επομένως ψευδείς εικόνες, ότι παραγνωρίζουν το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου οι επισημάνσεις που περιέχουν θα πρέπει να κριθούν, έρχεται πάντα σε δεύτερο επίπεδο. Η άρνηση τέτοιων, φαινομενικά τόσο πειστικών, «προφανώς αληθών» δηλώσεων, προϋποθέτει ότι η κρίση του αποδέκτη τους δεν θα διαμορφωθεί βιαστικά και δεν θα εκφραστεί άμεσα, σε πρώτο χρόνο, αδιαμεσολάβητα. Προϋποθέτει επομένως μια αναστολή της απόλαυσης της χοντροκομμένης «αλήθειας» που δηλώνεται από «τα ίδια τα πράγματα», της «αλήθειας» που «φαίνεται», που «στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε», μια αναστολή της απόλαυσης τής «επί τέλους» απελευθερωμένης σκέψης που είχε λογοκριθεί συμβατικά. Προϋποθέτει μια συγκράτηση τής κάθε άλλο παρά αθώας παρόρμησης του ακροατή ή αναγνώστη, να συμφωνήσει με το προφανές και να γευτεί την ικανοποίηση της συμμετοχής του στο μεγάλο ρεύμα εκείνων που δεν φοβούνται να δούνε την αλήθεια και «αντρίκια» λένε τα πράγματα με το όνομά τους – στην ορδή.
Ο φασιστικός λόγος δεν επιχειρηματολογεί, διεγείρει. Διεγείρει και αξιοποιεί συναισθήματα, πρωτίστως αρνητικά (ο εχθρός αλλά κι ό,τι δεν θέλουμε να είμαστε απ’ αυτό που είμαστε), τα οποία υποδαυλίζει και στα οποία δίνει χώρο και τρόπο έκφρασης. Με τα συναισθήματα παίζει η φασιστική ρητορική, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: αφενός νομιμοποιώντας τις πιο σκοτεινές τους συνέπειες και αφετέρου αποσιωπώντας τα. Η νομιμοποίηση αφορά την έκφραση (και οι πιο απάνθρωπες ακόμα προθέσεις δεν λογοκρίνονται από καμιά πολιτισμική ή λογική αρχή), την επένδυση (ο απέναντι άλλος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε και σε οποιαδήποτε κατάσταση, ο «δικός» εξίσου αδιαφοροποίητα αντικείμενο ταύτισης και λατρείας) και τη χρήση: το συναίσθημα παίρνει τη θέση του επιχειρήματος, σε μια ακολουθία ψευδοσυμπερασμού που «δικαιώνεται» από την ίδια την ισχύ του συναισθήματος – έτσι θα είναι αφού έτσι αισθανόμαστε. Η αποσιώπηση από την άλλη είναι η πιο περίπλοκη αλλά και πιο μελετημένη ιδιαιτερότητα του φασιστικού λόγου. Συνίσταται στη μελετημένη εκμετάλλευση συνειρμικών αλυσίδων, που καθιστούν το διαρκώς υπονοούμενο περιεχόμενο μια ευκαιρία συναισθηματικής επένδυσης. Ο φασίστας ρήτορας δεν κατονομάζει τον εχθρό, οι ακροατές του τον ξέρουν. Δεν κατονομάζει τους στόχους του κινήματός του∙ οι αποδέκτες του λόγου του θα εννοήσουν εκείνους που θα τους επιτρέψουν να εκπληρώσουν επιθετικές επιθυμίες και να αντιστρέψουν αισθήματα μειονεξίας.
Ο φασιστικός λόγος δεν λέει κάτι, δεν χρειάζεται να λέει κάτι. Όταν λειτουργεί καλά, απλώς προσφέρει το σχήμα για την προβολή συναισθημάτων που προϋπάρχουν, στερεοτυπικών ψευδοκρίσεων που επιβεβαιώνουν την προκατάληψη. Και λειτουργεί καλά όταν ακριβώς διεγείρει συναισθήματα, μέσω των αφανών σχεδόν σημαδιών που «κλείνουν το μάτι» στον ακροατή – στον ακροατή που με ικανοποίηση διαπιστώνει ότι του μιλάνε «οι δικοί του» σαν δικό τους. Οι κοινότοπες, στερεότυπες και κενές περιεχόμενου φράσεις-συνθήματα του φασιστικού λόγου δεν είναι παρά ερεθίσματα για την ανάδυση συναισθημάτων που θα πληρώσουν τα κενά από την πλευρά του αποδέκτη, που κυριολεκτικά «ακούει ό,τι θέλει», γι αυτό άλλωστε τόσο εύκολα συμφωνεί, τόσο εύκολα χαίρεται με αυτά που ακούει και τόσο πιο επιβεβαιωμένος στην ταυτότητά του αισθάνεται «ξαναβρίσκοντας» στο λόγο του ρήτορα όσα ίδιος προβάλλει πάνω του.
Ο φασιστικός λόγος τρέφεται επομένως από τις αρνητές προκαταλήψεις, από τις ανικανοποίητες, απωθημένες, «άνομες» σκέψεις και επιθυμίες, που κανένας πολιτισμός και καμιά λογική δεν μπορεί ποτέ να αφανίσει και που για λιγότερο ισχυρές προσωπικότητες, σε συνθήκες κρίσης και υπό καθεστώς απαξίωσης του ορθού λόγου και –ιδίως– των αρχών συλλογικότητας και αλληλεγγύης τείνουν να συνθέσουν μια πρακτικο-συναισθηματική ως-εάν ιδεολογία: ένα συνονθύλευμα φορτισμένων ταυτίσεων και απαρνήσεων. Δεν χρειάζεται μεν πεισμένους φασίστες για να πείσει, αλλά χρειάζεται τον προκατειλημμένο νου σε συνθήκη απεγνωσμένης αναζήτησης αναγνώρισης, εκείνον που θα προβάλει συναισθήματα στις κούφιες φράσεις για να χαρεί την ηχώ της κοινότοπης ιαχής του. Χρειάζεται ανασφάλεια, ταπείνωση και κυρίως μνησικακία – το υλικό δηλαδή που εύκολα διοχετεύεται σε πογκρόμ, γιατί από τέτοια όνειρα προέρχεται και τέτοια τροφοδοτεί.
Αξίζει να την υπογραμμίσουμε αυτή του τη λειτουργία ανεστραμμένης ονειρικής εργασίας: ο φασιστικός λόγος καταγγέλλει στους υψηλότερους τόνους τους άλλους (τους εχθρούς, τους ξένους, τους εβραίους, τους κομουνιστές) για όσα οι φορείς του ήδη επιχειρούν ή θέλουν να επιβάλουν: προδοσία, συνωμοσίες, εγκλήματα, δράση συμμοριών. Δίνει έτσι την ευκαιρία μιας προβολής της ανομολόγητης επιθυμίας ως πραγματοποιημένης από τους άλλους. Στην καταγγελία σκιαγραφείται το πολιτικό σχέδιο.
Καθώς δεν επιχειρηματολογεί, ο φασιστικός λόγος δεν έχει τίποτα να αποδείξει και τίποτα να θεμελιώσει. Δεν κρίνεται και δεν ελέγχεται – δεν λέει κάτι, δεν αποφαίνεται, δεν αξιώνει λογική συνέπεια ή συνεκτικότητα. Αντίθετα, παρατάσσει σχήματα, κι αυτό το κάνει σχεδιασμένα, με κριτήριο τη λειτουργικότητα τού προς επένδυση κενού περιεχομένου τους. Ο ταγμένος στο κίνημα «μοναχικός λύκος», η «χαμένη αθωότητα», ο «ακαταπόνητος και ύπουλος εχθρός», ο «παλιός καλός καιρός», η «επικείμενη συμφορά», η «συνωμοσία», το «διεφθαρμένο κράτος», οι σκοτεινές εικόνες των «ξένων», των «κόκκινων», των «πλουτοκρατών», είναι μερικοί μόνο από τους σχηματικούς τόπους και τις λειτουργικές μεταφορές που σταθερά αξιοποιεί η φασιστική ρητορική και που και σήμερα ακούγονται το ίδιο επίκαιροι όπως και την εποχή που τους κατέγραψαν οι Αντόρνο και Λέβενταλ. Αυτή η ρητορική δεν χρειάζεται άλλωστε πρωτοτυπία∙ απεναντίας, με το τετριμμένο δουλεύει αποδοτικότερα, με ό,τι δεν προβληματίζει και δεν εγείρει απαιτήσεις προβληματισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: