24/11/12

Ένας καλός παίχτης

ΤΗΣ ΖΕΤΑΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Αγιούσα ΙΙ
Ο γείτονάς μου, ο Μπιλ, χτύπησε για πρώτη φορά το κουδούνι μου ένα απόγευμα, την ώρα που μαστόρευα στην αποθήκη μου κάποια καλώδια. Φαντάστηκα πως θα ήταν η Ινώ, η γυναίκα μου, που όταν βγαίνει μονίμως ξεχνάει τα κλειδιά της, γι’ αυτό έσπευσα ν’ ανοίξω, βαστώντας στο χέρι μου το σταυροκατσάβιδο και βλαστημώντας, μέσ’ από τα δόντια μου.
΄Ηταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Φαντάστηκα πως ήταν κάποιος πλασιέ και έκανα να του κλείσω την πόρτα, αυτός όμως με παραμέρισε κι αφού έριξε μια ερευνητική ματιά στο πολυκαιρισμένο σαλόνι δήλωσε με αγένεια πως ήταν σίγουρος πως ο γάτος του ο Φρίξος πρέπει να ήταν κρυμμένος κάπου εκεί κοντά.

Ο άνθρωπος είναι παλαβός, συλλογίστηκα ξαφνιασμένος.
«Το έχει σκάσει και πρέπει να τον βρω επειγόντως γιατί παίρνει φάρμακα».
Τρύπωσε χωρίς να μου δώσει την παραμικρή σημασία στην κουζίνα και στα υπνοδωμάτια, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του μπάνιου και κατέληξε στο σαλόνι, όπου κάρφωσε επίμονα το βλέμμα του στον τοίχο, στη φωτογραφία του πεθαμένου πατέρα μου.
«Ποιος είναι αυτός;» με ρώτησε. «Πρέπει να έχουμε πολεμήσει μαζί στην Κορέα».
Στρογγυλοκάθισε χωρίς να ρωτήσει στον καναπέ και πρόσθεσε ότι αγόρασε το πλαϊνό σπίτι, κι ότι, εκτός από το γάτο του, το έσκασε προ ημερών και η γυναίκα του, και γύρισε στην Αστόρια, για να ζήσει κοντά στα παιδιά, που είχε από έναν προηγούμενο γάμο της.
Δε θυμάμαι να πρόλαβα ν’ αρθρώσω λέξη σ’ εκείνη την πρώτη συνάντηση.
«Αν ανακαλύψεις πουθενά τον Φρίξο, σε καμιά γλάστρα ή σε καμιά βαθειά κατσαρόλα, γιατί είμαι σίγουρος πως βρίσκεται εδώ, ειδοποίησέ με», είπε καθώς έφευγε. «Είναι το μόνο πλάσμα που μου απόμεινε. Του αρέσει όμως κάπου κάπου να με τρομάζει γι’ αυτό κρύβεται».
«Άκου μες στην κατσαρόλα,», ξεκαρδίστηκε η Ινώ, όταν γύρισε το βράδυ και της τα διηγήθηκα. «Πρέπει να νιώθει φοβερή μοναξιά. Και ποιος δεν νιώθει; Θαρρώ πως τον έχει πάρει το μάτι μου κάνα δυο φορές. Τρελόφατσα!».
Δυο μέρες αργότερα, καθώς σκάλιζα τα φυτά μου βρήκα τα απομεινάρια ενός μαύρου γάτου στη νότια πλευρά του κήπου μου. ΄Ηταν προφανές πως είχε προηγηθεί άνιση μάχη με άγρια σκυλιά. Προτίμησα να μην αποκαλύψω στο γείτονα το μακάβριο εύρημά μου.
Αντί γι’ αυτό, όταν τον πέτυχα έξω απ’ την αυλή μου, τον προσκάλεσα να πιούμε ένα ποτό.
«Σπουδαίος ο πατέρας σου», σχολίασε, καρφώνοντας το βλέμμα του στα σκοτεινά μαύρα μάτια που τον αμφισβητούσαν μελαγχολικά μέσα απ’ την σκουριασμένη κορνίζα τους. «΄Ηρωας! Πόσο χαίρομαι που σε συνάντησα. Μικρός που είναι ο κόσμος!» φιλοσόφησε, αδειάζοντας μονορούφι και το δεύτερο ποτήρι από το ουίσκι, που είχα αφήσει μπροστά του.
«Με θέλετε εμένα;... Λέω να πάω να κοιμηθώ», έχωσε το κεφάλι της μεσ’ απ’ την μισάνοιχτη πόρτα η Ινώ και μου έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι.
Ο Μπιλ σηκώθηκε και την καληνύχτισε με μια ανεπαίσθητη, παλιομοδίτικη υπόκλιση.
Προσπάθησα να υπολογίσω την ηλικία του... Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν να είχε πολεμήσει στην Κορέα και μάλιστα με τον «ήρωα» πατέρα μου, ο οποίος λόγω αναπηρίας στο αριστερό πόδι κατάφερνε να βγαίνει πάντα βοηθητικός και να μην έχει πατήσει ποτέ σε κανένα μέτωπο. ΄Εδειχνε πολύ νεότερος, στην ηλικία μου περίπου, ίσως ελάχιστα μεγαλύτερος.
Θα μπορούσα να τον έχω ρωτήσει ευθέως πόσων ετών είναι. Επίσης να τον έχω πληροφορήσει ότι ο πατέρας μου δεν πολέμησε στην Κορέα και ότι βρήκα το γάτο του κομματιασμένο και τον έθαψα σε μια πλαγιά, κοντά στο σπίτι μου. ΄Ομως απεχθάνομαι τις εκμυστηρεύσεις, η γυναίκα μου ισχυρίζεται πως γενικά δε νοιάζομαι για τους άλλους, και πιθανόν έχει δίκιο. Το μόνο που τον ρώτησα είναι πώς του ήρθε και βάφτισε τον γάτο του Φρίξο.
«Φρίξο έλεγαν τον μοναχογιό μου που πέθανε», απάντησε, αδειάζοντας ένα τρίτο ποτήρι ουίσκι. «Έχω κάνει τρεις γάμους. ΄Αλλωστε εμείς οι Ελληνοαμερικάνοι λατρεύουμε τη μυθολογία. Την προηγούμενη γάτα μου τη φώναζα Αχιλλέα, κι ας ήταν θηλυκιά».
Άρχισα να τον γουστάρω τον τύπο. Τρελός ξετρελός, εγώ τον έκανα κέφι.
Με τον καιρό άρχισε να έρχεται κάθε απόγευμα στο σπίτι. Με την εγκαρδιότητα που μιλούσε και με τους διαχυτικούς τρόπους του έδινε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος να σου εξομολογηθεί τα πάντα, μα μόλις έφευγε συνειδητοποιούσα ότι δεν αποκάλυπτε σχεδόν τίποτε από την προσωπική του ζωή, κι αυτό με ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Σταμάτησε ν’ αναφέρει ακόμη και τον Φρίξο, που αποτελούσε το κεντρικό θέμα στις πρώτες μας συζητήσεις. Συνήθως τελειώναμε τις βραδιές μας παίζοντας σκάκι. Πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν εξαιρετικά καλός παίχτης.

«Αυτό το γαϊδούρι να μη ξαναπατήσει στο σπίτι μας» μου δήλωσε απρόσμενα ένα πρωί η Ινώ, καθώς πίναμε τον καφέ μας. ΄Εμεινα κατάπληκτος μα, παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατάφερα να της πάρω λέξη. «Αν εσύ δε βλέπεις κάτω από τη μύτη σου, δε θα είμαι εγώ που θα σου ανοίξω τα μάτια».
Τα δικά της πάντως πετούσαν φωτιές. «Είναι ένας παλιάνθρωπος, ένας ελεεινός ψεύτης, που αν του επιτρέψεις εσύ να ξανάρθει θα τον πετάξω εγώ έξω με τις κλωτσιές», και τέντωσε με μια απότομη κίνηση το πόδι της για να μου δείξει πώς ακριβώς θα τον κλωτσούσε.
Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, έξω είχε μια υπέροχη λιακάδα, και δεν αποκλείω καθόλου ο Μπιλ να την άκουσει. Στο σπίτι μας, πάντως, από εκείνη τη μέρα δεν ξαναπάτησε. Αυτό μ’ έβαλε σε σοβαρές υποψίες που ενισχύονταν από το απελπισμένο ύφος στο πρόσωπο της γυναίκας μου, που άλλοτε μαρτυρούσε οργή κι άλλοτε βαθιά θλίψη. Κάθε απόπειρα να μάθω τι είχε συμβεί έπεφτε στο κενό. Θα μου μιλήσει γα όλα μόνη της αργότερα, όταν συνέλθει, όπως γίνεται πάντα όταν περνάμε κάποια κρίση, συλλογιζόμουνα.
΄Υστερα από δύο βδομάδες, καθώς επέστρεφα από κάποιες δουλειές, είδα έξω από το σπίτι του σταματημένο ένα φορτηγό. Ο ίδιος ανασκουμπωμένος κουβαλούσε χαρτόκουτα.
«Δε με σήκωσε η γειτονιά», είπε, καθώς συναντήθηκαν οι ματιές μας και άπλωσε δισταχτικά το χέρι για να με χαιρετήσει. «Φεύγω».
«Ξέρεις, ο πατέρας μου δεν πολέμησε ποτέ στην Κορέα», ήταν το μόνο που βρήκα να του πω, αγνοώντας την απλωμένη παλάμη του.
Ξέσπασε σε απροσδόκητα γέλια. «Ούτε κι εγώ», απάντησε. «Όταν όμως, φίλε, δεν έχεις δεσμούς και ρίζες σ’ έναν τόπο αναζητάς έναν τρόπο για να δημιουργήσεις. Μόνο που φαίνεται πως εγώ δε βρίσκω ποτέ τον σωστό»
«Και γάτο; Γάτο τουλάχιστον είχες»; επέμεινα, λες και απ’ όσα είχαν συμβεί αυτό ήταν που μου μέτραγε πάνω απ’ όλα.
Με κοίταξε αρκετή ώρα σιωπηλός, σαν να μη με είχε ακούσει.
«Αργούμε αφεντικό;» του φώναξε ο οδηγός του φορτηγού, δείχνοντας με νόημα το ρολόι του. «Μη νυχτώσουμε, περιμένουν κι άλλες δουλειές».
Χαμογέλασε μελαγχολικά πριν μου γυρίσει την πλάτη. Kαθώς το φορτηγό ξεκίναγε, αυτός κατέβασε το τζάμι του συνοδηγού, έβγαλε έξω το κεφάλι του και χαμηλόφωνα, ίσα για να τον ακούσω, μου είπε:
«Παράξενα πλάσματα οι γυναίκες. Κοίτα, να εξασκηθείς λίγο στο σκάκι. Αν ήθελα, θα μπορούσα πολλές φορές να σου έχω φάει τη βασίλισσα...».

Η Ζέτα Κουντούρη (Αθήνα 1947) είναι μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Το τελευταίο της βιβλίο, «Ρωγμές στη σιωπή», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: