ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
GEORGES SIMENON, Η φυγή του κυρίου
Μοντ, μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα, σελ. 190
Το 2013 συμπληρώνονται 110 χρόνια από
τη γένεση του μεγάλου Βέλγου συγγραφέα, δημιουργού του συμπαθή επιθεωρητή Μαιγκρέ,
Ζωρζ Σιμενόν. Ο ίδιος ο Σιμενόν προφανώς ήθελε να μείνει στην ιστορία της
λογοτεχνίας όχι ως «πατέρας» του επιθεωρητή, που όπως αναφέρεται στην επιγραφή
πάνω στο άγαλμα του Μαιγκρέ στην μικρή πόλη Delfzijl, στον βορρά της Ολλανδίας,
γεννήθηκε εκεί ετών 44 (γεννήθηκε όπως η θεά Αθηνά, από το κεφάλι του «πατέρα
του»!), αλλά κάτι σαν τον Ντοστογιέφσκι ή τον Τολστόι. Δεν είναι καθόλου
περίεργο, που αναφέρω τους Ρώσους κλασσικούς και λησμονώ τον Ουγκώ και τον
Μπαλζάκ: στη ρωσική λογοτεχνία, πριν ακόμα γνωρίσει τη γαλλική, τον νεαρό Ζωρζ
Σιμενόν τον μύησαν οι Ρώσοι φοιτητές που νοίκιαζαν δωμάτια στο σπίτι της μάνας
του στη Λιέγη. Δεν ήταν το τυχερό του Σιμενόν να αγγίξει τα ύψη τους, όμως η
δόξα και τα τιράζ των βιβλίων του δεν υστερούσαν σε τίποτα. Έτερον εκάτερον. Υπάρχει
πάντως μια ουσιώδης διαφορά: ο Σιμενόν πέθανε πάμπλουτος...
Στα τέλη του 1972, ο 70χρονος πλέον
Ζωρζ Σιμενόν πήρε την απόφαση να σταματήσει να γράφει, χωρίς να ολοκληρώσει το
μυθιστόρημά του Όσκαρ. Ο συγγραφέας
εξήγησε στον κόσμο που τον λάτρευε, ότι κουράστηκε και θέλει να ζήσει τη ζωή
του, και όχι τη ζωή των ηρώων του. «Πανηγύριζα. Απελευθερώθηκα», έγραψε
αργότερα, αντικαθιστώντας τη γραφομηχανή με το κασετόφωνο.
Τη μικρή νουβέλα Η φυγή του κυρίου Μοντ ο Σιμενόν την έγραψε το 1944, στο τελείωμα
του πολέμου, στη μέση της δημιουργικής του ζωής, που ξεκίνησε το 1924 και
τελείωσε τυπικά το 1972. Και όμως το περίεργο είναι, ότι στις 190 σελίδες του «μικρού
μήκους» βιβλίου ο συγγραφέας προέβλεψε όλη δική του ζωή, σκανάρισε τον εαυτό
του. Δεν υπάρχει τίποτα το «νουάρ» στη νουβέλα αυτή, τίποτα το αινιγματικό,
μόνο που εδώ συμβαίνει, ό,τι συνέβη και στον Μπέντζαμιν Μπάτον, το ρολόι της
ζωής του οποίου πήγαινε προς τα πίσω.
Παρίσι. Προφανώς προπολεμικά. Από την
έπαυλή του σε μια ακριβή συνοικία εξαφανίζεται ο κύριος Μοντ, ένας επιτυχημένος
επιχειρηματίας και οικογενειάρχης. Την ημέρα της εξαφάνισής του δεν είχε
οικονομικές ούτε προσωπικές σκοτούρες, ήταν μια συνηθισμένη μέρα, μια από τις
365 του χρόνου. Υπήρχε μόνο μια μικρή λεπτομέρεια – ήταν η μέρα των γενεθλίων
του.
Το βιβλίο ανοίγει μαζί με την πόρτα του
αστυνομικού τμήματος, όπου καταφτάνει η κυρία Μοντ για να δηλώσει την
εξαφάνιση. Απαιτεί συνάντηση με τον επιθεωρητή που, όπως και ο Μαιγκρέ, καπνίζει
την κοντή πίπα, και του εξιστορεί το συμβάν. Ο επιθεωρητής –ίσως και να ήταν ο
Μαιγκρέ, δεν θα το μάθουμε ποτέ– εμφανίζεται μόνο στην πρώτη πράξη του έργου,
και δεν τον ξαναβλέπουμε πάλι. Γιατί όλο το δράμα ξετυλίγεται στις ψυχές των
ηρώων και όχι στον τόπο του εγκλήματος. Την έρευνα πρέπει να κάνει ο αναγνώστης
και όχι ο ντετέκτιβ.
Τί σκεφτόταν ο Σιμενόν, όταν
δημιουργούσε τον κύριο Μοντ; Ίσως το δικό του οικογενειακό δράμα; Τα δικά του
«τέρατα», που τον καταδίωκαν όλη του τη ζωή; Τις διαχρονικές οικογενειακές
μικρές τραγωδίες; Τα μικρά καθημερινά εγκλήματα; Ο κύριος Μοντ, φορτωμένος με
τις ευθύνες και τις έννοιες, εξαφανίζεται για να σκεφτεί, να βρει τον
πραγματικό εαυτό του, επιλέγοντας τον ευλογημένο νότο της Γαλλίας, όπως σήμερα
οι αρχηγοί των οικογενειών απομονώνονται στον Άγιον Όρος «για να σκεφτούν» και
κάποιοι δεν επιστρέφουν ποτέ. Κάπως έτσι δεν έφυγε από τη λογοτεχνία και ο
ίδιος ο Σιμενόν, όταν, όπως και ο κύριος Μοντ, κουράστηκε να ζει «τις ζωές των
άλλων»;
Ήδη το 1944 ο Σιμενόν είχε κουραστεί
αρκετά. Πνιγόταν κάτω από το βάρος του τιτάνειου έργου που φόρτωσε στις πλάτες
του, στο στενό «κελί» των αυστηρών ωραρίων εργασίας που υπέβαλε στον εαυτό του.
Η μέρα του ήταν σκληρά δομημένη: τρεις μέρες για ένα μικρό ερωτικό μυθιστόρημα,
4-6 μέρες για μυθιστόρημα περιπέτειας, από τις 16.00 έως τις 19.00 γράψιμο των
διηγημάτων. Ούτε διακοπές, ούτε γιορτές, ούτε αργίες.
Κεντρικό θέμα των περισσοτέρων βιβλίων του Σιμενόν είναι η μοναξιά. Και ο
Μοντ, παρόλο που την αναζητά απελπισμένα, γίνεται πολέμιός της, τιμωρός της. Είναι
ένας ιππότης, ένας απόστολος, στο σώμα ενός παχύσαρκου, φαλακρού μεσήλικα άνδρα,
που γλιτώνει τους άλλους από τη μοναξιά, και μέσα απ’ αυτό λυτρώνεται κι ο
ίδιος. Σώζει από την αυτοκτονία και τη μοναξιά μια ελαφριά, μια κονσοματρίς, τη
Ζιλί, σώζει από το βούρκο και την μοναξιά την πρώην γυναίκα του, την Τερέζ,
καταδικασμένη από όλο τον κόσμο, καταδιωκόμενη από τους δαίμονές της και από το
πεπρωμένο. (Η τρίτη και η τελευταία γυναίκα του κυρίου Σιμενόν, ο οποίος στη
δύση της ζωής του εγκαταστάθηκε σε ένα λιτό σπίτι στη Λωζάννη, λεγόταν Τερέζ.
Σύμπτωση; Πιθανόν, αλλά πάρα πολλές, μα πάρα πολλές συμπτώσεις!)
Πριν από τη φυγή, η μοναξιά -στην οικογένεια, στην εργασία, στο κοινωνικό
του περιβάλλον– ήταν για τον κύριο Μοντ αφόρητη: δεν είναι τυχαίο ότι τράπηκε
σε φυγή την ημέρα των γενεθλίων του, τα οποία δεν θυμόταν κανείς, ούτε η δεύτερη
γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, αλλά ούτε ο παλιός και πιστός του υπάλληλος. Ο
κύριος Μοντ αναζητούσε την ευεργετική μοναξιά, γιατί η μοναξιά μπορεί να έχει
πολλές αποχρώσεις, αλλά τη δοκιμασία της λίγοι την αντέχουν. Η μοναξιά και η
φυγή. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όποιος αντέξει και τις δύο, θα μπορέσει
ν’ ανέβει στο επόμενο σκαλί.
Ο «φευγάτος» κύριος Μοντ αποποιείται ακόμα και το όνομά του και συστήνεται
στην καινούργια του γνωστή, τη Ζιλί, με το τυχαίο όνομα Ντεζιρέ, που διάβασε
εκείνη τι στιγμή στην επιγραφή απέναντι από το εστιατόριο, όπου έτρωγαν. Πόσο
τυχαίο ήταν το όνομα; Ο πατέρας του Σιμενόν, που πέθανε στα 44 του από την
«ασθένεια της καρδιάς», λεγόταν Ντεζιρέ. Πολύ αστείο: «desire» σημαίνει στα γαλλικά «επιθυμητός». Μόνο τέτοιος δεν ήταν στη ζωή ο
πατέρας του, ούτε ο μυθιστορηματικός κύριος Μοντ. Ο ίδιος ο Σιμενόν υπέφερε από
την αδιαφορία της μητέρας του. Στο βιβλίο του κανένας ήρωας δεν είναι
επιθυμητός και ο καθένας ζει το δικό του δράμα.
Στην οικογένεια του ίδιου Σιμενόν τίποτα δεν πήγαινε καλά: η μητέρα του
καταδυνάστευε τον πατέρα του, έναν ήσυχο λογιστή, και δεν επιθυμούσε στη ζωή
της παρά μόνο το χρήμα. (Πόσο «αινιγματικό» μετά από αυτό φαίνεται το βιβλίο
του Σιμενόν;)
Μια ζωή ο
Σιμενόν ετοίμαζε τον εαυτό του για ένα «μεγάλο βιβλίο» που θα έγραφε κάποτε, και
στη αναμονή αυτού του γεγονότος κέρδιζε χρήματα, πολλά χρήματα, για να
εξασφαλίσει το βίο του για την περίοδο που χρειαζόταν για το αριστούργημα. Το
αριστούργημα που τόσο λαχταρούσε δεν ήρθε ποτέ. Για το «κάτι άλλο», για κάτι
που δεν γνώριζε, αλλά για το οποίο, όπως κάθε άνθρωπος, οπωσδήποτε προοριζόταν,
ετοίμαζε τον εαυτό του και ο κύριος Μοντ. Μόνο που εκείνος συνειδητοποίησε πολύ
πιο γρήγορα -σε διάστημα μερικών μηνών– ότι αυτό το «κάτι» συμβαίνει τώρα, ότι
ζει αυτό που έπρεπε να ζήσει. Του Σιμενόν η κατάκτηση αυτής της αλήθειας του πήρε
χρόνια. Μέσα στα χρόνια αυτά ο συγγραφέας δέχθηκε ένα ισχυρότατο χτύπημα της
μοίρας – την αυτοκτονία της κόρης του Μαρί-Τζω.
Ο Σιμενόν, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος, έγραψε στη Φυγή του κυρίου Μοντ τη δική του μοίρα. Η πρώτη γυναίκα του κυρίου
Μοντ, η Τερέζ, η όμορφη παιδούλα την οποία παντρεύτηκε και έκανε μαζί της δύο
παιδιά, διάβαζε πορνοπεριοδικά, απατούσε τον Μοντ και στο τέλος εθίστηκε στη
μορφίνη. Ο ίδιος ο Σιμενόν, σε αντίθεση με τον Μοντ, ποτέ δεν ήταν υπόδειγμα
συζύγου: μόλις η πρώτη του γυναίκα, η Τιζί, έμαθε για τις απιστίες του, τον
χώρισε, και η δεύτερη γυναίκα του, η καναδέζα Ντενίζ, με την οποία μέχρι και
«μπουρδελότσαρκες» είχαν κάνει μαζί, εθίστηκε στο αλκοόλ και έγινε πραγματικός
τύραννος. Ιδίως - των παιδιών τους και ιδιαίτερα - της κόρης, Μαρί-Τζω.
Η ψυχίατροι, που παρακολουθούσαν την έφηβη πια Μαρί-Τζω, έκαναν μια σχεδόν
μεταφυσική διάγνωση: η κοπέλα, κατά την επιστημονική τους γνώμη, «έχασε τον εαυτό
της». Στα 25 της η Μαρί-Τζω αυτοπυροβολήθηκε και, σύμφωνα με την τελευταία της
επιθυμία, η τέφρα της σκορπίστηκε στον κήπο του πατέρα της, στη Λωζάννη. Στο
σημείωμά της η αυτόχειρας έγραψε: «Φεύγω στις μύτες των ποδιών, για να μην
ενοχλήσω κανέναν».
Μα τον εαυτό του έψαχνε και ο κύριος Μοντ, όταν έφυγε! Μα «στις μύτες των
ποδιών του» έφυγε κι εκείνος, που πάντα πίστευε πως ήταν μοναδικά υπεύθυνος για
όλα τα κακά του κόσμου...
Ο Σιμενόν κατάφερε να βοηθήσει έναν άγνωστο, έναν φανταστικό ήρωα να βρει
τον εαυτό του, και με την κόρη του απέτυχε παταγωδώς, επαναλαμβάνοντας τα λάθη
από οποία προσπαθούσε να γλιτώσει τους ήρωές του, να τους αναγκάσει να
ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Αλλά, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο Η φυγή του κυρίου Μοντ, «όλα όσα είχε
πει ήταν αλήθεια, αλλά συμβαίνει και η αλήθεια να είναι το μεγαλύτερο ψέμα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου