17/11/12

Το έρμα. Τότε και τώρα

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Το έρμα μας είναι ό,τι βαραίνει στη συνείδηση, ό,τι της προσδίδει ουσία και υλικό. Δίχως αυτό δεν έχουμε επίγνωση του τι λέμε και τι κάνουμε, είμαστε έρμαια καταστάσεων στις οποίες αφηνόμαστε ηδονικά, μια και τούτες κεντρίζουν τα αισθητήρια όργανα, προσφέροντας ικανοποίηση και αφήνοντάς μας συνάμα ανικανοποίητους στο διηνεκές. Το έρμα μας σε μιαν άλλη προοπτική είναι ό,τι πρόθυμα πετάξαμε άρον-άρον στη θάλασσα, ξαλαφρώνοντας, κι έτσι ταξιδεύουμε δίχως ρότα, χωρίς βάρος στη συνείδηση, κατά που φυσάει ο άνεμος των μεταμοντέρνων καιρών.
Το έρμα μας είναι ο πρώτος πλους της νεότητας μέσα στον κόσμο. Η εμπειρία που μαζέψαμε παρακούγοντας τις ώριμες συμβουλές των μεγάλων, καθώς επαναλάμβαναν μονότονα το μάθημα της προσαρμογής και της σωφροσύνης: «Θα μεγαλώσεις και συ και θα δεις πως έχω δίκιο». Και πράγματι· καθώς μεγαλώναμε κι απομακρυνόμασταν από τις εμπειρίες της νιότης γινόμασταν όλο και πιο πειθήνιοι, πιο προσγειωμένοι, αφού αναγνωρίζαμε πως η επιβίωση δεν απαιτεί συνείδηση μα φυσική προσαρμογή. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη φύση και τους νόμους της», είναι το μάθημα της ψευδο-επιστήμης στην κοινωνική-ιδεολογική της εκδοχή, κι αυτό απηχεί την προαιώνια διδασκαλία της υποταγής που ερχόταν στ’ αυτιά μας απ’ το στόμα των μεγάλων: «Συ θ’ αλλάξεις τον κόσμο; Δεν βλέπεις τι παθαίνουν όσοι δεν ακούνε τις συμβουλές των μεγάλων;»

Κάπως έτσι έρχονται ακόμη στ’ αυτιά μου οι συμβουλές των ώριμων λίγο πριν, λίγο μετά τον Νοέμβρη του ‘73. Όταν με τον συμμαθητή μου Διομήδη Κομνηνό, αφήσαμε με την καρδιά μας μπιλιάρδα και σκιρτήματα του νου για να βρεθούμε στο Πολυτεχνείο.
Τριάντα τόσα χρόνια μετά, αναλογίζομαι «ώριμα» κείνα τα χρόνια. Σκέφτομαι χαρές και λύπες, ματαιώσεις, αυταπάτες, αμφιταλαντεύσεις κι άλλα πολλά που ακολούθησαν. Ό,τι δεν πρόλαβε να χαρεί ο συμμαθητής μου, ό,τι δεν πρόλαβε να κάμει. Κι αναρωτιέμαι: Άξιζε τον κόπο; Με τι μέτρο ωστόσο μπορεί ν’ απαντήσει κανείς σ’ ένα τέτοιο ερώτημα; Με το μέτρο της ιστορίας μήπως; Μα τότε, για μια ακόμη φορά μπροστά σ’ αυτόν τον τελικό κριτή θ’ αποδειχτεί πως κάναμε λάθος. Θ’ αποδειχτεί πως ο στρωτός κυνικός λόγος των ώριμων είχε το δίκιο με το μέρος του, μια και η επιτυχία είναι ο τελικός κριτής. Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε για μια ακόμη φορά επανερχόμαστε στο ίδιο, προτάσσουμε κάποια υπερβατική ανεξέλεγκτη δύναμη, μέσα στην οποία γινόμαστε άβουλα πιόνια, ασήμαντα αναλώσιμα υποπροϊόντα, που στερούνται την αξιοπρέπειά τους, την ανεξαρτησία τους από τα πράγματα και τη ροή τους. Μ’ άλλα λόγια, πραγμοποιούμαστε, γινόμαστε τ’ αντικείμενα μιας ανθρωποποίητης φύσης, μιας δεύτερης φύσης που κυριαρχεί τώρα πάνω μας στη θέση της πρώτης. Εδώ δεν πρόκειται για αυτοπραγμάτωση, για κυριαρχία πάνω στη σχέση μας με τα πράγματα, αλλά για κυριαρχία των πραγμάτων πάνω μας. Πρόκειται για στέρηση του πολιτικού στοιχείου από τη ζωή, απ’ ό,τι δηλαδή μας δίνει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία μας από το βουβό φυσικό γίγνεσθαι. Έστω κι αν αντιστρέψουμε αυτήν την πρόταση, αν ισχυριστούμε δηλαδή ότι κυριαρχούμε πάνω στα πράγματα, δεν ξεφεύγουμε από την περιπλοκή. Γιατί ο κυρίαρχος που βρίσκει αναγνώριση όχι μεταξύ ομοίων αλλά από το πλήθος των πραγμάτων που κατεξουσιάζει, δεν βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την άποψη της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας του απ’ αυτά.
Υπ’ αυτήν την έννοια, μέτρο της επιτυχίας δεν είναι η προσαρμογή στην τελική φορά των ανθρώπινων πραγμάτων όσων διαδικασιών μπορεί να θέσει σε κίνηση ο άνθρωπος, που από κει κι ύστερα γίνονται ανεξέλεγκτες δυνάμεις, αλλά η αυτονομία από δαύτη. Επιτυχία σ’ αυτήν την περίπτωση είναι μια έκφραση της βούλησης που μπορεί κι αντιστέκεται, που δεν την απασχολεί το να περισώσει τη σκέτη ύπαρξη. Καρδιά που έτσι δείχνει χαρακτήρα. Φαίνεται περίεργο ν’ απευθύνεις έναν τέτοιο έπαινο σε μια νεαρή ύπαρξη, μα νομίζω πως είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να πεις για κείνες τις μέρες. Αυτό εξ άλλου ήταν που χαρακτήρισε την εποχή.
Πολλές φορές τέτοιες μέρες το σκέφθηκα και δεν το κοινώνησα, μα είχα πάντα την αίσθηση μιας τύχης που δεν έλαχε στον συμμαθητή μου, μιας ευκαιρίας που μου δόθηκε κι έπρεπε να τη σεβαστώ. Ο σεβασμός σ’ αυτήν την τύχη, στο τυχαίο γεγονός της ύπαρξης, είναι το δικό μου έρμα, ό,τι καθορίζει τον εσωτερικό διάλογο, πρόκριμα για τη λήψη απόφασης στη ζωή. Κι έτσι δεν μπορώ παρά να πω: Καλύτερα με τον Διομήδη και να κάνω λάθος, παρά με τους ώριμους και να χω δίκιο.

Το κείμενο, σε μια πρώτη μορφή του, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό σημειώσεις, τ. 52, Δεκέμβριος 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: