6/10/12

Ποίηση σωματική

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ

[Αναφορά στις ποιητικές συλλογές της Ηρώς Νικοπούλου: Ανέμου, Πλανόδιον, 1999 και Μη με ψάχνετε εδώ, Πλανόδιον, 2009]

Πέννυ Μονογιού- Χωρίς τίτλο
Δίνω πρόφαση στις εποχές
με φοράνε τα καλοκαίρια
ιδρωμένα κατάσαρκα.
Θάλασσες με συντροφεύουν
παραμορφώνουν το μικρό μου ανάστημα.

Με ένα σώμα δανεισμένο απ’ τους καιρούς
Προσέρχομαι.
Με ένα σώμα δανεισμένο απ’ τους καιρούς προσέρχεται στην τέχνη της ζωής και στην καλλιτεχνία η Ηρώ Νικοπούλου. Ζωγράφος, πεζογράφος και ποιήτρια ασκείται στην τέχνη του χρωστήρα και της γραφίδας έχοντας ανάμεσα στις βασικές θεματικές σταθερές και το σώμα, ως υλική υπόσταση, ως σαρκίο, ως ερωτικό υποκείμενο, ως διάδρομο συναντήσεως με το άλλο σώμα, ως κιβωτό μνήμης, ως φορέα ζωής, ως ακαταπαύστως διεκδικούμενο υποκείμενο της φθοράς και του θανάτου, ως όντως σώμα.
Όταν η Ηρώ Νικοπούλου επιχειρεί να εκφραστεί με τον ποιητικό λόγο γίνεται ένα καλάμι, ένα σουραύλι φυσικό, που ερμηνεύεται περνώντας μέσα του η ζωή ως αρχαίος άνεμος. Κάνει επίκληση στο ποίημα να ενσαρκωθεί, να φανερωθεί μ’ ένα κορμί δεντράκι. Αλλά για να φανερωθεί το ποίημα, για να κατορθωθεί η μετάπλαση του πόνου της ζωής σε στίχο λύτρωσης, είναι απαραίτητο να νοιώθει το καρφί της ανθρώπινης περατότητας βαθειά μέσα στην ψυχική του σάρκα ο δημιουργός.

Το σώμα, ως ύλη και πνοή, ως πηλός αρχέγονος, πλάθεται και μεταπλάθεται αλλάζοντας σχήματα. Ακουμπά σε άλλα σώματα, μοιράζεται, φθείρεται και στο βάθος //(…) /φέγγει βουβή η ύλη του, / όχημα τρυφερό και μάταιο / όλο υπομονή κι υπόσχεση, / σχεδόν γεμάτο αγάπη.
Τα σώματα ανταγωνίζονται, διεκδικούνται ερωτικά, μα γίνονται κάποτε απάτητες κορυφές. Και για να ζήσουμε χρειαζόμαστε σώμα, και για να μπούμε στην παραμυθία της φαντασίας και στην ουτοπία του ονείρου σώμα χρειαζόμαστε. Ένα σώμα δανεισμένο απ’ τους καιρούς, που θα επιστρέψει «εις γην εξ’ ης ελήφθη». Γιατί το κυρίαρχο αν της ζωής μας είναι το αν της αν-υπαρξίας. Ο χρόνος αν μ’ έντυνε / αντί να με γδύνει, γράφει η Ηρώ Νικοπούλου. Ο Χρόνος, αυτός ο μέγας αμπιγιέρ της εξαπάτησης, που μας απογυμνώνει, αφαιρώντας ένα ένα τα ρούχα της ύπαρξης, ώσπου να ρίξει στον αποθέτη της ανυπαρξίας, άδειο σακί, το τομάρι μας. Τα σώματα εξατμίζονται ως υδρατμοί χρόνου κι ο άνθρωπος, μάταια, ζητάει χώρο στο σώμα του θανάτου για να υπάρξει. Γράφει η ποιήτρια:
Κάθε μέρα σπρώχνω /τον θάνατο λίγο πιο πέρα. /Τον σπρώχνω ευγενικά με τρόπο /κι άλλοτε κάπως /να μοιάζει σα χορευτική φιγούρα. /Τρυφερά αγκαλιάζοντας τον παρτενέρ /ζητώντας χώρο /στο σώμα του να υπάρξω, /είδωλο σε αστραφτερά πλακάκια. //Κάθε μέρα, /λίγο πιο κει, παρακαλώ, /για ν’ ανασάνω /Κι όλο στενεύει ο χρόνος.
Κι όταν η επικοινωνία δυσκολεύει, ένας τρόπος επιβίωσης είναι ν’ ακουμπάει κανείς προσεκτικά το σώμα του στο στίχο, αλλ’ αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με παιδική αθωότητα, με καθαρή ψυχή και ξεκάθαρη πρόθεση λύτρωσης.
Το σώμα αναζητά το άλλο σώμα. Είναι συμπληρωματικό του άλλου σώματος. Εκεί πραγματώνεται η ύπαρξη. Στη συνύπαρξη. Μόνο του κατατρύχεται από διερωτήσεις ψυχικής αναπηρίας, από άλγος εγκατάλειψης και απόρριψης, από σκοτάδι μοναξιάς.
Όταν κοιμάσαι μόνη /γυρίζεις πάντα /προς /την πλευρά /που το άλλο σώμα /λείπει
Αγγίζονται τα σώματα μες στον συνωστισμό της γκρίζας καθημερινότητας κι αφήνουν ίχνη της παρουσίας τους, αποτυπώσεις πρόσκλησης για επαφή, οδόσημα που δείχνουν δρόμους της συνάντησης, ίχνη αλληλεγγύης και ίχνη – σημάδια αναζήτησης του ποθούμενου άλλου.
Ίσως και να ‘χαμε κάποτε συναντηθεί /στο ίδιο τρόλεϋ τυχαίοι συνεπιβάτες /φτιάχνοντας όνειρα /τις ώρες της αιχμής. // Τα σώματά μας μπορεί και να ‘χαν ακουμπήσει /στις ίδιες θέσεις αργά τα’ απομεσήμερο, /καθώς τα μάτια σταματούσαν στις επιγραφές /κι ύστερα πάλι κοίταζαν τριγύρω /μάτια παιδιού που μόλις ξύπνησε. // Πήρα το πρώτο χάδι σου /από μια χειρολαβή, /που αμέσως άρπαξα /για να μην πέσω. //Το τελευταίο σου φιλί / σ’ ένα τζάμι αφημένο.
Και κάθε φορά που ενώνονται ερωτικά τα σώματα επισυμβαίνει κι από μια ακύρωση θανάτου, αναζωπυρώνεται και από μία σπίθα αίσθησης αθανασίας. Κι αν σβήνει, λίγο το κακό, αφού θα ξανανάψει πάλι, μόλις φουντώσει ο πόθος μέσ’ στα σώματα και ξαναγίνουν ένα.
Κάθε που σε παίρνω μέσα μου / ρίγος θανάτου με τυλίγει /κι όλο σε παίρνω και σε παίρνω /μήπως τελειώσει το μαρτύριο, /μήπως τελειώσει ο θάνατος. //Ο έρωτάς σου με φυσά καταπρόσωπο /κι εγώ /μόνο τα μάτια σου βλέπω /φώτα που πάνω μου κυματίζουν.
Μα πάντα ενεδρεύει ο κίνδυνος να γίνουν νεκροθάλαμοι της επιθυμίας τα δώματα που μέσα τους κατοίκησε η ζωή, τα σώματα που μέσα τους βλάστησε κι άνθισε ο έρωτας. Γιατί, μετά την ερωτική πράξη, πολλές φορές, η απογοήτευση παίρνει τη θέση της προσδοκίας, μέσα από τη διάψευση. Είναι εκείνο που τόσο καίρια, παρ’ ότι απόλυτα, διατύπωσε, παλιότερα, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, γράφοντας ότι «κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της, ξυπνάει χήρα του άντρα που ονειρεύτηκε». Και να πώς το επαναδιατυπώνει η Ηρώ Νικοπούλου:
Τη θλιβερή στιγμή που μονάχη /ξαναβάζεις το καλσόν /στον παρτενέρ γυρίζοντας την πλάτη /κι έναν έρωτα θυμάσαι /που ήτανε ν’ ανθίσει /λοξή ρίχνεις ματιά /στα βάθη του καθρέφτη //Δίγνωμη η οργή σου /για του παιχνιδιού τον ηττημένο /ή τον νικητή /τα δυο φευγάτα είδωλα /δεν πρόφτασε να δει
Πολλάκις το σώμα κατακρημνίζεται στο εντός του κενό, συμπαρασύροντας ελπίδες, προσδοκίες, σχέδια. Αλλά και ως μήτρα του κενού το σώμα παρέχει την ελπίδα μιας άλλης κυοφορίας, μιας άλλης άνθισης. Γιατί το σώμα είναι ξενοδόχος της μνήμης και κηδευτής της έμπνευσης. Και, εν προκειμένω, η ποίηση της Ηρώς Νικοπούλου κατορθώνεται γιατί, σε μεγάλο βαθμό, είναι ποίηση σωματική, βιωματική, με αυτονομημένο, μαστορικά, το βίωμα, ώστε να μεταπλάθεται η αφήγησή του σε έργο τέχνης.

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Εμβόλιμον

Δεν υπάρχουν σχόλια: