20/10/12

Αισθητική και Δημοκρατία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΝΤΖΗ

LUC FERRY, Homo Aestheticus: H επινόηση της καλαισθησίας στη δημοκρατική εποχή, μτφρ. Χαρά Μπακονικόλα, Φώτης Σιατίτσας, εκδόσεις Ευρυδίκη, σελ. 480


Ποια είναι η οντολογία του ωραίου στους αρχαίους χρόνους, στους νεότερους και σε ποιο πλαίσιο συζητείται στην σύγχρονη εποχή; Tι προσέφερε η αντιπαράθεση για το γούστο στην ιστορία της υποκειμενικότητας κι εξακολουθητικά στη σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνία; Συντίθεται η ιστορία των ιδεών από μια γραμμική, γεγονοτική, ψυχολογική πορεία, μήπως ανιχνεύεται στα άλματα της επιστημο-τεχνολογικής προόδου ή αποτελεί μια γλωσσική αναδιατύπωση των ίδιων ανθρώπινων αιτημάτων; Πως σχετίζονται οι μη-ευκλείδιες γεωμετρίες, όπως λόγου χάρη των Lobatchevski και Reimann, με τα πειράματα των πρωτοποριακών ρευμάτων του Μοντερνισμού; Αποτελείται το μεταμοντέρνο από διακριτά νήματα ή απλώς επήλθε ως πολιτισμική σούπα στον χωροχρόνο;

O Luc Ferry, γάλλος πολιτικός φιλόσοφος, ανήκει σε εκείνη τη γενιά στοχαστών μετά το ’68 που άσκησαν κριτική στον μετα-στρουκτουραλισμό, υπηρέτησε ως υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση Raffarin (2002-2004), γνωστός για την απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, υποστηρικτής ενός «μη μεταφυσικού ανθρωπισμού», συγγράφει εδώ μία ιδιότυπη σειρά στιγμών της ιστορίας των νεωτερικών ιδεών. Επιχειρεί να αφηγηθεί την περιπέτεια της αυτονόμησης του υποκειμένου σε αλληλεπίδραση με την στάση του απέναντι στο ωραίο, την εμφάνιση του γούστου και την μεταμορφωτική διείσδυση του αισθητικού στην σφαίρα του πολιτικού.
Το έργο του Ferry, Homo Aestheticus, –αξιόπιστο μεταφραστικό εγχείρημα πολλαπλών κειμενικών επαληθεύσεων και διασταυρώσεων– δεν αποτελεί μια συνήθη ιστορία της Αισθητικής. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας, «εντός του δεν θα βρει κανείς τις συνήθεις απόψεις σχετικά με τον Shaftesbury και τον Burke, τους Goethe, Lessing, Solger, τον γερμανικό ρομαντισμό, την αισθητική των Benjamin και Adorno», αφού στόχος υπήρξε μόνο η σκιαγράφηση των μη-αναγώγιμων στιγμών μιας ιστορίας της υποκειμενικότητας, καθότι, όπως υπογραμμίζει, «η σύγχρονη σκέψη στοιχειώνεται από ένα φάντασμα: το φάντασμα του υποκειμένου». Ο Ferry αναζητάει στις αισθητικές διαδρομές των τεσσάρων τελευταίων αιώνων όχι μόνο την εμφάνιση του υποκειμένου αλλά την περαιτέρω επίτασή του, έως την θραυσματοποίησή του και την ανάδυση του δημοκρατικού ατομικισμού.
Το έργο του χωρίζεται σε πέντε στιγμές της ιστορίας της υποκειμενικότητας: τη στιγμή της διαμάχης μεταξύ λόγου και συναισθήματος, ή αλλιώς, μεταξύ «δογματικού κλασικισμού» και «αισθητικής του συναισθήματος», η οποία γεννάει το ζήτημα του γούστου εντός της μοναδολογικής θέασης του Leibniz»· την καντιανή στιγμή, που υπερβαίνοντας τον εμπειρισμό του γούστου αλλά και την κανονιστική θεμελίωση του ωραίου ανάγει την αισθητική σε μια κοινή στην ανθρώπινη διάνοια Ιδέα· τη χεγκελιανή στιγμή, που «επανενσωματώνει» την αισθητική υπό την σκέπη του θείου και του νοητού προαναγγέλοντας γι’ αυτό ακριβώς τον σκοπό τον θάνατο της τέχνης, επαναφέροντας την μοναδολογική διάσταση του υποκειμένου· τη συναρπαστική νιτσεϊκή στιγμή, όπου προτάσσεται ο αισθητός κόσμος ως ο μόνος ανθρώπινος κόσμος και αρχίζει η περιπέτεια της αποκαθήλωσης του θείου, η διάσπαση του υποκειμένου και το πέρασμα σε έναν δημιουργικό, αξιολογικό, ιεραρχημένο ατομικισμό, αν όχι «υπερ-ατομικισμό», και, καταληκτικά, την στιγμή της παρακμής των πρωτοποριών, την έλευση του μεταμοντέρνου, καθώς και την διάχυση στην δημοκρατική κοινωνία μιας πλουραλιστικής ατομικότητας. Το έργο πλαισιώνεται από τρία παραρτήματα: του πρώτου και του τελευταίου κεφαλαίου της Φαινομενολογίας του Johann-Heinrich Lambert, (1766), τις πρώτες παραγράφους, καθώς και ενός κεφαλαίου για την αισθητική αλήθεια, της Αισθητικής του Alexander Baumgarten (1750) –μέρη τα οποία μεταφράζονται πρώτη φορά στα ελληνικά– και τέλος ενός παραρτήματος με οπτικές παραστάσεις μη-ευκλειδείων γεωμετριών.
Όμως, ο Ferry στέκεται ιδιαιτέρως σε εκείνο το ριψοκίνδυνο πλατύσκαλο στο οποίο ανάγει ο Nietzsche την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Συνηγορεί μαζί με άλλους μετανεωτερικούς φιλοσόφους –ο Richard Rorty, ομολογημένα «μετα-νιτσεικός», είναι ένας από αυτούς–, πως η νιτσεϊκή ισχύ προς την ανάδυση των ζωτικών δυνάμεων του ανθρώπου, την εξάλειψη της Αλήθειας, τον προοπτικισμό, τον καλλιτέχνη πάνω από το έργο, ταυτόχρονα με την δυνατότητα μιας γνήσιας αυτοπραγμάτωσης συναποτέλεσαν το κληροδοτηθέν εύφορο πεδίο στο οποίο ρίζωσαν και άνθισαν όχι μόνο οι πρωτοπορίες του τέλους του 19ου αιώνα, καθώς και εκείνες των αρχών του 20ού, αλλά και η μεταμοντέρνα ετερόκλητη σκέψη και δημιουργία. Αυτή η νιτσεική ρήξη στο καρτεσιανό υποκείμενο «είναι παρόμοια με την ατονικότητα στη μουσική και την απόρριψη της ευκλείδειας προοπτικής, αν όχι με την ανάδυση (συμβολιζόμενη με την τέταρτη διάσταση) μιας νέας παράστασης του πραγματικού ως πραγματικού, το οποίο είναι επίσης θραυσμένο και χαοτικό» όπως σημειώνει ο Ferry.
Πρώτον, προϊόν αυτής της εξελικτικής πορείας δεν αποτελεί μόνο η πικρή, αλλά λυτρωτική υποχώρηση κάθε «ασφαλούς» δογματισμού, αλλά και η οξύμωρη αντιπαράθεση του αιτήματος για μια ολοένα αυξανόμενη αυτονομία εντός της δημοκρατικής κοινωνίας και της άλογης, ασύνειδης επικράτειας επιθυμιών που διαπερνούν το σύγχρονο άτομο. Δεύτερον, για τον Ferry παραμένει ιδιαιτέρως κρίσιμη εντός της μεταμοντέρνας συνθήκης η δυνατότητα, ή μη, μιας διυποκειμενικότητας. Κατά πόσο δηλαδή, η αξίωση μιας αισθητικής κρίσης –αντηχώντας την καντιανή οπτική– μπορεί να θεωρείται την ίδια ώρα προσωπικά «αυθεντική» και ταυτόχρονα οικουμενικά αποδεκτή, αποτελώντας μοντέλο εμπλουτισμού του πολιτικού. Ο Ferry υποστηρίζει, σε επιμέρους κεφάλαιο, πως αυτή είναι μια ευθύνη που πέφτει πάνω στους ώμους της Αισθητικής, όταν η τελευταία έχει με την σειρά της αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό την Ηθική. Η τελευταία –η οποία σε άλλες εποχές ίσως είχε την πρωτοκαθεδρία επιρροής επί του πολιτικού– διαιρείται ιστορικά σε τρεις εποχές: της αριστοκρατικής υπεροχής, της δημοκρατικής αρετής του ατόμου και της αυθεντικότητας. Όλες, ενεργές αν και αθεμελίωτες, ειδωμένες από το μεταμοντέρνο στασίδι, δεν μοιάζουν να αλληλοακυρώνονται αλλά αντιθέτως αναμένουν, σύμφωνα με τον Ferry, την επιλεκτική χρήση τους ως άλλη καύσιμη ύλη αισθητικού εμπλουτισμού του πολιτικού.
Αν αποτέλεσμα της νέας θέασης είναι η «απόσυρση του κόσμου», κι αν ο σύγχρονος πολιτισμός δεν χαρακτηρίζεται από τη «μηδαμινότητά» του αλλά από την απουσία σημείου αναφοράς σ’ έναν κόσμο, από τη δική του «Weltlosigkeit», o Ferry επιμένει: η επιστροφή σε μια «χαμένη Παράδοση» δεν είναι λύση, ακόμη κι αν ήταν εφικτή. To ά-τομο, αυτό το άτμητο όν, σήμερα δεν είναι μόνο αυτόνομο σύμφωνα με την νεότερη ηθικότητα αλλά κι ούτε απλώς ανεξάρτητος καταναλωτής σύμφωνα με την σύγχρονη αυθεντικότητα. Οφείλει να κατανοήσει τους ορίζοντες που η περιπέτεια του αναστοχασμού του μέσα από συνέχειες, και ίσως, κυρίως, μέσα από ρήξεις, έχει αφήσει έκθετους μπροστά του και να προχωρήσει σε μία νέα μέση οδό. Χωρίς να απαρνηθεί τον Άλλον και το καθολικό, πόσο μάλλον να αποδεχθεί τον «θάνατο του ανθρώπου», να προχωρήσει στην επανασύσταση ενός ώριμου ανθρωπισμού. Επιπροσθέτως, να πορευτεί εγχαράζοντας, σύμφωνα με το σύγχρονο αίτημα, ένα ιδιότυπο, αλλά μεταδόσιμο, αυθεντικό περιεχόμενο του εαυτού, όμως σε άμεση σύνδεση με το οικουμενικό –διαλεκτική προϋπόθεση άλλωστε του ατομικού να υπάρχει– μέσα σε μια ολοένα πιο άγνωστη πορεία. Ο Ferry, δεν διστάζει, παίρνει θέση, βλέπει το ποτήρι της (μετα)νεωτερικότητας μισο-γεμάτο: «θετικά, ως ιστορία της πολλαπλότητας της υποκειμενικότητας» και εμάς ως εκλεκτικιστές συνδαιτημόνες που στεκόμαστε προνομιούχοι μπροστά σε έναν μπουφέ φιλοσοφικού στοχασμού.

Ο Γιώργος Χαντζής είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: