ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Λέει ότι είναι κήπος, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 68
Ό,τι
είναι να γίνει
Δεν
θα γίνει.
Η
φλόγα όμως καίει
Τι γυρεύει στις μέρες μας ο Καρυωτάκης;
Πώς μπορεί και στοιχειώνει το ποιητικό και εν γένει παρόν μας; Και μάλιστα
αλλάζοντας ρούχα, λέξεις, βηματισμό, ακόμη και φύλο; Και πώς αγκαλιά με τον
Βάρναλη; Δεν κινδυνεύει να καεί;
Η
φλόγα όμως καίει
Αλλά πόσο ακόμα να καεί; Όχι, λοιπόν, δεν
κινδυνεύει. Κι ο άλλος; Ούτε ο άλλος. Τον έκαψαν δεόντως οι «φίλοι» του. Και η
ποιήτρια, πώς μπλέκει μαζί τους; Πώς και δεν τους φοβάται; Γιατί πια ξέρει.
Στη
διπλανή σκηνή
ξεβράζεται
μια άλλη ιστορία
Μήπως όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τον
Καρυωτάκη αλλά με τον «μεγάλο έρωτά του», με το αμοιβαίο απωθημένο, όπως το όρισαν
κι ακόμη το διαλαλούν, δηλαδή με μια αντιμετάθεση, εν προκειμένω με τη
νεκρανάσταση της Μαρίας Πολυδούρη;
Η
γυναίκα που βγαίνει από το θέατρο
δεν
είναι η Ελένη. Ελένη ονομάζεται.
Αλλά πού την είδαν την αντιμετάθεση; Μόνο
στη γέννα τού μοντερνισμού συνυπήρξαν, και υπάρχουν μαζί. Αγκαλιά και με τον
Βάρναλη. Δηλαδή, εκεί όπου αρνούνται να τους δουν. Επίμονα υπάρχουν, πεισματικά
το αρνούνται.
Γιατί περπατάς στην άκρη;
Γιατί ξέρεις πιο πολλά από μένα;
Γιατί δεν σέρνεσαι;
Συνυπάρχουν οι τρεις τους, αλλά δεν μιλάμε
για αναμνηστικές φωτογραφίες, σκαλοπάτια, γεωμετρίες, οικογενειακές παθογένειες
και τα παρόμοια. Άλλωστε, ο γέροντας πατέρας, έστω κι αν βρίσκεται στις
εσχατιές της Μεσογείου, σφάζει με το βαμβάκι, και είναι περίεργος, ας πούμε
ιδιόρρυθμος.
Των άλλων παρακολουθώ
την ίδια ολόιδια ζωή τους
Για να μοιάζω
Τώρα που φεύγει
Τι ακριβώς έχουμε εδώ; Μα αυτό που έχει ήδη
περιγραφεί με τρόπο απαράμιλλο: όταν η ποίηση απελπίζεται, δηλαδή γίνεται
ποίηση. Με τεχνική της τη διακειμενικότητα; Μάλλον τη δια-ποιητικότητα.
Με ψέματα μπροστά
Προηγείται ο επίλογος.
Δεν φαίνεται ούτε μολύβι στον ορίζοντα.
Η ψεύτικη έκπληξη που χρόνια
παριστάνω στα χρόνια
ασυνόδευτη
Κάποτε στη Στοά του βιβλίου, μειδιώντος του
Λάγιου, συσχέτιζα τις Μουζικούλες του
με τα Ελεγεία και σάτιρες. Υπόγειες
οι διαδρομές, όπως το είπε ο «μουσικός ποιητής», και νυν εθνικός καραγκιόζης. Επίσης,
ο Ηλίας δήλωνε τρυφερά στην ΕΣΗΕΑ: Είμαι
η Άννα. Γεννήθηκα στη Βουλγαρία... Τώρα, εδώ, η Πολυδούρη είναι ο Λάγιος.
Εύκολη
συνήθεια να γράφεις.
Δύσκολη
συνήθεια να ζεις.
Η απομυθοποιημένη τραγικότητα του
λυρισμού; Η εκπεσούσα λυρικότητα του τραγικού;
Γυρίζει
το κεφάλι οριστικά
Και
τελειώνει η μαυρόασπρη
εποχή
Αλλά τι γίνεται μετά το υπαίθριο λαϊκό
καφενείο, εκεί, πέρα απ’ τις λεύκες και τις αλέες; Τι γίνεται μετά;
Πάμε
πάλι
Προς τα πού, όμως; Γνωρίζουμε μόνο προς
τα πού δεν πάνε, αυτοί οι ποιητές. Γιατί κανένας τους δεν αναπόλησε την Αρκαδία.
Το ιδεώδες της είναι που τους ενοχλεί, ανέκαθεν και τώρα. Η κόλασή της όμως τους
έλκει, διαρκώς.
Είναι
κήπος χωρίς λουλούδια λέει
ότι
είναι κήπος.
Οι εγκάτοικοι αυτής, της μόνης
πραγματικής Αρκαδίας, δεν ενεγράφησαν στις δέλτους ως ήρωες. Μόνο φημισμένοι μισθοφόροι
υπήρξαν, σε όλους τούς στρατούς αδιακρίτως, αν και ποτέ όλοι μαζί στην ίδια
πλευρά. Για άλλων, αδιάφορα δίκια και επαίσχυντες βλέψεις, κάτω από άλλων
φλάμπουρα, με άλλων σύμβολα πολέμησαν. Ακόμα κι όταν έπαθλο της μάχης ήταν ο
ίδιος ο «παράδεισός» τους. Με αυτή, τη μόνη ουσιωδώς αριστοκρατική αδιαφορία,
πορεύτηκαν στην ιστορία. Έτσι η ποίηση.
Ήμουν
εδώ πριν από εσένα.
Θα
φύγω από εδώ πριν από εσένα.
Έτσι, όμως, μόνο αυτοί αξιώθηκαν ν’
ακούσουν από κοντά τούς ρυθμούς ξένων, περίεργων τυμπάνων, να μάθουν απίθανους στρατηγικούς
ελιγμούς, να σχηματίσουν περίπλοκα, ανήκουστα σχήματα παράταξης στη μάχη, να
μυρίσουν και να νιώσουν ιδρώτες αποπνικτικούς και αρώματα εξωτικά, να μιλήσουν
γλώσσες και κραυγές άλλων για δικές τους, ενώ έβλεπαν και τον εαυτό τους
απέναντι. Γι’ αυτό τους περιέχουν όλους. Μας περιέχουν. Γιατί με τον εαυτό τους
πάντα εχθροί. Μόνο αυτή η όντως Αρκαδία. Και ιθαγένεια. Για όλους. Και για όσους
ομηλίκους συνυπάρχουν με την Κούρση. Κι ας τυρβάζουν, τόσοι και τόσοι, σπανίως και
τούτοι, για τράγους και νύμφες και ειδύλλια. Πού τα είδαν; Βαρβατίλα και
συνήθεια. Κι ο λυρισμός ένα άθλιο άλλοθι, για όσους φαντασιώνονται «πρωτεϊκότητες»
και «αναπαρθενεύσεις».
Κανείς
δεν λέει ό,τι θέλει.
Ούτε
η ποίηση.
Προϊόντος του χρόνου, μετά την ακμή και
την ανέμελη περίοδο των επιγόνων, επήλθε η παρακμή και η κατάρρευση. Έτσι την
είπαν κάποτε∙ έτσι θα την πουν και τώρα. Έτσι είναι;
Βαρκούλες
και σπιτάκια
Από
χαρτί βρεγμένο
Η
πανοπλία μου μαλακώνει
(Ή
όχι;)
Πάμε
πάλι
Μια δεύτερη, τρίτη για
την ακρίβεια, αργόσυρτη γέννα, συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες, συνοψίζοντας
τον ενδιάμεσο νεοελληνικό χρόνο. Εκεί η ποίηση. Με ταυτότητα και ορίζοντα τη
νέα ιθαγένεια.
Υπήρξα όμορφη
Απροετοίμαστη
Αλλά πώς νέα, και πώς ιθαγένεια; Γιατί
βρίσκεται απολύτως μετά την
προηγούμενη. Και είναι μια γλώσσα ολόκληρη, δηλαδή μια ποιητική. Ποιοι την
κατέχουν; Όσοι αντιλήφθηκαν τη μετάβαση στη νέα εποχή, μετάβαση που συνοψίζει
το ιστορικό ορόσημο του 1989. Μαζί τους, ευάριθμοι παλαιότεροι και μερικοί
νεώτεροι: άλλοι την ψιθυρίζουν, άλλοι τη μιλάνε, άλλοι την αρνούνται (στην ίδια
γλώσσα). Αρκαδικές αντιφάσεις. Δηλαδή, χωρίς περισπούδαστο ύφος, χωρίς
αξιώσεις, καταξιώσεις και προσωπικά δράματα.
Ό,τι
είναι να γίνει
Δεν θα γίνει.
Κανείς δεν φταίει
Ως εκ τούτου, μην τρομάξει και μη
λυπηθεί κανείς. Και τα παρένθετα φιλολογικά που ανέφερα, κι αυτά μια αφήγηση ήταν,
ως όφειλαν. Μετά τη φιλολογία, και τη διακόσμηση, είναι η τέχνη. Ταπεινή τέχνη,
με φτενά υλικά.
Λαϊκό
ποιηματάκι που
σήκωσε
κεφάλι
Ήταν
Όλοι προσπαθούν να γράψουν ένα βιβλίο.
Ελάχιστοι το καταφέρνουν. Η Μαρία Κούρση, μετά από εννέα βιβλία, έγραψε το δικό
της. Μια μακρά ποιητική αφήγηση. Που δεν χρειάζεται να πιστέψει, όπως λεν, στον
εαυτό της.
Υπήρξα
όμορφη
Απροετοίμαστη
Μετά το τέλος της ομορφιάς (Χάρης
Βλαβιανός), είναι η σύγχρονη ποίηση. Συγχρονική με τον καιρό της. Τον δικό της
καιρό.
Πάμε
πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου