ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ
Τ.
Σ. ΈΛΙΟΤ, Τέσσερα κουαρτέτα, μετάφραση
Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 171
Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του T.S.Eliot, συνθέτονται μέσα «στη καρδιά του φωτός», ενός εκτυφλωτικού και απόκοσμου όμως φωτός
που θα μπορούσαμε και να πούμε ότι εγείρονται μέσα στη καρδιά του σκότους. Εκεί
που αναδύεται και η σιωπή της γλώσσας, η καταγωγική και μοναδική επιστροφή της.
Μια επιστροφή που εγγράφεται σ’ αυτό το ποίημα, ως το Τέλος του ανθρώπου, η
ακρώρεια ενός απομακρυσμένου και εσωτερικευμένου σημείου που ακινητεί μέσα στον
ίλιγγο της εκστατικής του απορίας. Οι ποιητικές εικόνες, αυτός ο κήπος με τα τριαντάφυλλα,
που γίνονται εδώ –πού αλλού;- το α-δύνατο πεδίο της εμπειρίας, ο τόπος της
συγκίνησης και ο αποκαλυπτικός της ορίζοντας.
Η
πρόκληση των Κουαρτέτων αναδεικνύεται έτσι σε μια αδιανόητη πρόκληση. Το
υποκείμενο της σκέψης καλείται να αναστοχαστεί το σημείο της οριακής του
κατακρήμνισης, να εξέλθει στο φως, στον τόπο της «ενασχόλησης του αγίου», και να μείνει καθηλωμένο στην ακινησία
αυτής της έκ-στάσης. Το Είναι σ’ αυτό «το
σκοτάδι του θεού», αποθέτει τις ισχνές εμπειρίες του, στην παθητικότητα της
ενατένισης, στο απέλπιδο σημείο μιας εναγώνιας αναμονής. «Είπα στη ψυχή μου, μείνε ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα». Αυτό
το ακίνητο, που γίνεται και ο καταγωγικός πυρήνας των κουαρτέτων, το
συναισθηματικό τους εδραίωμα. Οι λέξεις έτσι του ποιήματος, λέξεις-αγγέλματα,
δεν περιγράφουν τίποτε, δεν αναπαριστούν, δεν συμβολίζουν, αλλά αναγγέλλουν, το
τέλος όλων αυτών. Αναμονή, που εγκαλεί τον κόσμο στο αλαβάστρινο κενό των
σημαινόντων του. «Εδώ η ανέφικτη ένωση/
των σφαιρών της ύπαρξης είναι πραγματική». Μια συμβαντική, αποκαλυπτική
εμπειρία, στα όρια ακριβώς της γλώσσας, όπου οι λέξεις αγγίζουν όχι το όνομα
αλλά τη σιωπή του ονόματος. Η αισθησιακή,
αισθηματική, και συναισθηματική έτσι γλωσσική
αντίληψη (Moody),
του ποιήματος, πάλι αυτός ο κήπος με τα ρόδα, εκτρέπεται στην έρημο της
μεταφυσικής του εκφοράς. Εκεί όπου συλλαμβάνεται και το ακίνητο θεμέλιο του
Είναι. Μια αιώρηση σ’ αυτή τη σιωπή του Λόγου, πάνω απ’ το αμήχανο τέλος της
ιστορίας. Το ποίημα συγκροτεί και συγκρατεί τη γλώσσα σ’ αυτό το μετεωρισμό του
τέλους, στη διάρκεια της σιωπής. Μια καταβύθιση στην πιο μύχια προσδοκία της
γλώσσας, που δεν είναι άλλη από τη μυστική απόκριση του Άλλου. Έχουμε να
κάνουμε με μια αυτοπαράδοση της
γλώσσας. Όπου η γλώσσα παύει να είναι γλώσσα, και γίνεται μια «γλώσσα πύρινη, πέρα απ’ τη γλώσσα των
ζωντανών». Δεν πρόκειται περί της αισθαντικότητας όμως του θρησκευτικού, ή
για τον ηδονισμό μιας θανατόληπτης αφήγησης, αλλά για τη γλωσσική κατάφαση στο
αρνητικό ίχνος, στη δαιμονική φύση του γλωσσικού συμβάντος.
Ο
Φυσικός έτσι κόσμος μέσα σ’ αυτό το ποίημα, όπου εικονίζεται, δεν
απεικονίζεται. Είναι ένα απροσδιόριστο κάτι, που διαφυλάσσει ακέραιο το
αμετάδοτο ίχνος της αλήθειάς του. «Ούτε
σάρκα ούτε μη σάρκα», «Ούτε
μπουμπούκιασμα ούτε μαρασμός», «γιατί
η αγάπη θα ταν αγάπη για λάθος πράγμα». Τα πράγματα εδώ δεν ονοματίζονται,
αλλά ιχνογραφούνται απλώς στο γλωσσολογικό τους πεδίο. Αδύνατα γλωσσικά
σημαίνοντα, που μόνο μέσω της ποιητικής ενόρασης ανακτούν τη μυστική τους
σαφήνεια. Το ποίημα εκτρέπει τη γλώσσα στη λευκότητα της σιωπής της, κάτω απ’
το άηχο πέπλο του χιονιού που σκεπάζει το ροδώνα. Ο κήπος με τα τριαντάφυλλα
γίνεται έτσι ένας κήπος μυστικός, απρόσιτος και αδιάγνωστος στην ενότητά του,
ένας κήπος που δεξιώνεται το αποκαλυπτικό του ίχνος, το γλωσσικό του εύρος. Η
γλώσσα που χαράσσει έτσι τον κόσμο είναι η γλώσσα των νεκρών, μια «γλώσσα πύρινη πέρα απ’ τη γλώσσα των ζωντανών».
Σ’ αυτόν τον λειμώνα όμως του θανάτου μια αδύνατη υπόσχεση αχνοφαίνεται στον
ορίζοντα. Η υπόσχεση της αγάπης. Στον μυστικό ροδώνα, και πριν ακόμη όλα τα
τριαντάφυλλά του γίνουν στάχτη, ένα περιβάλλον εκστατικών εμπειριών διαγράφει
το πλαίσιο μιας νέας συγκίνησης. Η εξάρνηση του κόσμου γίνεται έτσι ο τρόπος
τότε ώστε η αγάπη να εκφραστεί στο σωστό πράγμα, και σωστό πράγμα είναι το
εξαρνημένο πράγμα, η απωλεσθείσα και αδύνατη πραγμότητά του, αυτό το πέπλο του
χιονιού που νεκρώνει τον κόσμο και τον διαθέτει στη μυστική του λευκότητα.
Το
αποκαλυπτικό περιβάλλον του ποιήματος είναι και ένα αποκαλυψιακό περιβάλλον. Το
παρελθόν διαυγάται μέσα από τη συμβαντική εμπειρία του παρόντος. Όλα
εγγράφονται ή αποκαλύπτονται σ’ αυτή τη δια-στροφή της γλώσσας, σ’ αυτόν τον
τρόπο της επανάκτησης του κόσμου. Ο κόσμος αναδύεται μέσα στην ξενότητα του
γλωσσικού του ίχνους, κατονομάζεται, στο «ανοίκειο
Όνομα» του Άλλου. Όπου το Όνομα δεν είναι εδώ ένα απλό σημαίνον αλλά η ίδια
η πλησμονή της γλώσσας, το γλωσσικό της α-τόπημα, το απροϋπόθετο θεμέλιό της, ο
τόπος του άρρητου, αυτό το περιούσιο ίχνος της γλώσσας, όπως κατέδειξε και η
μεσσιανική σκέψη του Benjamin.
Η απόσυρση του κόσμου, η καταβύθισή του στο ζόφο του θανάτου, εμφανίζεται έτσι
και ως η μοναδική δυνατότητα της δι-έγερσής του, σαν «μια βάρκα που βουλιάζει αργά καθώς την παίρνει το κύμα», ένας ακόμη
στίχος από τα Κουαρτέτα αποσβολωτικής όμως ομορφιάς.
Αν
και τα «Τέσσερα κουαρτέτα» δεν έχουν κακοποιηθεί τόσο, όπως άλλα σπουδαία έργα,
στη μεταφραστική τους απόδοση, είναι ανάγκη να επαναδιατυπώνονται κάθε φορά στη
γλώσσα της εποχής, στις αναγνωστικές τους προκλήσεις. Η παρούσα μεταφραστική
απόδοση του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, σμιλεμένη λέξη λέξη, και για περισσότερο από
δύο δεκαετίες, καταφέρνει να αποδώσει τη μουσικότητα αλλά και το πνεύμα αυτού
του ποιητικού ίχνους στον ελληνόγλωσσο τόνο του. Μια εργασία που δεν επιθυμεί
να εξουσιάσει ή να εξαντλήσει την ελαστικότητα του έργου αλλά να αναζητήσει αυτές
τις εκφραστικές του αντιστοιχίες.
Ο
Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου