ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
(Με αφορμή το βιβλίο του Josef Grim
Feinberg, Δημοκρατίες χωρίς δήμο;,
μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, Αθήνα 2012)
Καθώς οι ριζοσπαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις τους έχασαν τη λαϊκή
υποστήριξη, άρχισαν να λένε πως ο μέσος άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να πάρει
αποφάσεις ζωτικής οικονομικής και διαχειριστικής σημασίας. Αποκαλούσαν
“λαϊκισμό” ή “δημαγωγία” το “να λένε οι πολιτικοί στον κόσμο αυτό που ήθελε ν’
ακούσει” και το να εφαρμόζουν μόνο πολιτικές που αποδεικνύονται δημοφιλείς. Οι
“δημοκράτες” δεν ήταν τόσο “ανεύθυνοι” ώστε να φοβούνται να πράξουν αυτό που
ήταν “αναγκαίο” επειδή δεν θα άρεσε στον κόσμο. Χρησιμοποιώντας εκείνα τα
μαζικά μέσα ενημέρωσης τα οποία έλεγχαν απολύτως, έκαναν τεράστιες προσπάθειες
να πείσουν τον λαό να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να κρίνει: τα πολύπλοκα
ζητήματα, έλεγαν, πρέπει ν’ αφήνονται στην κρίση των ειδικών. Οι “δημοκράτες”
φαίνονταν να θέλουν να εξαφανιστεί ο δήμος. [...] Η δημοκρατία, συνεπώς, έπρεπε
να μετατραπεί σε μια καθαρά τυπική υπόθεση όπου οι ψηφοφόροι θα εξέλεγαν
ελεύθερα μεταξύ πολλών κομμάτων, εκ των οποίων κανένα δεν είχε τη δύναμη ν’
αλλάξει την πορεία της εθνικής προόδου (σ. 37-38).
Το παραπάνω εκτενές παράθεμα από το
βιβλίο του Joseph Feinberg, Δημοκρατία χωρίς δήμο;, θα
αποτελούσε μάλλον κατάχρηση χώρου αν δεν συμπύκνωνε με ιδιαίτερα ευσύνοπτο τρόπο
μια σειρά συμπτωμάτων φθοράς ή ακόμα και παρακμής που εύκολα εντοπίζει κανείς (και)
στις λεγόμενες «δυτικές» δημοκρατίες της εποχής μας. Το απόσπασμα αυτό θα
μπορούσε να αναφέρεται στη «μνημονιακή» Ελλάδα της κρίσης ή στα περιβόητα «PIGS» της
ευρωπαϊκής περιφέρειας, και γιατί όχι και στην υπόλοιπη, την όχι και τόσο υπερχρεωμένη
Ευρώπη, στην οποία επίσης εφαρμόζονται ευρέως πολιτικές λιτότητας και
δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αναφέρεται όμως στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και
την περίοδο των λεγόμενων «βελούδινων» επαναστάσεων που ακολούθησαν την
κατάρρευση του «Υπαρκτού». Ο Feinberg μέσα από την αφήγησή του επιχειρεί
μια κριτική αποτίμηση του πολιτικού διαβήματος των «αντιφρονούντων»,
εστιάζοντας στις σχέσεις τους με συγκεκριμένους ιδεολογικούς κώδικες και πολιτικά
προτάγματα. Τον απασχολεί ιδιαίτερα να αναδείξει τις διαδρομές μέσω των οποίων
τα ιδεολογικά όπλα και τα ιστορικά, ηθικά και αξιακά φορτία ενός μάλλον δίκαιου
αγώνα για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας βρέθηκαν τελικά να
εξυπηρετούν την περεταίρω καταβαράθρωση της τελευταίας με άλλα μέσα∙ πώς οδηγήθηκαν
οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης «από τη δική τους Σκύλλα του ολοκληρωτισμού στη
δική μας Χάρυβδη […] της ‘δημοκρατίας’» (σημείωμα του μεταφραστή, σ. 7).
Οι ομοιότητες και αναλογίες, ανάμεσα
στην περιγραφή του Feinberg για τα λεγόμενα «μετακομμουνιστικά» καθεστώτα και σε αυτό που σύγχρονοι
θεωρητικοί, πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι περιγράφουν με τον όρο
«μεταδημοκρατία»[1] είναι,
αν μη τι άλλο, αξιοπρόσεκτες και μπορούν να φανούν διαφωτιστικές ως προς το μη-εξαιρετικό και μη-πρωτόφαντο της σημερινής συνθήκης. Προσθέτουν επιπλέον γόνιμο
υλικό στον διαχρονικό θεωρητικο-πολιτικό προβληματισμό γύρω από τη δύσκολη και
αντιφατική σχέση μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας (ιδιαίτερα μεταξύ της
νεοφιλελεύθερης «χρηματοπιστωτικής» φάσης
του καπιταλισμού και της δημοκρατίας).
Από την υπεράσπιση της δημοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη αναδιάταξη
Οι πρώην αντιφρονούντες των χωρών
της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπως περιγράφει ο Feinberg, (ιδιαίτερα μετά το 1968) μονοπώλησαν στο ιδεολογικό επίπεδο το
προνόμιο να μιλούν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, στη βάση μιας υποτιθέμενης
ηθικής ανωτερότητας και της προνομιακής τους πρόσβασης στην «αλήθεια» (σ. 17,
25, 33). Εκείνοι που «μιλούσαν με τη γλώσσα της αλήθειας στην εξουσία» (σ. 25)
ηγήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις των διεργασιών που οδήγησαν στις μεταβάσεις των
χωρών τους στη «γενναία» μετακομμουνιστική εποχή. Ειρωνεία της ιστορίας: τα
περισσότερα από τα καθεστώτα που προέκυψαν μετά το ‘89 άφησαν πίσω τους
αντιφρονούντες –με εξαίρεση ορισμένους «αντιπολιτικούς» όπως ο Χάβελ– και στη
θέση τους ανέδειξαν μια νέα γενιά πολιτικών και διανοούμενων, μια καινούρια
αυτάρεσκη ελίτ εμβαπτισμένη στα νεοφιλελεύθερα ιδεώδη της φυσικοποιημένης αγοράς
και της τεχνοκρατικής ορθολογικότητας (σ. 35).
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή
σε όλους. Στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις περιπτώσεις, η επαγγελλόμενη
μετάβαση δεν πήρε τη μορφή μιας πιο «πιστής» επιδίωξης των ιδεωδών και των υποσχέσεων
του σοσιαλισμού για ισότητα, ελευθερία και αυτονομία των υποκειμένων (όπως θα
ζητούσε η πρώτη –η προ του ‘68– γενιά των αντιφρονούντων που στηριζόταν περισσότερο
στην ουμανιστική πλευρά του μαρξισμού)∙ δεν οδήγησε στο δημιουργικό ξεπέρασμα
των αγκυλώσεων που είχε δημιουργήσει ένα δυσκίνητο, γραφειοκρατικοποιημένο και
αυστηρά ιεραρχικό κράτος, ούτε στο σπάσιμο του σταλινικού αυταρχισμού, και
επομένως διόλου δεν ευνόησε την εμπέδωση ενός νέου ήθους αυτοδιαχείρισης στο
πλαίσιο μιας ζωντανής «κοινωνίας των πολιτών» (όπως θα ζητούσε η δεύτερη –η
μετά το ‘68– γενιά των αντιφρονούντων). Αντιθέτως, ακολούθησε μια ιδιαίτερα βίαιη
νεοφιλελευθεροποίηση των θεσμών και των ηθών, μια κατά κράτος κατίσχυση των κανόνων
και των λογικών της ελεύθερης αγοράς, όμοιες της οποίας μπορεί κανείς να αναζητήσει
ιστορικά κυρίως σε χώρες που υπήρξαν ζωντανά «εργαστήρια» του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου, με πιο σύγχρονα παραδείγματα την Ελλάδα και τους λοιπούς «ασθενείς»
του βιοπολιτικού «πολυϊατρείου» της τρόικας.
Στις κεντροευρωπαϊκές χώρες, η
μετάβαση σε καθεστώτα αρθρωμένα γύρω από τις ιδέες της νεοφιλελεύθερης
απορύθμισης και της «αγοραίας τεχνοκρατίας», όπου οι λογικές της αγοράς
εξυψώνονται σε υπερβατικές αλήθειες και ο ανταγωνισμός σε κομβική αναφορά ή
ακόμα και απώτερο ηθικό-αξιακό ορίζοντα της κοινής συμβίωσης, επισκιάζοντας
άλλες αξίες, όπως αλληλεγγύη, κοινότητα, συνεργατικότητα, βρήκε γόνιμο έδαφος
πάνω στις στάχτες ενός απαξιωμένου στη συλλογική συνείδηση κράτους, που είχε προηγουμένως
κάνει στην πράξη αγνώριστες διάφορες αξίες όπως οι τελευταίες. Έτσι, το κράτος κρίθηκε
«κακό» καθαυτό, συνολικά, και άρα έπρεπε να βγει από τη μέση με την προσδοκία
ότι μετά από μια τέτοια ανατροπή «μόνο καλά συμβάντα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν»
(σ. 29). Ούτε «καλά συμβάντα» ακολούθησαν όμως ούτε και η συμμετοχική
«αντιπολιτική πολιτική» εισέβαλε στο προσκήνιο∙ ή ακόμα και (ότ)αν εισέβαλε,
άφησε μια μάλλον πικρή γεύση στους υποστηρικτές της, ανάλογη εκείνης των
ημεδαπών «αντιεξουσιαστών στην εξουσία».
Το διακύβευμα της δημοκρατίας, τότε και τώρα
Αξίζει νομίζω να διαβάζουμε τα κείμενα
όπως αυτό του Feinberg με το βλέμμα μας στραμμένο στο παρόν. Ακόμα περισσότερο, αξίζει να
επιμείνουμε πως το κεντρικό διακύβευμα δεν είναι άλλο από την ίδια τη δημοκρατία∙ την ιδέα, την επιθυμία, τον
αδύνατο στόχο, το δημοκρατικό «κεκτημένο». Γιατί η δημοκρατία στις μέρες μας δεν
αμφισβητείται μόνον ρητά, ωμά, στις αντιδημοκρατικές
ιαχές, τα σπασίματα και τα πογκρόμ της νεοναζιστικής ακροδεξιάς, η οποία
επελαύνει πάνω στις στάχτες που άφησε πίσω της η μεταδημοκρατική διακυβέρνηση
και ο αντιπολιτικός κυνισμός των ελίτ, αλλά και υπόρρητα (ωστόσο εξίσου, αν όχι περισσότερο δραστικά), στο λόγο και
τις πρακτικές των κυβερνόντων, οι οποίες καλλιεργούν μέρα με τη μέρα όλο και
περισσότερο τον «θεσμικό» εκφασισμό και
τα ξενοφοβικά σύνδρομα της κοινωνίας, με όχημα άλλοτε τον «Ξένιο Δία» και
άλλοτε τηλεοπτικά σποτ υπουργείων[2]
που στοχοποιούν αυθαίρετα τους μετανάστες μικροπωλητές, ως μία εκ των βασικών
πηγών της οικονομικής δυσπραγίας και της κοινωνικής εξαθλίωσης.
Βρισκόμαστε ξεκάθαρα πλέον στο
σημείο που η σοβούσα οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση αναδεικνύει διαρκώς
και με εμφατικό τρόπο τα όρια και τις αντιφάσεις των διαφόρων ιστορικών
συμβιβασμών (μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, καπιταλισμού και δημοκρατίας, κοκ),
ενώ καταρρίπτει μία μετά την άλλη τις διάφορες συλλογικές ψευδαισθήσεις ως προς
τα εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά μας «κεκτημένα». Είναι σαφές πως τίποτα
δε γράφεται σε μάρμαρο στην εποχή του καπιταλισμού των ραγδαίων αλλαγών και ταχυτήτων∙
ή, ακόμα και αν κάτι γράφεται κάποτε σε μάρμαρο, αρκεί
μια ριπή από τα κανόνια της αντικειμενικής «ανάγκης» και των «τεχνοκρατικών»
γνωματεύσεων για να γίνει θρύψαλα. Αρκούν μερικοί μόνο μήνες, όπως πικρά
διαπιστώνουμε, για το βίαιο ξήλωμα κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων ενός
αιώνα.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, η
απάντηση στο διαχρονικό «τι να κάνουμε;»
μόνον εύκολη ή αυτονόητη δε μπορεί να θεωρηθεί. Και από τη σκοπιά της πολιτικής
σκέψης οι απαντήσεις μας είναι μάλλον καταδικασμένες να κινηθούν σε ένα επίπεδο
γενίκευσης και αφαίρεσης. Ο Feinberg επιλέγει να κλείσει το κείμενό του
αισιόδοξα, σημειώνοντας πως «[τ]α νέα δημοκρατικά κινήματα μπορούν […] να
αναβιώσουν το λαό ως κοσμοπολίτικο, πολυσχιδές και αυτοκυβερνώμενο σώμα – ως
μια συλλογή απεριόριστων αλλά συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων, οι οποίοι από
κοινού ξαναπαίρνουν τον κόσμο στα χέρια τους και αντιλαμβάνονται βαθμιαία ότι
αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τον ποιοτικό, επαναστατικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας στο σύνολό της» (σ. 43). Η αναστοχαστική επίγνωση,
ότι ένας τέτοιος λαός, δημοκρατικός,
συμπεριληπτικός, ανοιχτός και πολυποίκιλος μπορεί από κοινού να διαχειριστεί
την κοινωνία, είναι πιθανότατα αυτό που θα κάνει τη διαφορά απέναντι σε αυτούς
που επιχειρούν να κατασκευάσουν έναν λαό γκρίζο, μεταπολιτικό, κατατεμαχισμένο
σε αποξενωμένες ατομικότητες, αλλά κι εκείνους που επιδιώκουν να τον υποτάξουν
σε κλειστά φυλετικά και εθνοτικά πλαίσια, στην αφασία της συνομωσιολογίας και
το φοβικό μίσος για τον «άλλο» και το «διαφορετικό».
Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι
υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης στο ΑΠΘ
[1] Για μια ευσύνοπτη εισαγωγή στην
προβληματική της μεταδημοκρατίας βλ. Yannis Stavrakakis,
«PostDemocracy», στο Atlas of Transformation, http://monumenttotransformation.org/atlas-of-transformation/html/p/postdemocracy/postdemocracy-yannis-stavrakakis.html.
Βλ. επίσης Κόλιν
Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφρ. Αλ.
Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου