ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ
Ξεκινούσαν αργά το πρωί από έναν χρωματιστό δρόμο
του Κρόιτσμπεργκ, έπαιρναν το UBAN με
κατεύθυνση το κέντρο, στάση στην πλατεία Γουλιέλμου κοντά, εκεί που στέκεται
μισογκρεμισμένη η Εκκλησία της Μνήμης, και κατέληγαν στο παγκάκι. Τον πρώτο
καιρό της γνωριμίας τους, του είχε μιλήσει γι’ αυτή την πλατεία και το ναό, περιγραφές
φλύαρες, όχι τόσο για να ξεπεράσει το εμπόδιο της γλώσσας, όσο γιατί δικές της
μνήμες σήκωναν κεφάλι και έτριζαν, άφηναν έναν ήχο στριγκό, επίμονο. Οι φωνές
των δικών της ανθρώπων να τραμπαλίζονται ανάμεσα στην ενοχή και τη σιγουριά της
φυλής, ν’ αφηγούνται ψιθυριστά για βόμβες και καμένα βιβλία, βαριά βήματα
συντονισμένα, άστραφταν οι καλογυαλισμένες μπότες πάνω στους κυβόλιθους της
λεωφόρου στο βηματισμό της χήνας, «είναι ωραίο που δεν είχαμε ακόμη γεννηθεί».
Σ’ όλη την
διαδρομή τον κρατούσε από το χέρι. Δεν τον άφηνε στιγμή. Χωρίς καν να το
κουβεντιάσουν, είχαν συμφωνήσει πως δεν το χρειάζονταν εκείνο το άσπρο ραβδί
που η υπηρεσία της Πρόνοιας μπορούσε να του προμηθεύσει. Τον άφηνε στο παγκάκι,
αφού πρώτα του έδινε ένα φιλί στο στόμα, από το πλάι, στην άκρη των χειλιών, εκείνος
είχε κιόλας πάρει τη θέση του με το σώμα και το κεφάλι σε ευθεία γραμμή,
ατενίζοντας το σκοτάδι.
Ήταν όμορφη.
Να λέγεται. Φτυστή, ίδια η Μαίρυλιν Μονρόε. Όχι, ούτε κυρίως, το ξανθό σπαστό
μαλλί. Το σώμα ήταν το μυστικό, ένα ζευγάρι όρθια τορνευτά στήθη, εκείνες οι
καμπύλες, που δεν τις πρόβαλλε, μιλούσαν μόνες τους μέσα από διακριτικά και
εύγλωττα συνάμα ρούχα. Αυτά, τις μέρες με λιακάδα. Έλεγε αυτός πως την λιακάδα,
όταν τους έκανε την τιμή να τους επισκέπτεται, την ένοιωθε στο πετσί του. Σαν
κείνες τις μέρες στην Ανατολία. Αν έβρεχε, σύνηθες το καιρικό φαινόμενο, εδώ,
στα μέρη του γερμανικού βορρά, τον τακτοποιούσε στο καφέ του εμπορικού κέντρου,
δίπλα στο σταθμό, στο αίθριο. Η βροχή έπεφτε πάνω στην τζαμένια οροφή, βοούσε ή
μουρμούριζε, ήταν μέρες που νόμιζε πως έπιανε τον αμανέ της γιαγιάς του. Η
φτυστή Μαίρυλιν Μονρόε έκανε πιάτσα εκεί γύρω, αν έφευγε μακρύτερα, μόνο με
αυτοκίνητο και η συμφωνία ρητή: ο πελάτης θα την έφερνε πάλι πίσω, στην αρχή
της Κούνταμ. Δούλευε τόσες ώρες όσες υπολόγιζε τις ανάγκες τους. Νταβαντζή δεν
είχε, Τούρκους, Γιουγκοσλάβους και ντόπιους που ήλεγχαν την πιάτσα, τους είχε
πείσει να τους αφήσουν στην ησυχία τους, με το αζημίωτο βέβαια. Άλλοτε κανά
δωράκι, άλλοτε να δώσει ένα χέρι βοήθειας στις καινούργιες – πολύτιμες οι
συμβουλές της, ο σεβασμός που ενέπνεε, κι η σιγουριά μαζί, πως δεν θα τις
ξεσηκώνει εναντίον τους. Ίσως κι άλλα, μυστικά κι αμίλητα.
Επέστρεφαν
απογευματάκι, πάλι η διαδρομή ίδια, προς τα πίσω, στο μικρό διαμέρισμα του
Κρόιτσμπεργκ. Τον βόλευε στην καρέκλα του δίπλα στο τζάμι, σ’ ένα παράθυρο που
κοιτούσε το Τείχος. Γκράφιτι και συρματοπλέγματα η θέα τους. Αυτός άναβε ακόμα
ένα τσιγάρο και η φτυστή Μαίρυλιν έμπαινε κάτω από το ντους, απέναντι ακριβώς
από την καρέκλα του. Η πόρτα ανοικτή, όση ώρα έτρεχε το νερό στο κορμί της, πλενόταν
με λύσσα και άφθονα σαπούνια, εκείνος διηγιόταν ιστορίες. Τι είδε στο παγκάκι
του, έτσι το έλεγε: σήμερα είδα...
Έβγαινε ολοκάθαρη, καθόταν πάνω του, τον έπαιρνε μέσα της βαθιά, μ’ ένα
χαμόγελο, εκεί πάνω στην καρέκλα του, και πολλές φορές ο ύπνος τού την έκλεβε.
Τη φιλούσε πίσω από το αυτί, έριχνε μια σφιχτοπλεγμένη –από τα χέρια της μάνας
του- εσάρπα πάνω στους ώμους της και την άφηνε εκεί, με τις ώρες πάνω του,
χωρίς να τραβιέται, φώλιαζε αυτός μέσα της, φώλιαζε αυτή στα χέρια του ως αργά,
εκείνη την ώρα που το σκοτάδι σκέπαζε το συρματόπλεγμα έξω από το παράθυρό
τους.
Ίδια κι απαράλλαχτα όλα και κείνο το βράδυ του
Νοέμβρη, που είπαν οι φλύαροι πως τέλειωσε η Ιστορία.
Η Νίκη Τρουλλινού (Χανιά, 1953) είναι πεζογράφος. Το
τελευταίο της βιβλίο, Ένα μολύβι στο
κομοδίνο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου