ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΚΑΡΑΦΟΥΛΙΔΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΡΝΈΤΑΤΖΗΣ, Στιγμές Σαλονίκης
Χειμερινές, εκδοτικός συνεταιρισμός alterthess, σελ. 171
Οι καθημερινές ροές της Θεσσαλονίκης, η
κίνηση ανθρώπων και αυτοκινήτων, η διάχυση των σωμάτων και ο αυτοματισμός του
κοινωνικού τείνουν συνεχώς να αποκρύπτουν, να σκεπάζουν τα επάλληλα στρώματα
του χρόνου, να αποσιωπούν την ιστορία και να υπονομεύουν τη μνήμη. Τα
αποτυπώματα του «τότε», διάσπαρτα στην τοπογραφία της συμπρωτεύουσας,
παραμένουν ακίνητα και σιωπηλά μέσα στην κόλαση μιας βασανιστικής, υγρής
ζέστης. Εδώ και χρόνια, το βλέμμα των πολλών έχει συνηθίσει να τα αγνοεί –ή
καλύτερα– να τα απωθεί, υπηρετώντας μια λήθη σχεδόν «επιβεβλημένη».
«Επιβεβλημένη» τόσο από τις συνθήκες της ζωής, όπου ο εκσυγχρονισμένος χώρος ως
διαρκώς βιωμένη παροντική εμπειρία αβίαστα ευνοεί την πολιτισμική αμνησία, όσο
και από κάθε πολιτική βούληση που συνειδητά επιχειρεί να αποκρύψει ή να
«φιμώσει» κάθε χωρικό τεκμήριο, η ανάδειξή του οποίου απειλεί να διαταράξει τη
συνοχή και τις απαρασάλευτες «βεβαιότητες» της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Το
βιβλίο του Γιάννη Γκλαρνέτατζη, Στιγμές Σαλονίκης Χειμερινές, κινείται
στον αντίποδα των δύο αυτών τάσεων που –ασυνείδητα η μία, συνειδητά η άλλη–
ακυρώνουν το δικαίωμα στη γνώση του παρελθόντος. Εκδίδεται τη χρονιά που η πόλη
βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, λόγω της επετείου των εκατό χρόνων της
«απελευθέρωσής» της, και αποτελείται από μια συλλογή σύντομων ιστορικών
σημειωμάτων, τα οποία παρατάσσονται σε χρονολογική σειρά, αγκαλιάζοντας σχεδόν
ισόρροπα έναν περίπου αιώνα· από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα του
20ού. Μέσα σε αυτό το χρονικό άνοιγμα, χωράνε ποικίλες όψεις της
κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας: η εφημερίδα Rumeli του 1872, η ίδρυση του Διδασκαλείου Αρρένων
το 1876, στιγμές της ανατολικής κρίσης του 1875-1878. Οι δεκαετίες του 1880 και
του 1890 «φιλοξενούν» τον θάνατο του τραπεζίτη Σαούλ Μοδιάνο, τον Ιωάννη
Παπάφη, τις παραστάσεις της όπερας Ριγκολέτο, την εγκατάσταση του δημόσιου
φωτισμού φωταερίου. Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα, παρουσιάζεται η πρώτη
συνδιάσκεψη οθωμανικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων του 1911, η δολοφονία του
βασιλιά το 1913, η μεγάλη καπνεργατική απεργία το 1914. Στον μεσοπόλεμο,
γίνεται λόγος για την παύση των δημοτικών συμβούλων τον καιρό της δικτατορίας του
Παγκάλου, για την ανάληψη της Γενικής Διοίκησης της Μακεδονίας για δεύτερη φορά
από τον Φίλιππο Δραγούμη, για τα συσσίτια στην «πρωτεύουσα των προσφύγων» και
της φτωχολογιάς τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, καθώς και για τη σύλληψη του
κομμουνιστή υποψηφίου δημάρχου Χρήστου Κανάκη το 1934. Ακολουθούν η γερμανική
κατοχή και οι εικόνες του συνοικισμού Χιρς που οι ναζί μετέτρεψαν σε
διακομιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μεταπολεμικά, διαβάζουμε για τη δολοφονία
του Γιάννη Ζέβγου, αργότερα για τη δίκη και την εκτέλεση του Νίκου Νικηφορίδη
(1951), καθώς και για τη δωσιλογική δράση του «Φον Γιοσμά» στον γαλαξία των
παρακρατικών οργανώσεων της «καχεκτικής δημοκρατίας», πριν το 1967.
Στις
Στιγμές Σαλονίκης, η ιδιαίτερη μορφή του ιστορικού σημειώματος δεν
χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει την επιστημονική μελέτη του παρελθόντος αυτού
καθ’ αυτού, αλλά για κάτι διαφορετικό, όμως εξίσου χρήσιμο και πολύτιμο.
Για να ανασυστήσει τη διαρκώς επαπειλούμενη «μνήμη της πόλης». Η ανάκληση των
ιστορικών γεγονότων ή των στιγμών δεν επιδιώκει την πλήρη ανασυγκρότηση
των συμφραζομένων τους ούτε αναγκαστικά προϋποθέτει ή υπονοεί μια μεγάλη
αφήγηση των κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών του χώρου. Αντιθέτως,
μετατρέποντας την πόλη σε πολλαπλό συλλογικό υποκείμενο, περισσότερο υπακούει
στη λογική της υπενθύμισης, της αντίστασης στις ισοπεδωτικές παραμορφώσεις,
στην ηθική υποχρέωση να συνειδητοποιήσουμε ποιοι υπήρξαμε ως τόπος.
Το βιβλίο του Γκλαρνέτατζη συνιστά μια ήρεμη, συγκρατημένη αλλά ταυτόχρονα νοσταλγική και τρυφερή περιήγηση στον χωροχρόνο της Θεσσαλονίκης, πάνω στο σώμα της, στις ήττες, τις πληγές και στα τραύματά της. Το δημοσιογραφικό, κοφτό και ακριβές ύφος του συγγραφέα δεν καταφέρνει να αποκρύψει την αίσθηση της οικειότητας και της γλυκύτητας, που αναδύεται –χωρίς ο αναγνώστης να καταλαβαίνει ακριβώς πως– μέσα από το κυλιόμενο ψηφιδωτό των δρόμων και των συνοικισμών από το παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω, με μια τεχνική που ενίοτε θυμίζει κολάζ ή φωτογραφία. Ο χώρος πλάθεται ως «πάσχον πρόσωπο» που αναζητά στην ιστορία του, όχι απλώς τη χειραφέτηση και την ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα τη λύτρωση και το ξέπλυμα της ενοχής. Πως αλλιώς να διαβάσουμε το αντισημιτικό ξέσπασμα της Μακεδονίας στις 12 Φεβρουαρίου του 1934, όταν δέκα χρόνια αργότερα οι τοπικές ελληνικές αρχές έπαιρναν πρωτοβουλία για την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας στο πλευρό του κλιμακίου των SS; Ενοχή, λοιπόν, γι αυτά που αυτή η πόλη υπήρξε, αλλά και πικρή, ματαιωμένη υπόμνηση για όσα θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά ηττήθηκαν και έσβησαν, χωρίς να καρποφορήσουν.
Οι Στιγμές Σαλονίκης, δίνοντας για λίγο, μέσα από την τοπογραφία, φωνή στους ποικίλους πρωταγωνιστές των εθνικών και κοινωνικών ανταγωνισμών, αντιμάχονται τη φρίκη της απαξίωσης, της άγνοιας και της σιωπής. Εκεί, που εν τέλει θριάμβευσε η συντήρηση, ο ανορθολογισμός και το ψέμα. Εκεί, που η πλατεία Ελευθερίας, κοντά στο λιμάνι, η πλατεία των πανηγυρισμών για τις ελπίδες που αρχικά γέννησε η επανάσταση των νεότουρκων, η πλατεία των απεργιών ή των δέκα χιλιάδων μελλοθάνατων εβραίων, δεν αξιώθηκε ένα μνημείο, παρά έμεινε μέχρι σήμερα ένα θλιβερό υπέργειο πάρκινγκ. Και στον πρόλογό του ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης έχει δίκιο, όταν σημειώνει: Αυτό το παλίμψηστο που αποσιωπήθηκε από τις κυρίαρχες εξουσίες, οφείλουμε να το αναστοχαστούμε, να το εκθέσουμε σε κοινή θέα, σε δημόσια γνώση, ώστε να κάνουμε την ανατομία του ζωντανού οργανισμού που βρίσκεται σήμερα στην επιφάνεια. Γιατί πράγματι, αν ο χώρος συνιστά πάντοτε ένα κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού, τότε, σε μια πολιτεία που συστηματικά βεβήλωσε την αρχιτεκτονική και πολιτισμική του διάσταση, εμείς αυτόν οφείλουμε να αναζητούμε και να διεκδικούμε. Μαθαίνοντας να συνομιλούμε –έστω και φευγαλέα– με την ιστορική και πολιτική του προοπτική, την ίδια στιγμή που διασχίζουμε τις αναρίθμητες, γρήγορες, καθημερινές μας διαδρομές.
Το βιβλίο του Γκλαρνέτατζη συνιστά μια ήρεμη, συγκρατημένη αλλά ταυτόχρονα νοσταλγική και τρυφερή περιήγηση στον χωροχρόνο της Θεσσαλονίκης, πάνω στο σώμα της, στις ήττες, τις πληγές και στα τραύματά της. Το δημοσιογραφικό, κοφτό και ακριβές ύφος του συγγραφέα δεν καταφέρνει να αποκρύψει την αίσθηση της οικειότητας και της γλυκύτητας, που αναδύεται –χωρίς ο αναγνώστης να καταλαβαίνει ακριβώς πως– μέσα από το κυλιόμενο ψηφιδωτό των δρόμων και των συνοικισμών από το παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω, με μια τεχνική που ενίοτε θυμίζει κολάζ ή φωτογραφία. Ο χώρος πλάθεται ως «πάσχον πρόσωπο» που αναζητά στην ιστορία του, όχι απλώς τη χειραφέτηση και την ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα τη λύτρωση και το ξέπλυμα της ενοχής. Πως αλλιώς να διαβάσουμε το αντισημιτικό ξέσπασμα της Μακεδονίας στις 12 Φεβρουαρίου του 1934, όταν δέκα χρόνια αργότερα οι τοπικές ελληνικές αρχές έπαιρναν πρωτοβουλία για την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας στο πλευρό του κλιμακίου των SS; Ενοχή, λοιπόν, γι αυτά που αυτή η πόλη υπήρξε, αλλά και πικρή, ματαιωμένη υπόμνηση για όσα θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά ηττήθηκαν και έσβησαν, χωρίς να καρποφορήσουν.
Οι Στιγμές Σαλονίκης, δίνοντας για λίγο, μέσα από την τοπογραφία, φωνή στους ποικίλους πρωταγωνιστές των εθνικών και κοινωνικών ανταγωνισμών, αντιμάχονται τη φρίκη της απαξίωσης, της άγνοιας και της σιωπής. Εκεί, που εν τέλει θριάμβευσε η συντήρηση, ο ανορθολογισμός και το ψέμα. Εκεί, που η πλατεία Ελευθερίας, κοντά στο λιμάνι, η πλατεία των πανηγυρισμών για τις ελπίδες που αρχικά γέννησε η επανάσταση των νεότουρκων, η πλατεία των απεργιών ή των δέκα χιλιάδων μελλοθάνατων εβραίων, δεν αξιώθηκε ένα μνημείο, παρά έμεινε μέχρι σήμερα ένα θλιβερό υπέργειο πάρκινγκ. Και στον πρόλογό του ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης έχει δίκιο, όταν σημειώνει: Αυτό το παλίμψηστο που αποσιωπήθηκε από τις κυρίαρχες εξουσίες, οφείλουμε να το αναστοχαστούμε, να το εκθέσουμε σε κοινή θέα, σε δημόσια γνώση, ώστε να κάνουμε την ανατομία του ζωντανού οργανισμού που βρίσκεται σήμερα στην επιφάνεια. Γιατί πράγματι, αν ο χώρος συνιστά πάντοτε ένα κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού, τότε, σε μια πολιτεία που συστηματικά βεβήλωσε την αρχιτεκτονική και πολιτισμική του διάσταση, εμείς αυτόν οφείλουμε να αναζητούμε και να διεκδικούμε. Μαθαίνοντας να συνομιλούμε –έστω και φευγαλέα– με την ιστορική και πολιτική του προοπτική, την ίδια στιγμή που διασχίζουμε τις αναρίθμητες, γρήγορες, καθημερινές μας διαδρομές.
Η Βίκυ Καραφουλίδου είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου