ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ
ΜΑΥΡΕΛΟΥ
Kitromilides P.M. – Tabaki A., Greek-Bulgarian relations in the age of national identity formation,
Institute for Neohellenic Research-National Hellenic research foundations, σ.
338
Ο συλλογικός αυτός τόμος αποτελεί σημαντική συμβολή
στην ανίχνευση των εθνικών ταυτοτήτων στα Βαλκάνια την εποχή της διαμόρφωσης
των εθνικών κρατών τον 19ο αιώνα, με αναφορές ωστόσο κυρίως στην
προετοιμασία αλλά και λιγότερο στα μεθεόρτια των αλλαγών. Το ενδιαφέρον είναι
ότι οι συγγραφείς των μελετών δεν είναι μόνο Έλληνες, αλλά και ερευνητές άλλων
εθνοτήτων, κυρίως Βούλγαροι.
Για ακόμα
μια φορά καθίσταται εμφανές ότι η διαμόρφωση της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας
τον 19ο αιώνα (από το μέσο και μετά) δεν υπήρξε κάτι το αυτονόητο ούτε
σχεδιασμένο από πριν. Η κοινή μοίρα των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας τους ένωσε υπό τη σκέπη της θρησκευτικής ταυτότητας του Ορθόδοξου
Χριστιανού ως κληρονόμου του Βυζαντίου, της πολυπολιτισμικής Ορθόδοξης
Χριστιανικής Αυτοκρατορίας.
Η lingua
franca ήταν η Ελληνική (52-61),
όχι για κάποιον εθνικό λόγο (με την έννοια που η λέξη απέκτησε τον 19ο
αιώνα), αλλά εξαιτίας της χρήσης της από το θρησκευτικό κέντρο εξουσίας, το
Πατριαρχείο. Μετά το 1453 οι υπόδουλοι Χριστιανοί συνέχισαν να επικοινωνούν στα
Ελληνικά στις εμπορικές, διακοινοτικές, διοικητικές, πνευματικές, επίσημες
θρησκευτικές επαφές τους. Η διάδοση της πνευματικής παραγωγής και το τυπωμένο
βιβλίο ως όχημά της πέρασε στα χέρια ελλήνων εκδοτών και διακινητών, αφήνοντας
στο περιθώριο τις άλλες γλώσσες, για λόγους όμως πρακτικούς. Κατά τον Ταχιάο, αυτό οφειλόταν στην έλλειψη
πνευματικής και εκδοτικής παραγωγής από τους Βούλγαρους στη γλώσσα τους ως τον
18ο αιώνα (15).
Όπως πολύ
συστηματικά επισημαίνει ο Detrez, ενώ
υπήρχε, λοιπόν, μια κοινή ταυτότητα θρησκευτική (Οθωμανοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί)
με μια κοινή χρήση του όρου «Ρωμιός» και κοινή γλώσσα την Ελληνική, αυτή δεν
εξελίχθηκε σε κράτος (69), όπως το ονειρευόταν ο Ρήγας ή φαίνεται (έστω και με
σημάδια διάσπασης) στην Αυτοβιογραφία
του Partenij
Pavlović (83-107). Η ιδέα
μεταμόρφωσης του «πρωτο-έθνους» αυτού (68) σε
Βαλκανικό κράτος με κοινή την ελληνική γλώσσα και ισότητα λαών
εγκαταλείφθηκε σιγά-σιγά από τις αρχές του 19ου αιώνα και κυρίως
μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και στη συνέχεια και των άλλων κρατών
της Βαλκανικής. Είναι γεγονός ότι για τους Βούλγαρους, μα και για άλλους
βαλκανικούς λαούς, η ελληνική γλώσσα ήταν αυτονόητο μέσο επικοινωνίας των
λογίων και ο ελληνικός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος λόγω της γλώσσας και του
αυξημένου αριθμού Ελλήνων μορφωμένων, ενώ συχνά αυτοαποκαλούνταν Έλληνες και οι
ίδιοι οι Βούλγαροι λόγω χρήσης της γλώσσας (29). Το 18ο αιώνα η
ελληνική αριστοκρατία και η τάξη των αστών και των εμπόρων ή των αξιωματούχων
του οθωμανικού κράτους επέβαλλε τη γλώσσα και τις συνήθειές της ως ανώτερες,
διαμορφώνοντας και την εκπαίδευση, και βαθμιαία άρχισε να προκαλεί αντιδράσεις
από το δεύτερο μισό του αιώνα, όπως εκείνη του Βούλγαρου Παϊσίου, μοναχού στη
Μονή Χιλανδαρίου (1762). Παρόλο που ακόμα και το 1815 διατυπώνεται η θεωρία της
ενότητας των Ορθοδόξων και γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών
ομάδων (105), στην ουσία η αρχή του τέλους έχει ήδη ξεκινήσει για τη διάλυση
αυτής της πρωτο-εθνικής ταυτότητας (106). Τη δεκαετία του 1840 μάλιστα, με
περιπτώσεις όπως ο Bozveli,
διαπιστώνουμε την ανάπτυξη μιας ελληνοφοβίας (122), και σε θρησκευτικό επίπεδο,
με την προώθηση του θέματος της δημιουργίας Αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εκκλησίας,
και σε εθνικό επίπεδο με τη στροφή προς την κατεύθυνση του πανσλαβιστικού
ιδεώδους ταυτότητας και τη στροφή προς τη Ρωσία (123-125 και αλλού). Αλλά και
στην Ελλάδα η δεκαετία αυτή είναι η αρχή της διαμόρφωσης της Μεγάλης Ιδέας, από
το 1844, με την εκφώνηση του γνωστού λόγου από τον Κωλέττη, και μετά. Η εικόνα
των Βούλγαρων σε κείμενα Ελλήνων λογίων, όπως ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος
(133-145), αλλά ακόμα και ο Θρακιώτης Κουμανούδης (147-160), ωθεί τους γείτονές
μας να απομακρυνθούν περισσότερο από την ιδέα ενός κράτους κοινού, αλλά και να
γίνουν περισσότερο εχθρικοί. Φυσικά, ανάλογες ιδέες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν
και εκ μέρους των Βούλγαρων, γεγονός που αναδεικνύει την τάση των λαών να
δημιουργήσουν την ιστορία τους με περισσότερο ή λιγότερο βασισμένα στην
πραγματικότητα ιστορικά σχήματα, όπως το Ελληνοχριστιανικό ή το Πανσλαβικό, τα
οποία έχουμε την ευκαιρία να ανιχνεύσουμε στις μελέτες του τόμου και στην
πλούσια βιβλιογραφία που μας προσφέρουν. Οι λόγοι της διάσπασης είναι πολύ
περισσότερο πολιτικοί και κοινωνικοί, παρά θρησκευτικοί. Οι ακρότητες που
συνεχίστηκαν οδήγησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποτυπώνονται στο έργο της
Π. Δέλτα (297-311), το οποίο γράφεται κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς και με
«θέση» που δικαιολογείται από την εποχή του και τα δεδομένα της.
Εξαιρετικά
χρήσιμες για τη σχέση των δύο λαών είναι οι μελέτες του δεύτερου μισού του
βιβλίου. Εκεί διαπιστώνουμε τη μεγάλη σημασία των επαφών σε γλωσσικό,
λογοτεχνικό και γενικότερα πνευματικό επίπεδο, με τη συγκριτολογική μεθοδολογία
να έχει τον πρώτο ρόλο. Για παράδειγμα είναι πολύ ωραία η έκπληξη του αναγνώστη
που δε γνωρίζει τη βουλγαρική παραγωγή να διαπιστώσει το βαθμό στον οποίο
επέδρασε το έργο του Αθ. Χριστόπουλου, ή να διαπιστώσει πώς ο Ν. Σ. Πίκκολος,
ενστερνίζεται και χρησιμοποιεί την ελληνική ταυτότητα, αφήνοντάς μας μια
εξαιρετική παραγωγή μεταφράσεων και πρωτότυπων κειμένων στη γλώσσα μας.
Η
αξιέπαινη προσπάθεια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με την επιμέλεια του Π. Μ.
Κιτρομηλίδη και της Α. Ταμπάκη προσφέρει ακόμα ένα σημαντικό εργαλείο μελέτης
και μάλιστα στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, ώστε να είναι προσιτό σε
ευρύτερο αναγνωστικό κοινό εκτός των δύο χωρών στις οποίες αναφέρεται.
Cornelia
Papacostea-Danielopolu, Οι ελληνικές κοινότητες στη Ρουμανία τον 19ο αιώνα,
μτφ. Ν. Διαμαντόπουλος, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών – Ε.Ι.Ε., σ. 223
Ο τόμος
αυτός αποτελεί καρπό έρευνας της ακούραστης νεοελληνίστριας ιστορικού και
τελευταία της μονογραφία, που δημοσιεύτηκε στα Ρουμανικά το 1995. Θα λέγαμε ότι
είναι η απόληξη ενός μεγάλου έργου που ανέλαβε η μελετήτρια και σχετίζεται με
την επισήμανση του ρόλου των Ελλήνων στη Ρουμανία τον 18ο και τον 19ο
αιώνα. Απέδειξε στην πράξη και με αδιάσειστα τεκμήρια τον σημαντικό ρόλο των
Ελλήνων στον πνευματικό κυρίως, αλλά και στον κοινωνικό και οικονομικό, τομέα,
που άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα να φθίνει και εν τέλει να περιορίζεται
σημαντικά στο τέλος του.
Η εν λόγω
μελέτη διερευνά, με καθαρά ιστορική μεθοδολογία, την παρουσία της σε ελληνική
γλώσσα πνευματικής παραγωγής και της ζωής των ελληνικών κοινοτήτων σε διάφορα
αστικά κέντρα της Ρουμανίας. Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στο Βουκουρέστι και
το δεύτερο στις υπόλοιπες πόλεις. Οι τομείς της πνευματικής δραστηρικότητας, οι
οποίοι ανιχνεύονται μέσα από τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες, είναι η συγκρότηση
των κοινοτήτων (πρόσωπα, επαγγέλματα, οικονομική κατάσταση, κοινωνική θέση,
σχέσεις με Ρουμάνους, τόπος καταγωγής κλπ.), η Εκκλησία και ο ρόλος των
λειτουργών της ή των ενοριών ως κοινωνικά μορφώματα, τα σχολεία και το
ελληνόφωνο εκπαιδευτικό σύστημα, η γενικότερη πολιτισμική ζωή (γραμματειακή
παραγωγή, εταιρείες, σύλλογοι, θέατρα, διαγωνισμοί κλπ.), τα τυπογραφεία και οι
εκδόσεις τους (με ένα εξαιρετικό βιβλιογραφικό επίμετρο που εκπονήθηκε από τη
Σοφία Ματθαίου και ακολουθεί τη μελέτη), τις ελληνικές μεταφράσεις ξένων έργων
που εκπονήθηκαν στη Ρουμανία και, τέλος, τις σημαντικές και εξέχουσες
προσωπικότητες.
Από την
όλη μελέτη που απαριθμεί τα πεπραγμένα των συλλογικών οργάνων (Εκκλησία,
εταιρείες, εκδότες, τύπος κλπ.), αλλά και από τον κατάλογο εκδόσεων του
επιμέτρου καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόσο σημαντική υπήρξε η παρουσία του
γλωσσικού οργάνου και κυρίως πόσο κυριάρχησε στο εκπαιδευτικό σύστημα της
Ρουμανίας (όπως και σε άλλα σημεία των Βαλκανίων), μέσω της Ελληνικής ως lingua franca και της ευμάρειας των Ελλήνων. Ακόμα και μετά το 1830 οι
Έλληνες, λοιπόν, αποδεικνύουν ότι το όχημα της ποιλιτισμικής παρουσίας είναι η
κοινή γλώσσα, που ξεκίνησε να επιβάλλεται τον 18ο αιώνα από την πριγκιπική
αυλή, αλλά ο τρόπος και τα μέσα επιβολής οφείλονται στην οικονομική ευμάρεια
και στη δυνατότητα να δημιουργούνται σχολεία, να τυπώνονται εφημερίδες και
βιβλία, ακριβώς λόγω της οικονομικής δυνατότητας.
Το γεγονός
της ισχυρής αυτής παρουσίας που ξεκινά δυναμικά και φθίνει σιγά σιγά,
αναδεικνύει τη σταδιακή εξαφάνιση ενός κοινού βαλκανικού πολιτισμικού και
κοινωνικού ορίζοντα, ένα είδος ταυτότητας που συρρικνώνεται μαζί με τη
διαδραστική όσμωση που τη διατηρούσε ως τότε, όσο αναπτύσσονται τα κράτη-έθνη
της Χερσονήσου του Αίμου. Ο ανά χείρας τόμος αποδεικνύει τόσο την άνθιση όσο
και τη φθορά του κόσμου αυτού, με τρόπο ξεκάθαρο και μεθοδολογία συνεπή στην
ιστορική επιστήμη. Χάρη στην επίπονη προσπάθεια της επιμελήτριας Α. Ταμπάκη το
υλικό συλλέχθηκε, ενοποιήθηκε ως προς τα τεχνικά στοιχεία και μεταφράστηκε, για
να καταστεί ευκολότερα προσβάσιμο. Ταυτόχρονα, ο Πρόλογος του Π. Κιτρομηλίδη
και η παρουσίαση του έργου της συγγραφέως από την Α. Ταμπάκη, μαζί με την προσθήκη του Επιμέτρου και του
Ευρετηρίου, καθιστούν το έργο ένα απαραίτητο εργαλείο για τους ενδιαφερόμενους
ερευνητές.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο
Πανεπιστήμιο Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου