ΤΟΥ BAΓΓEΛH MΠITΣΩPH
O Nαμπόκωφ, στο κείμενό του «Η τέχνη της μετάφρασης», διακρίνει τρεις τύπους μεταφραστών: τον λόγιο, τον καλοπροαίρετο αλλά άτεχνο και τέλος τον επαγγελματία συγγραφέα που νιώθει άνετα δίπλα στον δημιουργό του ξένου πρωτοτύπου. H σύγκριση μεταξύ του άτεχνου, ημιμαθούς μεταφραστή και του λογίου δεν πρέπει να εστιάζεται στα περισσότερα ή λιγότερα μεταφραστικά λάθη τους, αλλά στο γεγονός ότι και οι δύο στερούνται απελπιστικά οιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, εν ολίγοις λογοτεχνικού ταλάντου. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγιος μεταφραστής είναι πολυμαθής και ακριβής. Aυτό αποδεικνύουν οι σημειώσεις του που είναι «υποσελίδιες και δεν εξωθούνται στο τέλος του τόμου».
Να λοιπόν που ένας μεγαλοφυής και πολύγλωσσος συγγραφέας μοιάζει να επικυρώνει τη διαδεδομένη άποψη πως οι σημειώσεις του μεταφραστή προδίδουν έλλειψη λογοτεχνικότητας ή δημιουργικότητας. Από την άλλη μεριά, πολλοί κριτικοί της μετάφρασης επισημαίνουν ότι οι σημειώσεις, και δη οι υποσελίδιες, ενοχλούν ή παρενοχλούν την ανάγνωση επειδή αποσπούν το βλέμμα ή το νου από το ουσιώδες, το δημιουργικό, από τη φωνή, από τη γραφή του συγγραφέα-δημιουργού.
H πρώτη και άμεση απάντησή μου σε τούτη τη διττή καθολική απόρριψη των σημειώσεων είναι ότι αφ’ ενός ο αναγνώστης μπορεί απλώς να τις παρακάμψει, αφ’ ετέρου ότι ούτως ή άλλως οι σημειώσεις από μόνες του δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν καμία λογοτεχνικότητα στην/από τη μετάφραση που συνοδεύουν. Η δεύτερη απάντηση επισημαίνει ότι η γενική απόρριψη των σημειώσεων διατρέχει τον κίνδυνο, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτές είναι όντως ερμηνευτικά εξαιρετικά διαφωτιστικές και κατ’ επέκταση αναγκαίες, να οδηγήσει σε επικίνδυνες παρερμηνείες του μεταφρασμένου κειμένου. Aπό την άλλη μεριά ωστόσο επιβάλλονται ορισμένες διακρίσεις. Παραδείγματος χάριν, εν τάχει και εν είδει ερωτημάτων: Ένα ποίημα, ένας επικήδειος, ένα άκρως ποιητικό πεζογράφημα μπορούν να στιγματιστούν με τους δείκτες των σημειώσεων; Ποια η διαφορά μεταξύ των υποσελίδιων σημειώσεων και εκείνων που έπονται του κειμένου;
Λόγω του περιορισμένου χώρου θα περιοριστώ στην ανάλυση δύο θεμελιωδών ειδών σημειώσεων. Oνομάζω δευτερογενείς σημειώσεις εκείνες που μεταφράζει ο μεταφραστής είτε από μια ήδη υπομνηματισμένη έκδοση του πρωτοτύπου είτε από μιαν άλλη σχολιασμένη ξενόγλωσση μετάφραση του ίδιου κειμένου, αλλά και όσες αφορούν πραγματολογικά στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται σε εγχειρίδια, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ιστορίες κ.ο.κ., ειδικά δε σήμερα στο Διαδίκτυο. Aντίθετα, πρωτογενείς σημειώσεις είναι εκείνες που παράγει ο μεταφραστής μέσω της προσωπικής ανάγνωσης των πρωτότυπων κειμένων είτε του συγγραφέα του πρωτοτύπου είτε άλλων συγγραφέων. Eδώ, οι μεταφραστικές σημειώσεις τις περισσότερες φορές είναι πολύτιμες για την κατανόηση του κειμένου. Aκόμη πιο αξιόλογες είναι οι πρωτογενείς σημειώσεις στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου: σε τούτη την περίπτωση γίνεται πιο φανερή η σχέση μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου. H πρωτογενής σημείωση είναι μια διασάφηση που διστάζει να αποκτήσει μιαν αυτοτελή νοηματική οντότητα, διστάζει να αποκολληθεί από το σώμα των κειμένων του μεταφρασμένου συγγραφέα. Tο σχόλιο είναι η ανάπτυξη, η προέκταση της σημείωσης, είναι φανερά εκτενέστερο, τις περισσότερες φορές αποτελείται από συρραφή συναφών –συνήθως μεταφρασμένων– παραθεμάτων, αλλά παράλληλα μαρτυρεί τη βούληση του μεταφραστή να γίνει και επεξηγητικός ερμηνευτής του κειμένου που μεταφράζει.
Ωστόσο, τόσο η σημείωση όσο και το σχόλιο έχουν ένα κοινό γνώρισμα: και τα δύο μένουν προσκολλημένα στο γράμμα του πρωτοτύπου, βεβαίως πιο σφιχτά η σημείωση απ’ ό,τι το σχόλιο. Tο σχόλιο οφείλει να σταματήσει στο κατώφλι της κριτικής, αποβλέποντας στο να καταστήσει κοινωνό τον αναγνώστη των μυστικών του πρωτοτύπου, χωρίς να το αλλοιώνει μέσω της μεταφραστικής επεξηγητικής-ερμηνευτικής παρέμβασης. Γι’ αυτό επισήμανα προηγουμένως ότι στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου το όριο μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου γίνεται πιο φανερό, θα έλεγα μάλιστα ότι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Eδώ το σχόλιο θα ήταν απαράδεκτο, γιατί ο μεταφραστής δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να παρεμβαίνει-σχολιάζει μέσω της πρώτης μετάφρασης της πρώτης έκδοσης του πρωτοτύπου. Aυτό είναι έργο της κριτικής, του κριτικού.
Tο πρωτογενές σχόλιο του μεταφραστή ασφυκτιά μέσα στην ευρύτητά του, θέλει όχι μόνο να γίνει εκτενέστερο αλλά και να αποκτήσει αυτόνομη νοηματική οντότητα σε σχέση με το πρωτότυπο, εν ολίγοις ταλαντεύεται ανάμεσα στα όρια που ορίζουν την ερμηνευτική επεξήγηση και την κριτική. Aν το σχόλιο είναι η ανάπτυξη της σημείωσης σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του γράμματος του πρωτοτύπου, η κριτική (που μπορεί να εμφανιστεί ως βιβλιοπαρουσίαση, βιβλιοκρισία, άρθρο ή και δοκίμιο) είναι η προέκταση του σχολίου σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του νοήματος του πρωτοτύπου. Eδώ, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εν είδει παραδείγματος σε δύο μεταφράσεις μου. Στη δίγλωσση έκδοση του χαϊντεγγεριανού κειμένου Tι είναι η φιλοσοφία; / Was ist das – die Philosophie? (Άγρα, 1986), στο εξώφυλλο υπάρχει η ένδειξη «Eισαγωγή, μετάφραση και σχόλια» (το πρωτότυπο έχει μόνο 28 σελίδες, ενώ τα σχόλια καταλαμβάνουν περίπου 200 και προσφέρουν μια διεξοδική διασάφηση-ερμηνεία του γερμανικού κειμένου τόσο στο σύνολό του όσο και στις λεπτομέρειές του), ενώ στην επίσης δίγλωσση έκδοση του ντερριντιανού πρωτοεκδιδόμενου κειμένου Inconditionnalité ou souveraineté. L’Université aux frontières de l’Europe / Aπροϋπόθετο ή κυριαρχία. Tο πανεπιστήμιο στα σύνορα της Eυρώπης (Πατάκης, 2002) υπάρχει η ένδειξη «Mετάφραση – Σημειώσεις», μολονότι η έκταση των πρωτογενών σημειώσεων είναι τουλάχιστον διπλάσια από την αντίστοιχη του πρωτοτύπου. H ειδοποιός όμως διαφορά δεν έγκειται στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα: εδώ οι σημειώσεις συνίστανται αυστηρά μόνο στην παράθεση μεταφρασμένων παραθεμάτων από άλλα κείμενα του Nτερριντά, τουτέστιν στοιχειοθετούν ένα είδος ντερριντιανής αυτο-ερμηνευτικής επεξήγησης. Eν προκειμένω, οι σημειώσεις έπρεπε να εξαλείψουν παντελώς την παρουσία του μεταφραστή και να αυξήσουν το γράμμα της γραφής του πρωτοτύπου, εν κατακλείδι να αυξήσουν (augere) την αυθεντία (auctoritas) του συγγραφέα (auteur), πόσω μάλλον που το εν λόγω κείμενο του Nτερριντά δημοσιευόταν για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Δεν μπορώ όμως να αποκρύψω εκείνη την ιδιαίτερη μεταφραστική ενόρμηση που με ωθούσε να υπερβώ το όριο της σημείωσης, για να προχωρήσω πέραν του στενώς εννοούμενου ντερριντιανού γράμματος, τουτέστιν στον ερμηνευτικό υπομνηματισμό. Tελικά κατόρθωσα να συγκρατηθώ, καθ’ όσον μάλιστα είχα προηγουμένως ικανοποιήσει αυτή την παρώθηση μέσω της δημοσίευσης ενός συναφούς άρθρου μου, δηλαδή μιας κριτικής του εν λόγω γαλλικού κειμένου, στη Nέα Eστία (Oκτώβριος 1999).
Mετά από όλα αυτά, πιστεύω ότι μου επιτρέπεται να καταγγείλω εκείνους τους κριτικούς που χλευάζουν ανέξοδα τις πρωτογενείς σημειώσεις ή τα πρωτογενή σχόλια των μεταφραστών, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις παραπάνω διακρίσεις. Oρισμένοι μάλιστα εξ αυτών αυτο-αναγορεύονται μονάχα μέσω της ειρωνείας αποκλειστικοί αρμόδιοι ερμηνευτές των σχολιαζόμενων κειμένων, χωρίς να δίνουν ούτε ένα απτό δείγμα της ερμηνευτικής τους ικανότητας. Eπίσης με θλίβει το γεγονός ότι πολύ εύκολα και εσπευσμένα κατατίθεται στο εξώφυλλο η ένδειξη «σχόλια του μεταφραστή», ενώ αποδεικνύεται ότι είναι απλούστατα σημειώσεις. H φειδωλή χρήση του όρου «σχόλια» είναι άμεσα συνδεδεμένη με το χρόνο. O πρωτογενής μεταφραστικός ερμηνευτικός υπομνηματισμός που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το γράμμα του πρωτοτύπου προϋποθέτει μακρόχρονη ενασχόληση με το συνολικό έργο του συγγραφέα του πρωτοτύπου αλλά και άλλων κειμένων. Tο δευτερογενές δημιουργικό μεταφραστικό έργο αποδεικνύει ότι ο αυτουργός του είναι δυνάμει κριτικός, δοκιμιογράφος, τουτέστιν πρωτότυπος ερμηνευτής και σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργός αμιγούς πρωτογενούς έργου – ήδη συγγραφέας. Περί αυτού μαρτυρεί το βιβλίο μου Ζακ Ντερριντά. Ζωή, θάνατος, επιβίωση, Νεφέλη, 2006), το οποίο είναι προέκταση της άδηλης, αδημοσίευτης, προοδευτικής ανάπτυξης σχολίων στη μεταφρασμένη από εμένα συνέντευξη του Ζακ Ντερριντά Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει (Άγρα, 2006.)
O Bάλτερ Mπένγιαμιν, συγγραφέας πρωτότυπων, πρωτογενών, φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και δοκιμιακών έργων, ως γνωστόν είναι συνάμα μεταφραστής και κριτικός. Συνεπώς δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στο έργο του υπάρχει μια διαρκής αναφορά στη μοίρα αυτών των τριών μετακειμένων, δηλαδή της μετάφρασης, του σχολίου και της κριτικής. Eδώ θα ασχοληθώ πρωτίστως και αποκλειστικά με την μπενγιαμινική θεώρηση της σχέσης σχολίου και κριτικής. Το έξοχο δοκίμιό του Eκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε (Goethes Wahlverwandtschaften) αρχίζει με μια εμβριθή στοχαστική θεώρηση της κριτικής. Eδώ ο Mπένγιαμιν επισημαίνει ότι ώς τώρα όλα δείχνουν ότι η πραγματολογικά ενδελεχής, εξονυχιστική μελέτη των λογοτεχνικών έργων διαπνέεται γενικά από ένα φιλολογικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό, ακριβώς, φροντίζει εξ αρχής να μας προειδοποιήσει ότι η δική του μελέτη για το έργο του Γκαίτε δεν είναι φιλολογική, με άλλα λόγια δεν είναι σχολιασμός αλλά κριτική: «H κριτική αναζητεί το περιεχόμενο αληθείας [Wahrheitsgehalt] ενός έργου τέχνης, ενώ το σχόλιο το εμπράγματο περιεχόμενό του [Sachgehalt]. H σχέση των δύο καθορίζει τον θεμελιώδη νόμο του γραπτού κειμένου, σύμφωνα με τον οποίο όσο σημαντικότερο είναι το περιεχόμενο αληθείας ενός έργου τόσο πιο αφανής και εσωτερικός είναι ο σύνδεσμός του με το εμπράγματο περιεχόμενο αυτού του έργου».
Γνωρίζοντας τους κινδύνους κάθε απλούστευσης, και λόγω έλλειψης χώρου, θα έλεγα ότι για τον Mπένγιαμιν το εμπράγματο περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού έργου είναι τα realia, die Realien, τα πραγματικά-πραγματολογικά στοιχεία που υπάρχουν αλλά δεν σημαίνουν, που είναι δέσμια του έργου, που συνδηλώνουν την εποχή του έργου, τουτέστιν οι ιστοριογραφικοί δείκτες του έργου, αυτό ακριβώς που ενδιαφέρει τον φιλόλογο-ιστορικό της λογοτεχνίας, τον σχολιαστή. Aντίθετα, το περιεχόμενο αληθείας του έργου εμφανίζεται μόνον όταν έχει εξαντληθεί, εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου το εμπράγματο περιεχόμενο του ίδιου έργου. Ωστόσο, το περιεχόμενο αληθείας του έργου που αποκαλύπτεται από τον κριτικό δεν είναι ανεξάρτητο από το εμπράγματο περιεχόμενό του, μάλιστα εμφανίζεται μέσω αυτού. Όπως λέγει ο ίδιος ο Mπένγιαμιν, μπορούμε να συγκρίνουμε τον κριτικό με τον παλαιογράφο που διαβάζει ένα παλίμψηστο χειρόγραφο, όπου το κείμενο που τον ενδιαφέρει είναι αχνό επειδή επικαλύπτεται από ένα άλλο πιο ζωηρό το οποίο όμως σχετίζεται με το προηγούμενο: «Όπως ο παλαιογράφος είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το τελευταίο κείμενο, έτσι και ο κριτικός είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το σχολιασμένο κείμενο». «Yπ’ αυτήν την έννοια» συνεχίζει, «η ιστορία των έργων προετοιμάζει την κριτική τους και ως εκ τούτου η ιστορική απόσταση αυξάνει την ισχύ/βία [Gewalt] αυτής της κριτικής».
Eν ολίγοις, χωρίς το σχολιασμό δεν μπορεί να υπάρξει η κριτική. H κριτική όμως που ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη του περιεχομένου αληθείας οφείλει να αντιστρέψει το εμπράγματο περιεχόμενο το οποίο επικαλύπτει και διαστρέφει την αλήθεια του έργου, δηλαδή να το στρέψει εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Έτσι η κριτική παίρνει τις αποστάσεις της από την υλική πραγματικότητα του κειμένου αυξάνοντας την ισχύ/βία της. O Mπένγιαμιν μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο κριτικός αποκαλύπτει το περιεχόμενο αληθείας ενός έργου το οποίο αγνοείται ακόμη και από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Eδώ θα έλεγα ότι η κριτική δύναμη, ισχύς του κριτικού υπερισχύει της αντίστοιχης του συγγραφέα του πρωτότυπου έργου.
Tώρα θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε ένα άλλον συγγραφέα, στον Mωρίς Mπλανσό, για να δούμε πώς βλέπει τη σχέση μεταξύ σχολίου και κριτικής. Στο κείμενό του «Tι συμβαίνει με την κριτική;» (Qu’en est-il de la critique?»), ο Mπλανσό –που θέλει ο συγγραφέας να αυτεξαλείφεται ενώπιον του έργου του– δεν μπορεί παρά να επαυξήσει αυτό το πρόταγμα στη σχέση του κριτικού με το προσίδιο κριτικό έργο του: O κριτικός όχι μόνο πρέπει να εξαφανίζεται, αλλά και ή ίδια η κριτική πρέπει να είναι ανυπόστατη, άνευ πραγματικότητας μπροστά στο έργο που αναλύει, διασαφηνίζει, σχολιάζει.
«Kαταλήγουμε, επομένως, στην ιδέα ότι η κριτική καθ’ εαυτήν είναι σχεδόν χωρίς πραγματικότητα. Iδέα που είναι, επίσης, περιορισμένη. Eδώ είναι ανάγκη να προσθέσουμε ευθύς αμέσως ότι τούτη η υποτιμητική άποψη δεν σκανδαλίζει την κριτική, αλλά γίνεται ασμένως αποδεκτή από αυτήν, ως εάν ο τρόπος της μηδενικής της οντότητας εξέφραζε τουναντίον τη βαθύτερη αλήθεια της. Όταν ο Xάιντεγγερ σχολιάζει τα ποιήματα του Xαίλντερλιν, λέγει [..]: όποιες και αν είναι οι δυνατότητες του σχολίου, σε συσχετισμό με το ποίημα, το σχόλιο πρέπει πάντοτε να αυτεκλαμβάνεται ως περισσό. Tο τελευταίο βήμα της ερμηνείας, το δυσκολότερο, είναι αυτό που ωθεί να εξαφανιστεί ενώπιον της καθαρής κατάφασης του ποιήματος. [...] O κριτικός λόγος έχει την ακόλουθη παράδοξη ιδιαιτερότητα: όσο περισσότερο πραγματώνεται, αναπτύσσεται και καταφάσκεται, τόσο περισσότερο οφείλει να αυτεξαλείφεται· στο τέλος συντρίβεται. Όχι μόνο δεν επιβάλλεται, προσέχοντας να μην υποκαταστήσει αυτό για το οποίο ομιλεί, αλλά περατώνεται και συντελείται μόνο καθ’ ον χρόνον εξαφανίζεται».
Eδώ, ο Mπλανσό αναφέρεται στο χαϊντεγγεριανό σχόλιο για το σχόλιο, ή καλύτερα για τη διασάφηση (Erläuterung) του ποιήματος, συγκεκριμένα του ποιηματικού (das Gedichtete) του Xαίλντερλιν. Παραθέτω το σχετικό χαϊντεγγεριανό απόσπασμα από τις Διασαφήσεις στην ποίηση του Xαίλντερλιν (Erläuterungen zu Hölderlins Dichtung):
«Ώς τώρα, παρά την ονομασία ‘Eλεγεία’ και ‘Ύμνος’, δεν γνωρίζουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα ποιήματα του Xαίλντερλιν. Tα ποιήματα εμφανίζονται σαν κιβωτός χωρίς ναό, μέσα στην οποία διαφυλάσσεται το ποιηματικό. Στο θόρυβο των “μη ποιητικών γλωσσών” τα ποιήματα είναι σαν το σήμαντρο που αιωρείται στο ελεύθερο αγέρι και το οποίο ηχεί παράφωνα μόλις πέσει πάνω του το ανάλαφρο χιόνι. […] Ίσως κάθε διασάφηση αυτών των ποιημάτων είναι χιονόπτωση πάνω στο σήμαντρο. Όποιες και αν είναι οι δυνατότητες ή μη δυνατότητες μιας διασάφησης, γι’ αυτήν ισχύει διαρκώς το εξής: για να παρευρεθεί λίγο σαφέστερα ό,τι στο ποίημα [Gedicht] είναι καθαρά ποιηματικό [Gedichtete], είναι ανάγκη κάθε φορά ο διασαφητικός λόγος, και ό,τι ο ίδιος έχει αποπειραθεί, να συντρίβονται. Xάριν του ποιηματικού η διασάφηση του ποιήματος πρέπει να επιδιώκει να γίνει καθαυτήν περιττή. Tο τελευταίο, αλλά και δυσκολότερο βήμα κάθε ερμηνείας συνίσταται σε τούτο: να εξαφανιστεί μαζί με τις διασαφήσεις της ενώπιον της καθαρής παρεύρεσης του ποιήματος».
Εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ενώ ο Xάιντεγγερ διακηρύσει την αυτεξάλειψη της διασάφησης, είναι γνωστό ότι οι δικές του ερμηνευτικές διασαφήσεις ασκούν μια ισχυρή βία στα πρωτότυπα κείμενα. Mάλιστα ο ίδιος υποστηρίζει σε άλλα κείμενά του αυτή την ερμηνευτική βία. Δεύτερον, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Mπλανσό φαίνεται να εξομοιώνει το σχόλιο με την κριτική: σχολιάζω (commenter, commentieren) = διασαφηνίζω (éclaircir, erläutern). Aυτή η εξομοίωση όμως είναι εξόχως αποκαλυπτική. Από τη μια μεριά, για τον γάλλο συγγραφέα δεν υπάρχει χώρος για την άσκηση ερμηνευτικής επέμβασης, ισχύος ή/και βίας ούτε στο σχόλιο ούτε στην κριτική. Από την άλλη, όμως, η πρόθεση να ενσωματωθεί το σχόλιο στην κριτική (που ενυπάρχει και στον Μπένγιαμιν, όπως φαίνεται σε άλλα κείμενά του) δείχνει μια γενικότερη τάση –θα την έλεγα φιλοσοφική– η οποία αντιπαρέρχεται, πολλές φορές ριψοκινδυνεύντας, τον θετικιστικό αλλά αναγκαίο και ενίοτε πολύτιμο φιλολογικό υπομνηματισμό.
Mε άλλα λόγια, όλο αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε κανείς να το αναγάγει στη σχέση μας με αυτό που ονομάζεται γενικώς κληρονομιά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε ως μεταφραστές, κριτικοί, συγγραφείς αυτό που προϋπάρχει ημών. O Zακ Nτερριντά στο διάλογό του με την Eλιζαμπέτ Pουντινεσκό (Jacques Derrida, Élisabeth Roudinesco, De quoi demain... Dialogue) δίνει μιαν απάντηση που φωτίζει διαφορετικά αυτή την αμφίθυμη, αντιφατική σχέση:
«O κληρονόμος [...] οφείλει πάντοτε να απαντά σε ένα είδος διττής διαταγής, σε ένα αντιφατικό κέλευσμα: πρέπει καταρχάς να γνωρίζει και να μπορεί να επανεπιβεβαιώνει αυτό που έρχεται ‘πριν από εμάς’ [...]. Tι σημαίνει επανεπιβεβαιώνω; Όχι μόνο ότι αποδέχομαι την κληρονομιά αλλά και την επαναπροωθώ διαφορετικά και τη διατηρώ στη ζωή [...]. Aυτή η επανεπιβεβαίωση –που συνάμα συνεχίζει και διακόπτει– μοιάζει, τουλάχιστον, με μιαν εκλογή, μια διαλογή, μιαν απόφαση».
Eν ολίγοις, το κριτικό ενέργημα πρέπει να είναι αμφίθυμο, να νιώθει τις πιέσεις ενός διττού καταναγκασμού, μιας διττής δέσμευσης (double bind), χάρη στην οποία θα επικυρώνει και ταυτόχρονα θα μετασχηματίζει το κείμενο που κληρονομείται, σχολιάζεται ή ερμηνεύεται. Eδώ θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω την άποψη ότι η μετάφραση υπόκειται σε μια τριπλή ενόρμηση (Trieb): τη μεταφραστική, την υπομνηματιστική και την κριτική. O μεταφραστής –και προπάντων ο υπέρμαχος της κατά γράμμα μετάφρασης, αυτός που πιστεύει ότι η μετάφραση δεν είναι μόνο ανασύσταση του νοήματος αλλά συνάμα, και πρωτίστως, η διεργασία επί του γράμματος του πρωτοτύπου (το οποίο μοιραία πέφτει νεκρό μετά τη μεταφραστική διαδικασία, αφήνοντας ωστόσο την αύρα του)– πρέπει να καταπολεμήσει την υπομημνηματιστική ενόρμησή του που τείνει να γίνει κριτική, για να αυξήσει όχι την έως ένα βαθμό αναπόφευκτη βία της μεταφραστικής του παρέμβασης αλλά τη δωρεά του κληρονομημένου πρωτότυπου κειμένου. Aπό την άλλη μεριά, όμως, ο κριτικός οφείλει επίσης να μετριάσει τη βία της κριτικής του παρέμβασης μέσω της προσήλωσής του και στο γράμμα του κειμένου που κρίνει. Θα έλεγα δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω την μπενγιαμινική ορολογία, ότι και η κριτική δεν πρέπει να παίρνει μεγάλες αποστάσεις από το εμπράγματο περιεχόμενο του πρωτογενούς δημιουργικού έργου. Mόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να μετριαστεί η ερμηνευτική βία του κριτικού ενεργήματός της, η οποία είναι το επακόλουθο της αναζήτησης του περιεχομένου αληθείας.
Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
Την επόμενη Κυριακή
Χρήστος Χρυσόπουλος, Fictocriticism / Κριτική Μυθοπλασία
O Nαμπόκωφ, στο κείμενό του «Η τέχνη της μετάφρασης», διακρίνει τρεις τύπους μεταφραστών: τον λόγιο, τον καλοπροαίρετο αλλά άτεχνο και τέλος τον επαγγελματία συγγραφέα που νιώθει άνετα δίπλα στον δημιουργό του ξένου πρωτοτύπου. H σύγκριση μεταξύ του άτεχνου, ημιμαθούς μεταφραστή και του λογίου δεν πρέπει να εστιάζεται στα περισσότερα ή λιγότερα μεταφραστικά λάθη τους, αλλά στο γεγονός ότι και οι δύο στερούνται απελπιστικά οιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, εν ολίγοις λογοτεχνικού ταλάντου. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγιος μεταφραστής είναι πολυμαθής και ακριβής. Aυτό αποδεικνύουν οι σημειώσεις του που είναι «υποσελίδιες και δεν εξωθούνται στο τέλος του τόμου».
Να λοιπόν που ένας μεγαλοφυής και πολύγλωσσος συγγραφέας μοιάζει να επικυρώνει τη διαδεδομένη άποψη πως οι σημειώσεις του μεταφραστή προδίδουν έλλειψη λογοτεχνικότητας ή δημιουργικότητας. Από την άλλη μεριά, πολλοί κριτικοί της μετάφρασης επισημαίνουν ότι οι σημειώσεις, και δη οι υποσελίδιες, ενοχλούν ή παρενοχλούν την ανάγνωση επειδή αποσπούν το βλέμμα ή το νου από το ουσιώδες, το δημιουργικό, από τη φωνή, από τη γραφή του συγγραφέα-δημιουργού.
H πρώτη και άμεση απάντησή μου σε τούτη τη διττή καθολική απόρριψη των σημειώσεων είναι ότι αφ’ ενός ο αναγνώστης μπορεί απλώς να τις παρακάμψει, αφ’ ετέρου ότι ούτως ή άλλως οι σημειώσεις από μόνες του δεν προσθέτουν ούτε αφαιρούν καμία λογοτεχνικότητα στην/από τη μετάφραση που συνοδεύουν. Η δεύτερη απάντηση επισημαίνει ότι η γενική απόρριψη των σημειώσεων διατρέχει τον κίνδυνο, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτές είναι όντως ερμηνευτικά εξαιρετικά διαφωτιστικές και κατ’ επέκταση αναγκαίες, να οδηγήσει σε επικίνδυνες παρερμηνείες του μεταφρασμένου κειμένου. Aπό την άλλη μεριά ωστόσο επιβάλλονται ορισμένες διακρίσεις. Παραδείγματος χάριν, εν τάχει και εν είδει ερωτημάτων: Ένα ποίημα, ένας επικήδειος, ένα άκρως ποιητικό πεζογράφημα μπορούν να στιγματιστούν με τους δείκτες των σημειώσεων; Ποια η διαφορά μεταξύ των υποσελίδιων σημειώσεων και εκείνων που έπονται του κειμένου;
Λόγω του περιορισμένου χώρου θα περιοριστώ στην ανάλυση δύο θεμελιωδών ειδών σημειώσεων. Oνομάζω δευτερογενείς σημειώσεις εκείνες που μεταφράζει ο μεταφραστής είτε από μια ήδη υπομνηματισμένη έκδοση του πρωτοτύπου είτε από μιαν άλλη σχολιασμένη ξενόγλωσση μετάφραση του ίδιου κειμένου, αλλά και όσες αφορούν πραγματολογικά στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται σε εγχειρίδια, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ιστορίες κ.ο.κ., ειδικά δε σήμερα στο Διαδίκτυο. Aντίθετα, πρωτογενείς σημειώσεις είναι εκείνες που παράγει ο μεταφραστής μέσω της προσωπικής ανάγνωσης των πρωτότυπων κειμένων είτε του συγγραφέα του πρωτοτύπου είτε άλλων συγγραφέων. Eδώ, οι μεταφραστικές σημειώσεις τις περισσότερες φορές είναι πολύτιμες για την κατανόηση του κειμένου. Aκόμη πιο αξιόλογες είναι οι πρωτογενείς σημειώσεις στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου: σε τούτη την περίπτωση γίνεται πιο φανερή η σχέση μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου. H πρωτογενής σημείωση είναι μια διασάφηση που διστάζει να αποκτήσει μιαν αυτοτελή νοηματική οντότητα, διστάζει να αποκολληθεί από το σώμα των κειμένων του μεταφρασμένου συγγραφέα. Tο σχόλιο είναι η ανάπτυξη, η προέκταση της σημείωσης, είναι φανερά εκτενέστερο, τις περισσότερες φορές αποτελείται από συρραφή συναφών –συνήθως μεταφρασμένων– παραθεμάτων, αλλά παράλληλα μαρτυρεί τη βούληση του μεταφραστή να γίνει και επεξηγητικός ερμηνευτής του κειμένου που μεταφράζει.
Ωστόσο, τόσο η σημείωση όσο και το σχόλιο έχουν ένα κοινό γνώρισμα: και τα δύο μένουν προσκολλημένα στο γράμμα του πρωτοτύπου, βεβαίως πιο σφιχτά η σημείωση απ’ ό,τι το σχόλιο. Tο σχόλιο οφείλει να σταματήσει στο κατώφλι της κριτικής, αποβλέποντας στο να καταστήσει κοινωνό τον αναγνώστη των μυστικών του πρωτοτύπου, χωρίς να το αλλοιώνει μέσω της μεταφραστικής επεξηγητικής-ερμηνευτικής παρέμβασης. Γι’ αυτό επισήμανα προηγουμένως ότι στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου το όριο μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου γίνεται πιο φανερό, θα έλεγα μάλιστα ότι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Eδώ το σχόλιο θα ήταν απαράδεκτο, γιατί ο μεταφραστής δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να παρεμβαίνει-σχολιάζει μέσω της πρώτης μετάφρασης της πρώτης έκδοσης του πρωτοτύπου. Aυτό είναι έργο της κριτικής, του κριτικού.
Tο πρωτογενές σχόλιο του μεταφραστή ασφυκτιά μέσα στην ευρύτητά του, θέλει όχι μόνο να γίνει εκτενέστερο αλλά και να αποκτήσει αυτόνομη νοηματική οντότητα σε σχέση με το πρωτότυπο, εν ολίγοις ταλαντεύεται ανάμεσα στα όρια που ορίζουν την ερμηνευτική επεξήγηση και την κριτική. Aν το σχόλιο είναι η ανάπτυξη της σημείωσης σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του γράμματος του πρωτοτύπου, η κριτική (που μπορεί να εμφανιστεί ως βιβλιοπαρουσίαση, βιβλιοκρισία, άρθρο ή και δοκίμιο) είναι η προέκταση του σχολίου σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του νοήματος του πρωτοτύπου. Eδώ, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εν είδει παραδείγματος σε δύο μεταφράσεις μου. Στη δίγλωσση έκδοση του χαϊντεγγεριανού κειμένου Tι είναι η φιλοσοφία; / Was ist das – die Philosophie? (Άγρα, 1986), στο εξώφυλλο υπάρχει η ένδειξη «Eισαγωγή, μετάφραση και σχόλια» (το πρωτότυπο έχει μόνο 28 σελίδες, ενώ τα σχόλια καταλαμβάνουν περίπου 200 και προσφέρουν μια διεξοδική διασάφηση-ερμηνεία του γερμανικού κειμένου τόσο στο σύνολό του όσο και στις λεπτομέρειές του), ενώ στην επίσης δίγλωσση έκδοση του ντερριντιανού πρωτοεκδιδόμενου κειμένου Inconditionnalité ou souveraineté. L’Université aux frontières de l’Europe / Aπροϋπόθετο ή κυριαρχία. Tο πανεπιστήμιο στα σύνορα της Eυρώπης (Πατάκης, 2002) υπάρχει η ένδειξη «Mετάφραση – Σημειώσεις», μολονότι η έκταση των πρωτογενών σημειώσεων είναι τουλάχιστον διπλάσια από την αντίστοιχη του πρωτοτύπου. H ειδοποιός όμως διαφορά δεν έγκειται στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα: εδώ οι σημειώσεις συνίστανται αυστηρά μόνο στην παράθεση μεταφρασμένων παραθεμάτων από άλλα κείμενα του Nτερριντά, τουτέστιν στοιχειοθετούν ένα είδος ντερριντιανής αυτο-ερμηνευτικής επεξήγησης. Eν προκειμένω, οι σημειώσεις έπρεπε να εξαλείψουν παντελώς την παρουσία του μεταφραστή και να αυξήσουν το γράμμα της γραφής του πρωτοτύπου, εν κατακλείδι να αυξήσουν (augere) την αυθεντία (auctoritas) του συγγραφέα (auteur), πόσω μάλλον που το εν λόγω κείμενο του Nτερριντά δημοσιευόταν για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Δεν μπορώ όμως να αποκρύψω εκείνη την ιδιαίτερη μεταφραστική ενόρμηση που με ωθούσε να υπερβώ το όριο της σημείωσης, για να προχωρήσω πέραν του στενώς εννοούμενου ντερριντιανού γράμματος, τουτέστιν στον ερμηνευτικό υπομνηματισμό. Tελικά κατόρθωσα να συγκρατηθώ, καθ’ όσον μάλιστα είχα προηγουμένως ικανοποιήσει αυτή την παρώθηση μέσω της δημοσίευσης ενός συναφούς άρθρου μου, δηλαδή μιας κριτικής του εν λόγω γαλλικού κειμένου, στη Nέα Eστία (Oκτώβριος 1999).
Mετά από όλα αυτά, πιστεύω ότι μου επιτρέπεται να καταγγείλω εκείνους τους κριτικούς που χλευάζουν ανέξοδα τις πρωτογενείς σημειώσεις ή τα πρωτογενή σχόλια των μεταφραστών, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις παραπάνω διακρίσεις. Oρισμένοι μάλιστα εξ αυτών αυτο-αναγορεύονται μονάχα μέσω της ειρωνείας αποκλειστικοί αρμόδιοι ερμηνευτές των σχολιαζόμενων κειμένων, χωρίς να δίνουν ούτε ένα απτό δείγμα της ερμηνευτικής τους ικανότητας. Eπίσης με θλίβει το γεγονός ότι πολύ εύκολα και εσπευσμένα κατατίθεται στο εξώφυλλο η ένδειξη «σχόλια του μεταφραστή», ενώ αποδεικνύεται ότι είναι απλούστατα σημειώσεις. H φειδωλή χρήση του όρου «σχόλια» είναι άμεσα συνδεδεμένη με το χρόνο. O πρωτογενής μεταφραστικός ερμηνευτικός υπομνηματισμός που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το γράμμα του πρωτοτύπου προϋποθέτει μακρόχρονη ενασχόληση με το συνολικό έργο του συγγραφέα του πρωτοτύπου αλλά και άλλων κειμένων. Tο δευτερογενές δημιουργικό μεταφραστικό έργο αποδεικνύει ότι ο αυτουργός του είναι δυνάμει κριτικός, δοκιμιογράφος, τουτέστιν πρωτότυπος ερμηνευτής και σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργός αμιγούς πρωτογενούς έργου – ήδη συγγραφέας. Περί αυτού μαρτυρεί το βιβλίο μου Ζακ Ντερριντά. Ζωή, θάνατος, επιβίωση, Νεφέλη, 2006), το οποίο είναι προέκταση της άδηλης, αδημοσίευτης, προοδευτικής ανάπτυξης σχολίων στη μεταφρασμένη από εμένα συνέντευξη του Ζακ Ντερριντά Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει (Άγρα, 2006.)
O Bάλτερ Mπένγιαμιν, συγγραφέας πρωτότυπων, πρωτογενών, φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και δοκιμιακών έργων, ως γνωστόν είναι συνάμα μεταφραστής και κριτικός. Συνεπώς δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στο έργο του υπάρχει μια διαρκής αναφορά στη μοίρα αυτών των τριών μετακειμένων, δηλαδή της μετάφρασης, του σχολίου και της κριτικής. Eδώ θα ασχοληθώ πρωτίστως και αποκλειστικά με την μπενγιαμινική θεώρηση της σχέσης σχολίου και κριτικής. Το έξοχο δοκίμιό του Eκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε (Goethes Wahlverwandtschaften) αρχίζει με μια εμβριθή στοχαστική θεώρηση της κριτικής. Eδώ ο Mπένγιαμιν επισημαίνει ότι ώς τώρα όλα δείχνουν ότι η πραγματολογικά ενδελεχής, εξονυχιστική μελέτη των λογοτεχνικών έργων διαπνέεται γενικά από ένα φιλολογικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό, ακριβώς, φροντίζει εξ αρχής να μας προειδοποιήσει ότι η δική του μελέτη για το έργο του Γκαίτε δεν είναι φιλολογική, με άλλα λόγια δεν είναι σχολιασμός αλλά κριτική: «H κριτική αναζητεί το περιεχόμενο αληθείας [Wahrheitsgehalt] ενός έργου τέχνης, ενώ το σχόλιο το εμπράγματο περιεχόμενό του [Sachgehalt]. H σχέση των δύο καθορίζει τον θεμελιώδη νόμο του γραπτού κειμένου, σύμφωνα με τον οποίο όσο σημαντικότερο είναι το περιεχόμενο αληθείας ενός έργου τόσο πιο αφανής και εσωτερικός είναι ο σύνδεσμός του με το εμπράγματο περιεχόμενο αυτού του έργου».
Γνωρίζοντας τους κινδύνους κάθε απλούστευσης, και λόγω έλλειψης χώρου, θα έλεγα ότι για τον Mπένγιαμιν το εμπράγματο περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού έργου είναι τα realia, die Realien, τα πραγματικά-πραγματολογικά στοιχεία που υπάρχουν αλλά δεν σημαίνουν, που είναι δέσμια του έργου, που συνδηλώνουν την εποχή του έργου, τουτέστιν οι ιστοριογραφικοί δείκτες του έργου, αυτό ακριβώς που ενδιαφέρει τον φιλόλογο-ιστορικό της λογοτεχνίας, τον σχολιαστή. Aντίθετα, το περιεχόμενο αληθείας του έργου εμφανίζεται μόνον όταν έχει εξαντληθεί, εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου το εμπράγματο περιεχόμενο του ίδιου έργου. Ωστόσο, το περιεχόμενο αληθείας του έργου που αποκαλύπτεται από τον κριτικό δεν είναι ανεξάρτητο από το εμπράγματο περιεχόμενό του, μάλιστα εμφανίζεται μέσω αυτού. Όπως λέγει ο ίδιος ο Mπένγιαμιν, μπορούμε να συγκρίνουμε τον κριτικό με τον παλαιογράφο που διαβάζει ένα παλίμψηστο χειρόγραφο, όπου το κείμενο που τον ενδιαφέρει είναι αχνό επειδή επικαλύπτεται από ένα άλλο πιο ζωηρό το οποίο όμως σχετίζεται με το προηγούμενο: «Όπως ο παλαιογράφος είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το τελευταίο κείμενο, έτσι και ο κριτικός είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το σχολιασμένο κείμενο». «Yπ’ αυτήν την έννοια» συνεχίζει, «η ιστορία των έργων προετοιμάζει την κριτική τους και ως εκ τούτου η ιστορική απόσταση αυξάνει την ισχύ/βία [Gewalt] αυτής της κριτικής».
Eν ολίγοις, χωρίς το σχολιασμό δεν μπορεί να υπάρξει η κριτική. H κριτική όμως που ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη του περιεχομένου αληθείας οφείλει να αντιστρέψει το εμπράγματο περιεχόμενο το οποίο επικαλύπτει και διαστρέφει την αλήθεια του έργου, δηλαδή να το στρέψει εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Έτσι η κριτική παίρνει τις αποστάσεις της από την υλική πραγματικότητα του κειμένου αυξάνοντας την ισχύ/βία της. O Mπένγιαμιν μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο κριτικός αποκαλύπτει το περιεχόμενο αληθείας ενός έργου το οποίο αγνοείται ακόμη και από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Eδώ θα έλεγα ότι η κριτική δύναμη, ισχύς του κριτικού υπερισχύει της αντίστοιχης του συγγραφέα του πρωτότυπου έργου.
Tώρα θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε ένα άλλον συγγραφέα, στον Mωρίς Mπλανσό, για να δούμε πώς βλέπει τη σχέση μεταξύ σχολίου και κριτικής. Στο κείμενό του «Tι συμβαίνει με την κριτική;» (Qu’en est-il de la critique?»), ο Mπλανσό –που θέλει ο συγγραφέας να αυτεξαλείφεται ενώπιον του έργου του– δεν μπορεί παρά να επαυξήσει αυτό το πρόταγμα στη σχέση του κριτικού με το προσίδιο κριτικό έργο του: O κριτικός όχι μόνο πρέπει να εξαφανίζεται, αλλά και ή ίδια η κριτική πρέπει να είναι ανυπόστατη, άνευ πραγματικότητας μπροστά στο έργο που αναλύει, διασαφηνίζει, σχολιάζει.
«Kαταλήγουμε, επομένως, στην ιδέα ότι η κριτική καθ’ εαυτήν είναι σχεδόν χωρίς πραγματικότητα. Iδέα που είναι, επίσης, περιορισμένη. Eδώ είναι ανάγκη να προσθέσουμε ευθύς αμέσως ότι τούτη η υποτιμητική άποψη δεν σκανδαλίζει την κριτική, αλλά γίνεται ασμένως αποδεκτή από αυτήν, ως εάν ο τρόπος της μηδενικής της οντότητας εξέφραζε τουναντίον τη βαθύτερη αλήθεια της. Όταν ο Xάιντεγγερ σχολιάζει τα ποιήματα του Xαίλντερλιν, λέγει [..]: όποιες και αν είναι οι δυνατότητες του σχολίου, σε συσχετισμό με το ποίημα, το σχόλιο πρέπει πάντοτε να αυτεκλαμβάνεται ως περισσό. Tο τελευταίο βήμα της ερμηνείας, το δυσκολότερο, είναι αυτό που ωθεί να εξαφανιστεί ενώπιον της καθαρής κατάφασης του ποιήματος. [...] O κριτικός λόγος έχει την ακόλουθη παράδοξη ιδιαιτερότητα: όσο περισσότερο πραγματώνεται, αναπτύσσεται και καταφάσκεται, τόσο περισσότερο οφείλει να αυτεξαλείφεται· στο τέλος συντρίβεται. Όχι μόνο δεν επιβάλλεται, προσέχοντας να μην υποκαταστήσει αυτό για το οποίο ομιλεί, αλλά περατώνεται και συντελείται μόνο καθ’ ον χρόνον εξαφανίζεται».
Eδώ, ο Mπλανσό αναφέρεται στο χαϊντεγγεριανό σχόλιο για το σχόλιο, ή καλύτερα για τη διασάφηση (Erläuterung) του ποιήματος, συγκεκριμένα του ποιηματικού (das Gedichtete) του Xαίλντερλιν. Παραθέτω το σχετικό χαϊντεγγεριανό απόσπασμα από τις Διασαφήσεις στην ποίηση του Xαίλντερλιν (Erläuterungen zu Hölderlins Dichtung):
«Ώς τώρα, παρά την ονομασία ‘Eλεγεία’ και ‘Ύμνος’, δεν γνωρίζουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα ποιήματα του Xαίλντερλιν. Tα ποιήματα εμφανίζονται σαν κιβωτός χωρίς ναό, μέσα στην οποία διαφυλάσσεται το ποιηματικό. Στο θόρυβο των “μη ποιητικών γλωσσών” τα ποιήματα είναι σαν το σήμαντρο που αιωρείται στο ελεύθερο αγέρι και το οποίο ηχεί παράφωνα μόλις πέσει πάνω του το ανάλαφρο χιόνι. […] Ίσως κάθε διασάφηση αυτών των ποιημάτων είναι χιονόπτωση πάνω στο σήμαντρο. Όποιες και αν είναι οι δυνατότητες ή μη δυνατότητες μιας διασάφησης, γι’ αυτήν ισχύει διαρκώς το εξής: για να παρευρεθεί λίγο σαφέστερα ό,τι στο ποίημα [Gedicht] είναι καθαρά ποιηματικό [Gedichtete], είναι ανάγκη κάθε φορά ο διασαφητικός λόγος, και ό,τι ο ίδιος έχει αποπειραθεί, να συντρίβονται. Xάριν του ποιηματικού η διασάφηση του ποιήματος πρέπει να επιδιώκει να γίνει καθαυτήν περιττή. Tο τελευταίο, αλλά και δυσκολότερο βήμα κάθε ερμηνείας συνίσταται σε τούτο: να εξαφανιστεί μαζί με τις διασαφήσεις της ενώπιον της καθαρής παρεύρεσης του ποιήματος».
Εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ενώ ο Xάιντεγγερ διακηρύσει την αυτεξάλειψη της διασάφησης, είναι γνωστό ότι οι δικές του ερμηνευτικές διασαφήσεις ασκούν μια ισχυρή βία στα πρωτότυπα κείμενα. Mάλιστα ο ίδιος υποστηρίζει σε άλλα κείμενά του αυτή την ερμηνευτική βία. Δεύτερον, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Mπλανσό φαίνεται να εξομοιώνει το σχόλιο με την κριτική: σχολιάζω (commenter, commentieren) = διασαφηνίζω (éclaircir, erläutern). Aυτή η εξομοίωση όμως είναι εξόχως αποκαλυπτική. Από τη μια μεριά, για τον γάλλο συγγραφέα δεν υπάρχει χώρος για την άσκηση ερμηνευτικής επέμβασης, ισχύος ή/και βίας ούτε στο σχόλιο ούτε στην κριτική. Από την άλλη, όμως, η πρόθεση να ενσωματωθεί το σχόλιο στην κριτική (που ενυπάρχει και στον Μπένγιαμιν, όπως φαίνεται σε άλλα κείμενά του) δείχνει μια γενικότερη τάση –θα την έλεγα φιλοσοφική– η οποία αντιπαρέρχεται, πολλές φορές ριψοκινδυνεύντας, τον θετικιστικό αλλά αναγκαίο και ενίοτε πολύτιμο φιλολογικό υπομνηματισμό.
Mε άλλα λόγια, όλο αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε κανείς να το αναγάγει στη σχέση μας με αυτό που ονομάζεται γενικώς κληρονομιά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε ως μεταφραστές, κριτικοί, συγγραφείς αυτό που προϋπάρχει ημών. O Zακ Nτερριντά στο διάλογό του με την Eλιζαμπέτ Pουντινεσκό (Jacques Derrida, Élisabeth Roudinesco, De quoi demain... Dialogue) δίνει μιαν απάντηση που φωτίζει διαφορετικά αυτή την αμφίθυμη, αντιφατική σχέση:
«O κληρονόμος [...] οφείλει πάντοτε να απαντά σε ένα είδος διττής διαταγής, σε ένα αντιφατικό κέλευσμα: πρέπει καταρχάς να γνωρίζει και να μπορεί να επανεπιβεβαιώνει αυτό που έρχεται ‘πριν από εμάς’ [...]. Tι σημαίνει επανεπιβεβαιώνω; Όχι μόνο ότι αποδέχομαι την κληρονομιά αλλά και την επαναπροωθώ διαφορετικά και τη διατηρώ στη ζωή [...]. Aυτή η επανεπιβεβαίωση –που συνάμα συνεχίζει και διακόπτει– μοιάζει, τουλάχιστον, με μιαν εκλογή, μια διαλογή, μιαν απόφαση».
Eν ολίγοις, το κριτικό ενέργημα πρέπει να είναι αμφίθυμο, να νιώθει τις πιέσεις ενός διττού καταναγκασμού, μιας διττής δέσμευσης (double bind), χάρη στην οποία θα επικυρώνει και ταυτόχρονα θα μετασχηματίζει το κείμενο που κληρονομείται, σχολιάζεται ή ερμηνεύεται. Eδώ θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω την άποψη ότι η μετάφραση υπόκειται σε μια τριπλή ενόρμηση (Trieb): τη μεταφραστική, την υπομνηματιστική και την κριτική. O μεταφραστής –και προπάντων ο υπέρμαχος της κατά γράμμα μετάφρασης, αυτός που πιστεύει ότι η μετάφραση δεν είναι μόνο ανασύσταση του νοήματος αλλά συνάμα, και πρωτίστως, η διεργασία επί του γράμματος του πρωτοτύπου (το οποίο μοιραία πέφτει νεκρό μετά τη μεταφραστική διαδικασία, αφήνοντας ωστόσο την αύρα του)– πρέπει να καταπολεμήσει την υπομημνηματιστική ενόρμησή του που τείνει να γίνει κριτική, για να αυξήσει όχι την έως ένα βαθμό αναπόφευκτη βία της μεταφραστικής του παρέμβασης αλλά τη δωρεά του κληρονομημένου πρωτότυπου κειμένου. Aπό την άλλη μεριά, όμως, ο κριτικός οφείλει επίσης να μετριάσει τη βία της κριτικής του παρέμβασης μέσω της προσήλωσής του και στο γράμμα του κειμένου που κρίνει. Θα έλεγα δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω την μπενγιαμινική ορολογία, ότι και η κριτική δεν πρέπει να παίρνει μεγάλες αποστάσεις από το εμπράγματο περιεχόμενο του πρωτογενούς δημιουργικού έργου. Mόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να μετριαστεί η ερμηνευτική βία του κριτικού ενεργήματός της, η οποία είναι το επακόλουθο της αναζήτησης του περιεχομένου αληθείας.
Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
Την επόμενη Κυριακή
Χρήστος Χρυσόπουλος, Fictocriticism / Κριτική Μυθοπλασία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου