ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννημένος στην «Ισλάμ-μπολ» (= [Πόλη] άφθονη σε
μουσουλμάνους) από μητέρα αμπχάζια και πατέρα από οικογένεια πολεμιστών της
Κιουτάχειας (κάποιοι συμμετείχαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης και συνεπώς
στην αριστοκρατία της πρωτεύουσας), με σπουδές στη θεολογία (αποστήθιση
Κορανίου, κήρυγμα), μουσική, καλλιγραφία κ.ά., ο Εβλιγιά Τσελεμπή, υπάλληλος
και μέλος του ιερατείου επί Μουράτ Δ΄, διεκπεραιώνει ποικίλες στρατιωτικές,
διπλωματικές και άλλες αποστολές τόσο στο εσωτερικό τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας
(σπαχής στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης, 1638, παραβρίσκεται στην πολιορκία
και κατάληψη του Χάνδακα, 1669 κ.α.)
όσο και στο εξωτερικό (γραμματέας της αντιπροσωπείας στη Βιέννη, 1664). Έτσι,
γνωρίζει πολλούς τόπους στην απέραντη Αυτοκρατορία και έξω απ’ αυτή, ώστε
αυτοπροβάλλεται ως «ταξιδευτής του
κόσμου» και μάλιστα με θεόπνευστη έγκριση ήδη από το 1630.
Αυτή η πτυχή του
πορτραίτου του πρέπει νομίζουμε να σχετιστεί όχι τόσο με ένα είδος
κοσμοπολιτισμού όσο, από τη μια, με την κλίση του προς το μυστικιστικό τάγμα
των Χαλβετήδων (τάση συνδεδεμένη με την άνοδο του Βαγιαζήτ Β΄(1481-1512), και
τον παραμερισμό του αδελφού του Τζεμ, και με τους επόμενους σουλτάνους, μία από
τις οδούς για την ένωση με το θείο,
μέσω της νηστείας, αγρυπνίας, κατάκλεισης, προσευχής) και, από την άλλη, με την
ιδιότητα του «σεΐχη του στρατού», δηλ. του μουεζίνη που, κυρίως το 16ο-17ο
αι., ενθαρρύνει το στρατό στον «ιερό πόλεμο» της πολιτικο-σουνιτικής ορθοδοξίας
εναντίον των αιρετικών (σιίτες Περσίας) και απίστων (ορθόδοξοι, καθολικοί κ.ά.
χριστιανοί).
Από τις περιηγήσεις του στη Βαλκανική χερσόνησο, μας
ενδιαφέρουν εκείνες της δεκαετίας του 1660 για τη συγκέντρωση φόρων και τη
διαβίβαση της σουλτανικής απόφασης για στρατολόγηση και εκστρατεία εναντίον της
Μάνης (όπου ίδρυσε ένα τεκέ Χαλβετιδικό 1670), όταν συνόδευε τον πάτρονά του
Μελέκ Αχμέτ Πασά, ο οποίος από διοικητής της Βοσνίας (έδρα Μπάνια Λούκα),
μετατέθηκε τότε στη Ρούμελη (έδρα Σόφια), δηλαδή στο ευρωπαϊκό τμήμα της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Εβλιγιά στο 10τομο Βιβλίο των ταξιδιών (Seyahatname) ακολουθεί τους τύπους μιας
παραδοσιακής γραφής. Ενδιαφέρεται περισσότερο για την προφορική παράδοση και
για (καταγωγικούς) μύθους παρά για την ακριβή καταγραφή και την αποτύπωση της
χρονικής αλληλουχίας. Έχει υποστηριχτεί ότι ενημερώνει και διδάσκει. Ποιο είναι
όμως το περιεχόμενο της αφήγησης αυτού του ευχάριστου επαγγελματία παραμυθά
(αφηγητή στο παλάτι) και ποιμένα και πώς διαπαιδαγωγεί τον αναγνώστη του; Ποια
εικόνα της Βαλκανικής φιλοτεχνεί στα χρόνια του τελευταίου μαχητή σουλτάνου Μουράτ Δ΄;
Πέρα από τις ανακρίβειες και τα μυθώδη που ο Εβλιγιά
επινοεί ή αναπαράγει (γι’ αυτό έχει χαρακτηριστεί ιστορικά και γεωγραφικά
«ανακριβής» και «αμαθής»), το βλέμμα του απλώνεται σ’ ένα διευρυμένο
χωρο-χρονικό ορίζοντα: αποτυπώνει κυρίως την αίσθηση που αντλεί από την
οθωμανική κυριαρχία και την ισλαμική πίστη –όπως αυτά τα πεδία, θρησκεία και
πολιτική, συμφύρονται εξαρχής στο Ισλάμ. Ειδικότερα εστιάζει στις διοικητικές
δομές τής οθωμανικής οργάνωσης του χώρου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει
στο σουλτάνο και, κερματισμένος σε σαντζάκια και τιμάρια (ζιαμέτια ή χας
ανάλογα με τις προσόδους που απέφερε η καλλιέργεια της γης), απονέμεται σε τιμαριούχους
με ανταποδοτικά καθήκοντα, κυρίως στρατιωτικά. Ένα μικρότερο τμήμα γης, αλλά
εξαιρετικά σημαντικό από ιδεολογικο-πολιτική άποψη, ανήκει σε ιερά ιδρύματα
(βακούφια). Καταγράφει πληροφορίες για τη θέση, το κλίμα και τα προϊόντα κάθε
πόλης που επισκέπτεται, αν και μερικά από αυτά τα στοιχεία δεν συμπληρώθηκαν
τελικά στο χειρόγραφό του. Αποτυπώνει επίσης την παλαιότερη ιστορία της, τον
τρόπο ένταξής της (παράδοση ή κατάκτηση) στο οθωμανικό κράτος, τους ιερούς
τόπους της και τη διοικητική της θέση, πάντα σε σχέση με τις προσόδους που
ιδιοποιείται ο επικεφαλής κάθε υπηρεσίας. Το ζωηρό ενδιαφέρον του Εβλιγιά για
τις διάφορες γλώσσες ξαφνιάζει, καθώς δεν αντιστοιχεί με την αναμενόμενη
αναπαραγωγή εκ μέρους του των θρησκευτικών διακρίσεων και στερεοτύπων απέναντι
σε ετερόδοξους μουσουλμάνους και στους άπιστους ραγιάδες. Αυτός ο δραστήριος
διανοούμενος μέλος του κύκλου του παλατιού και του ισλαμικού ιερατείου,
απολαμβάνει να ξεδιπλώνει στη γραφή του τις πτυχές τού γεωφυσικού ανάγλυφου
(κυρίως τα συστήματα των ορεινών όγκων), ως αξιοθαύμαστα θεϊκά δημιουργήματα. Η
μόνη κοσμικού χαρακτήρα γνώση έρχεται από την αρχαιότητα, όπως αυτή είχε
ενταχθεί στην ισλαμική παράδοση και όχι από τη Δύση που ήδη κυκλοφορεί στην
Αυτοκρατορία: Έτσι, συνταιριάζει την ισλαμική κοσμογονία με το αρχαίο παρελθόν
της Χερσονήσου: Εκτός από τον Μεγαλέξανδρο αναφέρει και υπαρκτούς ή
φανταστικούς φιλοσόφους, στοχεύοντας πάντα στο εξωπραγματικό, συσχετίζει π.χ.
τον Παρθενώνα με τη στιγμή της γέννησης του Μωάμεθ.
Αν και για τους σύγχρονούς μας μελετητές η κλασική
λεγόμενη οθωμανική περίοδος μοιάζει να έχει τελειώσει στην εποχή του, ο
Εβλιγιά, όταν ταξιδεύει και γράφει, φαίνεται να βιώνει ακόμη τη φάση των
κατακτήσεων και ατενίζει το σύνορο της Αδριατικής ως προσωρινό –βρισκόμαστε
πριν την ήττα μπροστά στα τείχη της Βιέννης (1683). Με τον ίδιο μαχητικό τρόπο περιγράφει και το εμπόριο
που οργανώνεται στα πανηγύρια, όπως θα δούμε σε ένα από τα Ταξίδια μας. Υποβάλλει δηλ. με ισλαμικούς όρους την ιδέα της
Αυτοκρατορίας ως συν-διαχειριστή του ευρύτερου διαμετακομιστικού εμπορίου,
συνεπώς ως τμήμα μιας ευρω-ασιατικής χωρικής συνέχειας. Οι παραπάνω ιστορικοί
όροι καθώς και η διεύρυνση των γαιοκτησιών, η γενίκευση της μίσθωσης των
προσόδων και η μετακίνηση προς την πόλη της αριστοκρατίας, στην οποία ο Εβλιγιά
ανήκει, περιγράφονται ως τάξη.
Συνακόλουθη με τη θεοκρατική προσέγγιση και την προ-αίρεσή του στο πλαίσιο του
σουνιτικού ισλάμ, είναι και η εξιδανίκευση/ πνευματικότητα που υποβάλλει με την
ιερότητα του χώρου, του νερού, του έρωτα, εκφράζοντας και συσπειρώνοντας
παρόμοια περιβάλλοντα.
Από αυτή την άποψη το Seyahatname μας κάνει γνωστή την
κυρίαρχη, στα μέσα του 17ου αιώνα, τάση της οθωμανικής/ισλαμικής
ιδεολογίας γύρω από το χώρο και τους ορθούς πολιτικο-θρησκευτικούς «κανόνες».
Έτσι, το κείμενό του είναι χρήσιμο και γιατί βοηθάει να σχετικοποιήσουμε τόσο
τις μαρτυρίες χριστιανών υποτελών και δυτικών/οριενταλιστών όσο και
διαφορετικές εκδοχές του Ισλάμ.
Η πόλη της Δράμας
(δεκαετία
του 1660)
Η βαλκανική πόλη, όπως και το Μεσαίωνα, εξακολουθεί
να αποτελεί, και στην οθωμανική επικράτεια, ένα οικιστικό και οικονομικό
κύτταρο ενιαίο με την ενδοχώρα του. Η δημογραφική αύξηση και η συμβίωση
περισσότερων ετερόθρησκων/γλωσσών ομάδων δεν μεταβάλλει βασικά τη χωροταξική
λογική των θρησκευτικών/επαγγελματικών διακρίσεων στην πόλη (κάθε ομάδα σε
χωριστό μαχαλά/γειτονιά), και τη διακριτή θέση των διοικητικών και θρησκευτικών
κτιρίων στο κέντρο του παλιότερου ιστού. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο με τη
σκεπαστή αγορά, τα πτωχοκομεία, καραβανσεράγια, χάνια κ. ά. ευαγή ιδρύματα που
πολλαπλασιάζονται και καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο. Από αυτή τη γεωπολιτική
θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προκύπτουν νέοι σχεδιασμοί και οργάνωση
γενικότερα του αστικού χώρου που συνυφαίνονται με την ισλαμική κοσμοαντίληψη.
Έτσι, για τις κυρίαρχες ομάδες η υλική/πνευματική απόλαυση και η θετική σχέση
με το σώμα –συνεπώς και με το νερό– αναδύεται ως αξία (εξίσου θεοκρατικά
προσδιορισμένη με τη χριστιανική ιδέα της άσκησης για αγνή ψυχή ακόμη και σε
βρώμικο σώμα). Εδώ, το Ισλάμ, όχι απαραίτητα ως συνέχεια, συναντά τις ρωμαϊκές
θέρμες/λουτρά και την απόλαυση του καθαρού και αρωματισμένου σώματος. Το νερό
ως μέσο καθαριότητας και καθαρμών προσφέρεται αφειδώς στο δημόσιο χώρο, στο
πλαίσιο της φιλοξενίας.
Το σημερινό Ταξίδι
του Εβλιγιά δεν μας πληροφορεί μόνο για τα κτίρια/κύτταρα τού οικισμένου
ιστού που παροχετεύουν και αξιοποιούν κατάλληλα υπόγεια ή τρεχούμενα νερά. Μας
εξοικειώνει γενικότερα με τη χρηστική και τη συμβολική σημασία της παραπάνω
πτυχής του ισλαμικού/οθωμανικού πολιτισμού. Τα λουτρά, οι βρύσες, οι εκτενείς
κήποι και χώροι αναψυχής, συνδεδεμένοι με ιερά ευαγή και ιδιωτικά ιδρύματα
χτισμένα στη μνήμη νεκρών συγγενών, θεωρούνται ένδειξη ευσέβειας και κόσμημα
για την πόλη˙ γι’ αυτό, όχι μόνο ο αριθμός τους καταγράφεται αλλά και η
περιγραφή/έπαινός τους καταλαμβάνει ολόκληρες παραγράφους.
Πράγματι, η περιγραφή ενός παρόμοιου χώρου αναψυχής
στο Seyahatname πάλλεται από τη ζωντάνια ενός ρεαλιστικού και
πολυσήμαντου βιώματος. Το κείμενο φαίνεται να απέχει από τα μεσαιωνικά δείγματα
του γνωστού μοτίβου του χαριτωμένου τόπου
και των επεξεργασμένων γλωσσικά αλλά άνευρων εκφράσεων κήπου, λουτρού κ.λπ.. Στην πραγματικότητα όμως δεν
απουσιάζουν οι μεταφυσικές διαστάσεις. Ο ευσεβής Εβλιγιά μας κοινοποιεί εδώ ένα
στιγμιότυπο αξιοπερίεργης συλλογικότητας και ισλαμικής πνευματικότητας της ζωής
της οθωμανικής αργόσχολης τάξης, που
έχει πλέον μετακινηθεί στις πόλεις: Θρησκευτική
γιορτή, που μαρτυράει το συγκρητισμό των μυστικιστικών ταγμάτων του βαλκανικού
Ισλάμ, σωματική και πνευματική απόλαυση, κολύμπι και έρωτας συμπλέκονται σ’ ένα
βαθύσκιο και παραδεισένιο (όχι «ουρανομίμητο») τοπίο.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική
ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Περί του
θαυμασίου κέντρου αναψυχής
«Εν μέσω της πόλεως Δράμας, έμπροσθεν του παλαιού
τζαμίου (Εσκί τζαμί), υπάρχει μεγάλη δεξαμενή αποτελούσα κέντρον συναθροίσεως.
Είναι δεξαμενή αχανής, μεγαλειτέρα και βαθυτέρα τής του Σαφί [=ένας από τους 4
ιμάμηδες] μεγαλειτέρα ακόμη και της του εις το θρησκευτικόν δόγμα του Χανεφί
[δεύτερος από τους 4 ιμάμηδες] ανήκοντος Νουουμάν-μπεν-Σαμπίτ. Τοιαύτη
δεξαμενή, τοιούτος τόπος αναψυχής δεν υπάρχει ούτε εις την Ρούμελην (χώρα των
Ρωμαίων), ούτε εν Περσία, ούτε εις το Μπαλχ, ούτε εις την Βουχάραν, ούτε εις το
Χορασάν, ούτε εις την Γερμανίαν. Από εκατόν πηγάς αναβρύουσιν ύδατα καθάρια και
διαυγή ως κρύσταλλος, ρεόντα εκ της μεγάλης δεξαμενής εις μικροτέρας. Το εξ
εκάστης των παραδεισίων τούτων πηγών αναβρύον ύδωρ είναι ποτόν ηδύ και τόσον
ψυχρόν, ώστε ο άνθρωπος δεν δύναται να το πίη εν ανέσει τον μήνα Ιούλιον. Πέριξ
των μεγάλων τούτων δεξαμενών υπάρχουν παντοειδή ανάκλιντρα, πλείστοι όσοι
υπόγειοι θαλαμίσκοι και καλλιτεχνικώς διακόσμητα, ποικιλόχρωμα κελλία. Εντός
της μεγαλειτέρας των δεξαμενών χωρούν πεντακόσια πρόσωπα. Το ύδωρ φθάνει μέχρι
των μαστών του ανθρώπου. Το εσωτερικόν της δεξαμενής και αι εξωτερικαί πλευραί
της είναι ολόκληροι εστρωμέναι με λευκότατον μάρμαρον. Εις την εκ των τεσσάρων
περιβάλλουσαν την δεξαμενήν ταύτην κοιλάδα υπάρχουν πλάτανοι και άλλα παχύσκια
δένδρα, υπό την σκιάν των οποίων, ομοίαν προς την του φοίνικος (χουμά), ο ήλιος
ουδεμίαν απολύτως ασκεί επίδρασιν, διότι όλα τα δένδρα ταύτα είναι πανύψηλοι
πλάτανοι θεόπλαστοι, εις τους υψηλούς κλάδους των οποίων εμφωλεύουν χιλιάδες
χιλιάδων ποικιλοχρώμων πτηνών, χιλιάδες χιλιάδων πτηνών κελαδούντων αρμονικώς
ψαλλόντων μαγευτικώς ερωτικά άσματα.
Ο τερπνός ούτος χώρος είναι το κέντρον της
αναπαύσεως και αναψυχής των κατοίκων της πόλεως. Ιδία δε κατά την ημέραν των
δύο Βαϊραμίων, την ημέραν του «Νεβρούζ» του Σάχου της Χωρασμίας και την ημέραν
του «Νεβρούζι-σουλτανί» και την ημέραν του «χιντερλέζ» [Χυζύρ Ηλιάς=προφήτης
Ηλίας, 23 Απριλίου] ολόκληρος ο παιδικός κόσμος συναθροίζεται εις την πλατείαν
ταύτην, αναρτά αιώρας εις τους κλάδους των δένδρων και διασκεδάζει, ενώ ερασταί
και ερωμέναι περιδιαβάζουν και ερωτεύονται. Όλοι οι περιηγηταί ήλθον εις το
αναψυκτήριον τούτο, όπως απολαύσουν του θεάματος, και έγραψαν κάτι με ποικίλας,
καλλιτεχνικάς γραφάς εις τα διάφορα μέρη του.
Εις τα τέσσερα άκρα του χλοερού τούτου χώρου
υπάρχουν επί τοίχων χαμηλών και υψηλών ειδικά διασκεδαστικά θεωρεία και εξώσται
(σαχνισία) των ανηκόντων εις μεγάλας ευγενείς οικογενείας, οίτινες εκείθεν
θεώνται τα παιδία, τους ταχυδακτυλουργούς, τους σχοινοβάτας και ακούουν τους
μουσικούς. Εις τα θεωρεία και τους εξώστας αυτούς δεν δύναται να καθήση ο τυχών
φιλοθεάμων, διότι ταύτα είναι κτήμα κληρονομικόν. Όλοι οι θελκτικοί ευγενείς
μουσουλμανόπαιδες, μικροί και μεγάλοι, πλέκοντες ως άλλοι άγγελοι του
παραδείσου τους βοστρύχους της κόμης των και καλύπτοντες τα αργυρόλευκα σώματά
των με απαστράπτοντα λευχείματα, κολυμβούν εις εκάστην των δεξαμενών τούτων ως
άλλαι αθερίναι, επιδεικνύοντες την κολυμβητικήν τέχνην των, παίζοντες και
συνδιαλεγόμενοι σφικταγκαλιασμένοι, χωρίς να δύναται να τους εμποδίση κανείς.
Είναι κανών της πόλεως και έθιμον των ερωτύλων.
Κατά τας εορτάς ταύτας, αι οποίαι διαρκούν τρεις
ημέρας και τρεις νύκτας, ανεγείρονται πέριξ των μεγάλων δεξαμενών, υπό των
πωλούντων εδώδιμα και ποτά, παντοειδή πρατήρια και πρόχειρα παραπήγματα, άτινα
φωταγωγούνται την νύκτα δια χιλιάδων φανών. Συνελόντι δ’ ειπείν, εις κανέν
μέρος κατά τα τόσα και τόσα ταξείδιά μου δεν εύρον τοιούτο κέντρον διασκεδάσεως
και αναψυχής. Τη αληθεία, είναι εντευκτήριον όλης της νεολαίας των πιστών
ερωτύλων. Είθε να διαρκέση εν ευτυχία μέχρι της συντελείας των αιώνων.
Η πόλις αύτη της Δράμας κείται εις το άκρον των θερέτρων
του όρους Περνάζ. Ως εκ τούτου το κλίμα της είναι θαυμάσιον, οι δε νέοι και αι
νέαι της πόλεως είναι λεπτοί το ήθος, έχουν σώμα μαλακόν και λευκόν, το
ανάστημα ευθυτενές, το πρόσωπον ωραίον και αγγελόμορφον. Είναι δε όλοι
φιλόξενοι και προσφιλείς φίλοι. Όλοι οι κάτοικοι του βιλαγετίου είναι έμποροι
και τεχνίται ευεκτούντες. Ομιλούν την βουλγαρικήν και ελληνικήν. Εις μερικάς
ιδιαζούσας εκφράσεις των μεταχειρίζονται, ως εις την ελληνικήν γλώσσαν, πολύ το
γράμμα κιάφ (βαρμίσικ, γκελμίσικ). Φορούν καφτάνια (μανδύας) από μάλλινον
(τσόχαν) και μεταξωτόν (ατλάζιον) ύφασμα με ποικιλόχρωμον υπόρραμμα, εις δε την
κεφαλήν των μωαμεθανικόν καισαρίκιον (σαρίκι). Η γυναικεία ενδυμασία
αποτελείται από «φερεντζέ» εκ μαλλίνου υφάσματος εριούχου και λευκόν
κεκρύφαλον. Όλοι οι ραγιάδες φέρουν ένδυμα από λευκόν «αμπάν», ανήκουν δε εις
την φυλήν των «Τσιτάκ». Αλλά μεταξύ αυτών υπάρχουν άνθρωποι πολύ φιλόπονοι και
εργατικοί. […].
Εν ενί λόγω είναι πολίχνη ευημερούσα. Ο ύψιστος θεός
σώζοι και προστατεύοι αυτήν.[…]».
Πηγή: Νικηφ.
Μοσχοπούλου, Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή Μετάφρασις και έλεγχος του
«Οδοιπορικού» (σεγιαχαναμέ) του Τούρκου περιηγητού μετά παρατηρήσεων, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
15(1939), 151-55.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου