Στο
προηγούμενο Ταξίδι ο Εβλιγιά,
περιέγραψε εμφαντικά τους ορεινούς όγκους και την οικονομική τους σπουδαιότητα,
την οποία συχνά υπονομεύει η ληστρική δράση των χαϊντούκων (=κλέφτες/αρματολοί)
που έβρισκαν καταφύγιο εκεί. Η αντιπαράθεση, ωστόσο, δεν είναι το μόνο είδος
σχέσεων της εξουσίας μαζί τους. Αντίθετα απ’ ό,τι μας έχουν συνηθίσει οι
εθνικές ιστοριογραφίες, γνωρίζουμε ότι, εκτός από τη στρατολόγησή τους,
αναπτύσσονται συχνά ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανυπότακτους
και ελεύθερους ληστές και σε
οθωμανούς υπαλλήλους μορφές συναίνεσης, εξίσου προβλέψιμες και κανονιστικές.
Στα
παρακάτω αποσπάσματα από το Βιβλίο των
Ταξιδιών (Seyahatname) ο Εβλιγιά διηγείται τη συνάντησή του μέσα σε κλίμα
εγκάρδιας αγάπης με έναν από αυτούς.
Το όνομά του εξαιτίας της δυσκολίας ανάγνωσης των χειρογράφων και της έλλειψης
κριτικής έκδοσης του ανέκδοτου ακόμη Seyahatname διαβάστηκε Babo/Bano ή Πάνος ή Yano, δίνοντας λαβή για ταυτίσεις εθνικά
προσδιορισμένες: Η Β.Cvetkova υποστήριξε
πως πρόκειται για τον «Βούλγαρο» «βοεβόδα Μπάιο» (1968), ο Β.Δημητριάδης, καθώς
είχε υπόψη του τη δράση τού κλέφτη και αργότερα αρματολού Πάνου Μεϊντάνη,
προτίμησε το β΄ τύπο (1973), ενώ ο R.Dankoff
δεν σχολιάζει την επιλογή του (2006). Θα προσπεράσουμε το ζήτημα της
«εθνικότητας» του εν λόγω χαϊντούκου, γιατί απλούστατα δεν έχουμε ενδείξεις ότι
είχε απασχολήσει τον ίδιο ή τους συγκαιρινούς του. Αντίθετα, τα λόγια του, που
καταγράφει (πιστά;) ο Εβλιγιά και φανερώνουν την κοινωνική του συνείδηση, δεν
μπορούν να περάσουν ασχολίαστα.
Ο
λόγος, λοιπόν, εδώ για την «περιπέτεια του φτωχού Εβλιγιά» που τόλμησε από το
χωριό Ναλμπάνκιοϊ (Naklbend, σημ.
Περδίκας κοντά στην Πτολεμαΐδα) να ανέβει στο λημέρι τού Πάνου, για να
διεκδικήσει τα κλοπιμαία από το πανηγύρι του Μοναστηρίου (σημ. Bitola), δηλαδή υφάσματα και χρήματα που
αντιστοιχούσαν στον έκτακτο φόρο «των ζωοτροφιών» (προοριζόταν για τη διατροφή
των γενιτσάρων και των σπαχήδων που πήγαιναν σε εκστρατεία), τον οποίο όφειλε
να συλλέξει. Στο πρώτο απόσπασμα ο Εβλιγιά αφηγείται παραστατικότατα το
επεισόδιο της κλοπής˙ πρόκειται για ένα σπάνιο ντοκουμέντο αστραπιαίας και
θορυβώδους νυχτερινής εφόδου πολυάριθμης ομάδας χαϊντούκων υπό τον Πάνο και
μάλιστα ενώ διανυκτερεύουν στην πόλη οθωμανικές αρχές. Στο δεύτερο ακολουθεί η
απολαυστική περιγραφή της συνάντησης των δύο πρωταγωνιστών και ...παλιών
γνώριμων.
Η
αφήγηση γύρω από τη συνάντηση του οθωμανού υπαλλήλου/μέλους του ιερατείου
Εβλιγιά με τον χαϊντούκο Πάνο είναι ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Θα κάνουμε
κάποιες σύντομες επισημάνσεις: Ο πρώτος δεν συναλλάσσεται για πρώτη φορά με τον
δεύτερο κι ούτε είναι η πρώτη περίπτωση συναλλαγής, με βάση όσα αναφέρει στο
έργο του˙ αλλά και ο δεύτερος, μαζί με τους πολυπληθείς συντρόφους του, δεν σηκώνει για πρώτη φορά την πραμάτεια
μεγάλων αγορών-πανηγυριών. Είναι φανερό ότι μ’ αυτή τη δουλειά βγάζει το ψωμί του.
Με
την πρώτη ματιά, το παραπάνω επεισόδιο, ληστεία και συναινετική και αμοιβαία
επωφελής επίλυση του ζητήματος, με προσωπική πρωτοβουλία του κρατικού
υπαλλήλου, φαίνεται να στηρίζει την ερμηνευτική θέση περί «παρακμής» της
Αυτοκρατορίας το 17ο αι.
–συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο του Σουλεϊμάν (1520-66). Τη θέση
αυτή πρότεινε η μεταπολεμική βιβλιογραφία ακολουθώντας πεσιμιστικές εκτιμήσεις
της ίδιας εκείνης εποχής: διαφθορά, φατριασμός, αναξιοκρατία, χρηματισμός κ.λπ.
του οθωμανικού κράτους, εξαιτίας της ανάμιξης του χαρεμιού, των βεζύρηδων, των
τοπικών προυχόντων. Παρόμοια, μια πρόσφατη και κάπως διαφοροποιημένη
ερμηνευτική προσέγγιση του οθωμανικού 17ου αιώνα, κάνει λόγο για
«σειρά κρίσεων, πολλές από τις οποίες επιλύθηκαν με τρόπο που στην
πραγματικότητα δυνάμωσε την αυτοκρατορία». Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις,
ειδικότερα, δεν φαίνεται να συμβάλλουν σε νέο τρόπο κατανόησης του επεισοδίου.
Μπορούμε
να υποθέσουμε πως παρόμοια επεισόδια ίσως να ήταν, για σύνθετους
οικονομικο-πολιτικούς λόγους, περιορισμένα στους δύο πρώτους αιώνες της
κατάκτησης. Το συγκεντρωτικό κράτος που οικοδομήθηκε, οι συνεχιζόμενες
κατακτήσεις και η συνεχιζόμενη στρατολόγηση, το ευνοϊκό ευρωπαϊκό οικονομικό
περιβάλλον πριν από την εισροή πολύτιμων μετάλλων από την Αμερική, η οποία
αργότερα προκάλεσε πληθωρισμό, κ.λπ. ίσως να μην άφηναν περιθώριο ή να μην
αποτελούσαν διεξόδους ενός τμήματος του πληθυσμού για την εξασφάλιση της
επιβίωσης.
Κάποιες
σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν, αν δούμε το παραπάνω επεισόδιο της ληστείας ως
οθωμανικό σύμπτωμα έξαρσης ενός δομικού φαινομένου (ο ανέκαθεν συμπληρωματικός
ρόλος της ληστείας). Κάθε προσπάθεια για ιστορική περιοδολόγησή του, με άξονα τη λειτουργία του κράτους και στη
συνάρθρωση των κοινωνικών δυνάμεων (πολιτική και εκκλησιαστική
εξουσία/ιερατείο), οφείλει να συνυπολογίσει εκτός των άλλων την εξέλιξη μιας
από τις μεθόδους κατάκτησης, δηλ. την
ισχυρή παράδοση του προωθητικού ρόλου των δερβίσηδων-πολεμιστών, όπως αυτή η
ομάδα εξελίχτηκε ως εγγυητής της διασφάλισης/διεύρυνσης της
οθωμανικής/ισλαμικής κυριαρχίας –όταν βέβαια δεν την περιόριζαν συγκεντρωτικές
πολιτικές. Αυτές οι τελευταίες, που προκαλούν την πολιτικο-ιδεολογική ισορροπία
ανάμεσα σε διαφορετικές κυρίαρχες δυνάμεις (στρατιωτική τάξη-ιερατείο), αξίζουν
επίσης να διερευνηθούν. Έτσι, θα μπορούσαν να φωτιστούν καλύτερα, ανάμεσα σε
άλλα, τόσο η αποκέντρωση των επαρχιών και οι μορφές απειθαρχίας και όσο και τα
στρώματα που ωφελούνται από παρόμοιες διαδικασίες.
Έτσι
ιδωμένη, η περίπτωση του συναινετικού δερβίση Εβλιγιά, που εκπροσωπεί –επάξια
αν κρίνουμε από τα διαθέσιμα δεδομένα– και τις δύο εξουσίες, φαίνεται
αποκαλυπτική. Όπως εξαρχής αναφέραμε, εμπνέεται σταθερά από το πνεύμα τού ιερού
πολέμου ή αλλιώς την ισλαμική πίστη (ġazā), έννοια ωστόσο που διευρύνεται πολύ
περισσότερο από τον καθαυτό πόλεμο: Περιλαμβάνει από την αγορά/εμπόριο μέχρι
«τον τελειότερο ιερό πόλεμο» τη φιλανθρωπία. Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για μία
από τις έννοιες-λάστιχο που προσιδιάζουν γενικότερα στον παραδοσιακό κόσμο της
Ανατολής, όπου οι ηθικοί κανόνες ορίζονται κυρίως από την εκκλησία/ιερατείο.
Εδώ ο θρησκευτικός συγκρητισμός, η τήρηση του εθιμικού δικαίου σε βάρος των
νόμων, οι συναινετικές/πελατειακές πολιτικές κ.ά., με μια λέξη, οι λύσεις «κατ’
οικονομίαν» αποτελούν, από παλιά, βαθιά ριζωμένες στάσεις και συμπεριφορές στη
χριστιανο-ισλαμική καθ’ ημάς Ανατολή, καθώς είναι απότοκες μακρόχρονης όσμωσης
γλωσσών, θρησκειών και ετερόκλητων πατριαρχικών οικογενειακών θυλάκων.
Τέλος,
ο Πάνος αγανακτεί με την αδικία που επιβάλλουν οι εκπρόσωποι των πολιτικο-θρησκευτικών
αρχών (καδήδες, μουεζίνηδες) και απειλεί να τους αφανίσει, προβάλλοντας έτσι
τον κοινωνικό του ρόλο. Ανάμεσα στους
δύο φαντάζει ξεχωριστός, αλλιώτικος από τον χρηματιζόμενο οθωμανό υπάλληλο και
καρδιακό του φίλο˙ θυμίζει κοινωνικό
ληστή, παρότι, στην πραγματικότητα, αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα του
συνομιλητή του. Αν, αντίθετα διαφοροποιείται από κάποιους, υπαινισσόμενος την κοινωνική του δράση, αυτοί είναι οι «κατάρατοι», «άπιστοι»/«αμαρτωλοί» συνάδελφοί του στα προγενέστερα χριστιανικά κράτη: Φυγόδικοι,
διωγμένοι και απέλπιδες, λήστευαν για να επιβιώσουν, γι’αυτό δεν χρειάζονταν να
εξιδανικεύσουν καμιά συναλλαγή.
Απόδειξη
ότι ο Πάνος και οι όμοιοί του, απαλλαγμένοι από το βάρος του στιγματισμού,
προσδιορίζονται πλέον (με θετικό πρόσημο) «κλέφτες» και «αρματολοί».
Η
Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων
Μοναστήρι
και Σισάνι (όρος Σινιάτσικο νομός Κοζάνης)
Εβλιγιά
Τσελεμπή (1611-1684)
Στην
πόλη αυτή [Μοναστήρι] ακόμη υπάρχουν σε 47 μέρη φιλανθρωπικά ιδρύματα
σκεπασμένα με μπλε μολύβι. Ακόμη και το μπεζεστένι [=σκεπαστή αγορά] είναι έτσι
γερό. Ενώ βρισκόμασταν στην πόλη αυτή, μια νύχτα ένας ληστής (hāydūd) που τον έλεγαν Πάνο με πεντακόσιους άπιστους
ήρθε με πυρσούς από το βουνό Σάπκα [=Τιτάριον όρος κοντά στα Σέρβια], έσπασε
χωρίς φόβο και τρόμο τις πόρτες του μπεζεστενιού και πήρε εβδομήντα χιλιάδες
[άσπρα] σε χρήμα και άλλες τόσες σε πολύτιμα υφάσματα. Σώοι και φορτωμένοι
λάφυρα και δείχνοντας τη χαρά τους με πυροβολισμούς, έφυγαν σε μια πεδιάδα με
πέτρες. Σε μια τόσο μεγάλη πόλη κανένα από τα πλάσματα του Θεού δεν μπόρεσε να
πη απέναντί τους ‘πως και γιατί’. Περίεργο θέαμα έγινε [...].
Επειδή
πάλι ο άπιστος Πάνος, που είχε λεηλατήσει την πόλη του Μοναστηρίου, βρισκόταν
στα βουνά Σεχσάν (Şeh-Şān), δεν είχαν εισπραχθή τα δημόσια έσοδα των
χωριών που βρίσκονταν στα βουνά αυτά. Αφήνοντας όλους όσοι ήταν μαζί μου, μόνο
με έναν δούλο μου καβαλίκεψα ένα άλογο.
Δηλώνει περιπέτεια του φτωχού: Αφού
ανέβηκα σε τρεις ώρες το βουνό Σισάν, είδα τα εξής: Ένας πολέμαρχος άπιστος
ήρθε και μου είπε:
–Βρε
Τούρκε, τι δουλειά έχεις στα βουνά αυτά;
Ο
φτωχός είπα: –Ήρθα στον φίλο μου Πάνο Μπέη. Είναι ανάγκη να τον συναντήσω.
Τότε
ο άπιστος έφυγε και επιστρέφοντας είπε:
–Έλα,
πάμε.
Ξεπέζεψα
και μπήκαμε σ’ ένα πυκνό δάσος. Περάσαμε ανάμεσα από πεντακόσιους με εξακόσιους
μαχητικούς άπιστους. Ήταν ζωσμένοι με δύο και τρία πιστόλια και ντουφέκια και
στα χέρια τους [κρατούσαν] άγριες πάλες. Και από τις δύο μεριές έψηναν ως
τριακόσια αρνιά και γουρούνια. Εκατοντάδες ράφτες έκοβαν και έραβαν ρούχα για
τους άπιστους με τις τσόχες που είχαν πάρει από την πόλη του Μοναστηρίου και
από το Μασκλόρ [=Μοσχολούρι Θεσσαλίας] Παναΐρ.
Βλέποντάς
τα αυτά προχωρούσα. Είδα πως ένα παλικάρι άπιστο, με κόκκινο γιλέκο πανοπλίας,
ξέσκεπο και ξυρισμένο, σηκώθηκε όρθιο και είπε: –«Βρε άνθρωπε, καλώς ήρθες.
Εγώ
ο φτωχός απάντησα:
–Καλώς
σε βρήκα και με χαρά έφτασα στην εξοχότητά σου.
–Πώς
ήρθες στα βουνά αυτά χωρίς να φοβάσαι; ρώτησε.
Εγώ
ο φτωχός απάντησα:
–Αυτός
που βαδίζει με τα πόδια στη θρησκεία του Μωάμεθ και του Ιησού δεν πεθαίνει.
Αλλά εγώ ήρθα να πεθάνω. Στα χωριά που βρίσκονται στο βουνό αυτό υπολείπονται
τρία φορτώματα από τα άσπρα τής «αξίας ζωοτροφιών». Ο καδής από το δικαστήριο
μού έδωσε το τεφτέρι. Αν ο Μελέκ Αχμέτ Πασάς πη: «Που είναι τα λεφτά μου;» κι
εγώ πω: «Δεν μπόρεσα να τα πάρω», αν πει: «Που είναι η περιουσία του καδή;»
είναι πιθανό ο καδής να μην έχη δώσει την περιουσία του και τότε ο Μελέκ Αχμέτ
Πασάς μπορεί να με φυλακίση και να πάρη από εμένα το ποσό για τα βουνά αυτά. Κι
εγώ από την πίκρα μου έβαλα το κεφάλι μου στο δισάκι [της σέλλας] κι ήρθα σε
σας. Κάνε ό,τι νομίζεις. Να ή ζωή μου, να και το κεφάλι μου.
Ο
Πάνος είπε: –Δεν είναι δικό σου σφάλμα. Είναι ολότελα σφάλμα των άπιστων
καδήδων σας που δίνουν το τεφτέρι. Οι καδήδες και οι μουεζίνηδες του βιλαετιού
καταπιέζουν τους ραγιάδες. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού τον καδή αυτόν με κάποιο
τρόπο θα τον σκοτώσουμε, για να παραδειγματισθή ο κόσμος. Κοίτα εδώ, γενναίε
άντρα, δεν με ξέρεις εμένα;
–Όχι
είπα.
Ο
Πάνος είπε:
–Δεν
είμαι εγώ ο πουλητής σερμπετιού Πάνος, που εσύ μια φορά μου έδωσες στη βάση του
λουτρού του Μαχμούτ Πασά στην Κωνσταντινούπολη το χαρτί του χαρατσιού μου
παίρνοντάς το από τον τελώνη Αλή Αγά;
Σαν
τα είπε αυτά, η καρδιά μου ήρθε στον τόπο της. Αμέσως είπα:
–Σε
γνώρισα. Και λέγοντας «Καρδιά μου» φιληθήκαμε και ειδωθήκαμε, όπως έπρεπε.
Αφού
φάγαμε ψητό αρνί, διέταξε και φόρτωσαν αμέσως σε ένα ζώο τα τρία φορτώματα
άσπρα και μου έδωσε δέκα κομμάτια τσόχα της Αγκόνας, πενήντα τόπια ατλάζι, δέκα
τόπια φράγκικο βελούδο, δέκα ζώα φορτωμένα με καπνό και για μένα τον φτωχό
διακόσια βενέτικα χρυσά και στους σαράντα ακολούθους που ήταν κάτω από ένα
κομμάτι μαύρη τσόχα για μια φορεσιά. Ήρθε μαζί μου ως κάτω στην κοιλάδα και
αφήνοντάς με να συναντήσω αυτούς που με ακολουθούσαν γύρισε πίσω. Ακόμη και τα
φορτηγά ζώα έμειναν μαζί μας. Όλοι οι ακόλουθοί μου έμειναν κατάπληκτοι. Κι
αυτοί χάρηκαν, όταν τους έδωσα τις τσόχες τους.
Δόξα
τον Θεό, περνώντας και αυτή την περιπέτεια, πήραμε, αντί για ένα φόρτωμα άσπρα,
τρία φορτώματα και την αξία περίπου ενός φορτώματος σε εμπορεύματα. Αφού έτσι
εισπράξαμε τα χρήματα από τον καζά του Τζουμά-Παζαρί [...]
Πηγή:
Β. Δημητριάδη, Η κεντρική και δυτική
Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή (Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια), Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 160 και 181-83, εκτενής σχολιασμός σ.
54-61.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου