14/7/12

H απουσία

Αλίκη Παππά- Χωρίς τίτλο
Αξύριστος ο ασκητής, περπατούσε στις όχθες της λίμνης του NeuChatel. Απέναντι ξεχώριζαν μέσα από την κουρτίνα της βροχής οι ακτές από τη μεριά της Γαλλίας. Μεσευρώπη. Το μυαλό του γυρνούσε ακατάπαυστα στις εικόνες. Κάπου εδώ, χιλιάδες στρατιώτες είχαν βρεθεί αντιμέτωποι στον πρώτο Μεγάλο Πόλεμο. Το νερό χωρίζει αλλά και ενώνει, η φωτιά καίει αλλά και καθαρίζει.
-Μπορεί να μη μου αρέσει, αλλά αν είναι σημαντικό για σένα θα μου αρέσει.

Στο μυαλό του ερχόταν συνεχώς τα λόγια της αγαπημένης φίλης του, λίγο πριν φύγει. Δίπλα του έβλεπε τους Ελβετούς, που είναι λίγο Γάλλοι, λίγο Γερμανοί, λίγο Ιταλοί, να κάνουν ποδήλατο, να ανησυχούν για την κρίση, γιατί το φράγκο είναι στενά δεμένο με το ευρώ.
Ο πυκνός χρόνος, ο σιωπηλός χρόνος, αυτός που γεννά πράγματα και αίφνης εκφράζονται σε μια στιγμή. Οδηγούσε χιλιόμετρα και έβλεπε όμορφες πόλεις, σκηνές μεσαιωνικές και κτίρια που κάποτες έκρυβαν θρύλους και παραμύθια, και σήμερα έχουν διαφημίσεις και γραφεία τραπεζών. Δεν θα φύγεις, του είπε, κι εκείνος σκεφτόταν ότι δεν γίνεται να φύγει, δεν γίνεται.
Αλλά τώρα ήταν εδώ. Στη Μεσευρώπη. Λίγο πάνω από την Ιταλία, λίγο κάτω από τη Γερμανία, λίγο δίπλα στη Γαλλία. Είχε φύγει πραγματικά; Ο πυκνός και ανέστιος χρόνος. Τι προσπαθούσε να του πει;  Πήρε ένα παγωτό, έδωσε γι’ αυτό 7 ελβετικά φράγκα και θυμήθηκε πως είναι σε μια ακριβή χώρα. Ο μέσος μισθός είναι γύρω στα 5.000 ελβετικά φράγκα, αλλά είναι ένας μισθός που με το ζόρι φτάνει για να βγάλεις το μήνα.
Οι Ελβετοί φρουροί του Πάπα. Τους θυμήθηκε ξαφνικά, από ένα πρόσφατο ταξίδι του στην αιώνια Πόλη. Είχε βάλει στο πρόγραμμά του να δει εκθέσεις μεγάλων ζωγράφων στη Ζυρίχη, να πιει μπύρα σ’ ένα μαγαζί που βρίσκονταν σ’ έναν κρατήρα ηφαιστείου με θέα τις πεδιάδες της Γαλλίας, είχε σκοπό να προσπαθήσει να βάλει σε τάξη όλα όσα συνέβαιναν στη χώρα του. Αλλά μια σκιά υπήρχε, μια απουσία που, κάπως, σήμαινε πολλά. Ήθελε να μπορέσει να μεταφέρει αυτές τις εικόνες, αυτές τις σκέψεις, στην αγαπημένη του φίλη. Κάποια μέρα θα γινόταν κι’ αυτό. Απλώς, δεν ήξερε αν αυτά που τώρα ζούσε θα μπορούσε να τα κρατήσει μέσα του. Η βροχή πύκνωνε και η λίμνη έπαιρνε μια άγρια ομορφιά. Βρισκόταν σε μια χώρα που είχε ξεχάσει τι θα πει πόλεμος. Είχε ξεχάσει να θάβει νεκρούς από πόλεμο. Ενώ δίπλα της υπάρχουν χιλιάδες σκοτωμένων ανθρώπων. Μια  χώρα εν κενώ, του είχε χαριτολογώντας ένας  γνωστός του Ελβετός. Ιούλης και βρέχει καταρρακτωδώς, πριν από λίγες μέρες το θερμόμετρο έδειχνε 30 βαθμούς, κατάσταση καύσωνα για τους εδώ, ανάλαφρη δροσιά για τους μεσογειακούς.
Οι κινήσεις του ασκητή είναι λίγο αμήχανες. Σέρνουν μέσα τους την απουσία. Τι να λένε για τους Έλληνες; Είναι ευγενικοί άνθρωποι, δεν σχολιάζουν, τουλάχιστον όχι μπροστά μας. Είναι και αλληλέγγυοι πολύ. Ο ασκητής ψάχνει να βρει τον δρόμο για να γυρίσει στο μέρος όπου μένει. Τούτο το καλοκαίρι έχει μια νότα θλίψης. Τινάζει το κεφάλι του θυμωμένος. Δεν έχει λόγο να είναι θλιμμένος. Φταίει ο καιρός. Ακόμη και οι σημαντικές απουσίες μπορούν να χαρίσουν χαρά. Άλλωστε, η απουσία σηματοδοτεί την ένταση της παρουσίας. Είναι σπάταλος, τρώει ακόμη ένα γλυκό, το πληρώνει ακριβά και γελά. Μέρες θερινής ραστώνης σε φθινοπωρινό σκηνικό. Το NeuChatell φαίνεται υπέροχο από ψηλά. Και φαίνεται, και είναι. Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα.
Μπαίνει σε μια καθολική εκκλησία για να προσευχηθεί. Στο βάθος ακούει το αρμόνιο  και εντός του αισθάνεται να φεύγουν τα τελευταία ίχνη ψευδαισθήσεων. Καταλαβαίνει ότι οι γυμνές, χωρίς κανένα φτιασίδωμα αισθήσεις, κανοναρχούν πλέον τη ζωή του. Βγαίνει από την εκκλησία και ασυναίσθητα γυρνά το βλέμμα του κατά τον Νότο. Καληνύχτα, ψιθύρισε, έχοντας την σιγουριά ότι ακούστηκε. Πάντα τον γοήτευαν οι δρόμοι της Ευρώπης, πάντα είχαν να του πουν ιστορίες. Οι πόλεις τούτες έχουν πολλές σιωπηλές ιστορίες.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: