28/7/12

Βύρων Λεοντάρης: Η ποίηση ως χώρος ζωής και θανάτου

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΗΛΙΑ


«μα αυτός πεθαίνει απών
ματαιωμένος και απών»
 Βύρων Λεοντάρης, «Εκ περάτων»

Η ποίηση, όπως και κάθε δημιουργία, ενέχει στοιχείο θανάτου, είναι συγχρόνως πένθος γι’ αυτό που έχει χαθεί. Η εγκατάλειψη του παλαιού —ποτέ δεν είναι απόλυτη— είναι συχνά αναγκαία ούτως ώστε να υπάρχει κίνηση ελεύθερη και ν’ ανασαίνει η ζωή, σε ορισμένες δε περιπτώσεις ο θάνατος μπορεί να είναι μια προσφορά τέτοιας ανάσας, ένα φιλί ζωής προς την ζωή. Στη θέση τότε του νεκρού ανθεί νέος σημαντικός δεσμός, από την απώλεια αναδύεται καινούργιο πολύτιμο υλικό.
Η ποιότητα της οδύνης —οδύνη πάντοτε υπαρκτή, άλλοτε ηπιότερη και άλλοτε συντριπτική— εξαρτάται και από την ενεργητική ή παθητική σχέση του υποκειμένου με την απώλεια. Μια θυσία χάριν του εαυτού διαφέρει από μια βίαιη αρπαγή, στο βαθμό που η πρώτη αναγνωρίζεται ως διαδικασία, συνειδητή ή και ασυνείδητη, ανήκουσα στο χώρο της προσωπικής πορείας και δημιουργίας, ενώ η δεύτερη είναι άγνωστης ή ξένης προέλευσης καταστροφή, στην οποία και δεν αναγνωρίζεται προσωπικό νόημα. Ο θάνατος των φυσικών προσώπων είναι πάντοτε ένας βίαιος θάνατος.

 Στο δοκίμιο «Η ποίηση της προσωπικής ενοχής» ο Βύρων Λεοντάρης γράφει: «’Ο καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπάει...’. Ας μην εξαιρέσουμε από τη μοίρα αυτή τον ποιητή. Πιο δειλός από τον δειλό, ο ποιητής με την ποίηση σκοτώνει... [...] Συμμετέχει προπαντός στο στόλισμα του νεκρού —όλη η αισθητική της προσωπικής ποίησης δεν είναι παρά στόλισμα και μοιρολόι του αγαπημένου νεκρού— μιας ζωής που αγαπήσαμε και που σκοτώσαμε…».1
Δεν θα ασχοληθώ με το ποια, πρωτίστως, είναι η χαμένη περίοδος της ζωής, η οποία με ενοχή θρηνείται αλλά και αναβιώνει, στην «κατάσταση της έμπνευσης», «με όλον της τον εικονικό πλούτο και όλες τις αποχρώσεις της συναισθηματικής πληρότητας». Ο Βύρων Λεοντάρης εστιάζει στην εφηβική ηλικία, την «μόνη περίοδο που ο άνθρωπος δεν αποζητάει τη μήτρα», και κατά την οποία δημιουργούνται οι πιο σημαντικοί φιλικοί δεσμοί, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, καθρεφτίζουν εναργώς το ίδιο το άτομο. Σε κάθε περίπτωση, ο θρήνος αφορά βασικά σε χρόνο της παιδικής ηλικίας, σε περίοδο πριν την ενηλικίωση, με την τελευταία να προσπαθεί να μας μεταβάλει από «ψυχικές οντότητες σε κοινωνικές μονάδες». Το υποκείμενο, ως ψυχική οντότητα, ήδη από την πρώτη σχέση με την μητέρα, εισέρχεται στον χώρο των συναισθημάτων και μπορεί να βιώσει την ένταση και την έκτασή τους, καθώς και μία θεμελιωδώς κρίσιμη και αναπόφευκτη κατάσταση. Την αμφιθυμία. Η τελευταία θα διατρέχει λιγότερο ή περισσότερο όλη την περίοδο της ανθρώπινης ζωής και θα συνδέεται στενά με τον αναπόφευκτο εν τέλει —για κάθε σχεδόν βήμα— ψυχικό πόνο. Ζητώντας κάθε φορά έναν νέο θάνατο, θα αποκαλύπτει ένα, μάλλον αστείρευτο, φορτίο λύπης και ενοχής.
 Οι παιδικές αναμνήσεις, οι ελεύθερες και ισχυρές φαντασιώσεις, το μαγικό, λάμπον στοιχείο των πραγμάτων, η ζωντανή προσμονή για θαύμα ονείρου στη ζωή, μια πλημμυρίδα βιωμένων συναισθημάτων απαράμιλλης αξίας και καθαρότητας, στην πορεία της ζωής εν μέρει θα θυσιαστούν αλλά και θα πεθάνουν βίαια, μες στο σύνολο στο οποίο καλείται το άτομο να λειτουργήσει κυρίως ως κοινωνική μονάδα. Ο ποιητής συνεχώς αναζητά και επιθυμεί να τα ζήσει όλα αυτά ξανά, πλέον όμως βρίσκεται αλλού και έχει γνώση του ανέφικτου. Η ενοχή συνίσταται στο ότι έχει, ο ίδιος, ως ένα βαθμό επιλέξει και επιτρέψει έναν τέτοιο θάνατο, όμως συνεχίζει να βασανίζεται μέσα στην αμφιθυμία, μην ξέροντας πού να στραφεί και σε τι να πιστέψει. Η ενοχή ίσως αφορά και σε ένα αίσθημα ατελούς βίωσης της παρελθοντικής εμπειρίας, διότι πού είναι τώρα οι προεκτάσεις της, πώς μπορεί κανείς να τη συναντήσει, γιατί η απόλαυση δεν περιέλαβε όλους τους καρπούς; Αν γνώριζε για το θάνατό της, ίσως προσπαθούσε να επιδαψιλεύσει την αγαπημένη και πια χαμένη παλαιά πραγματικότητα με περισσότερες ικανοποιήσεις και προσφορές.
Η παρέα του περιοδικού Σημειώσεις
 Ο ποιητής, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, δεν γνωρίζει ποιο κατώφλι να διαβεί και πού να μείνει, κατ’ αυτόν δε τον τρόπο έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με δύο σημαντικούς θανάτους. Ο ένας αφορά στην εσωτερική πραγματικότητα, την οποία εν μέρει έχει απαρνηθεί, χάριν των νέων, απτών εμπειριών και της λειτουργίας του ως κοινωνικής μονάδας, και ο άλλος στη σύγχρονη βιωματική ζωή, η οποία απαιτεί δράση και προσήλωση σε νέες εμπειρίες. «Η ‘πίστη στην ποίηση’ είναι μια διαρκής κρίση πίστεως του ποιητή» γράφει ο Βύρων Λεοντάρης. «Σ’ αυτό το κοντραμπάντο της ψυχής ο ποιητής νιώθει παράνομος και αμαρτωλός τόσο απέναντι στην ποίηση όσο και απέναντι στη ζωή. Αποτυγχάνει να εντάξει τη μια στην άλλη.[...] Αλλά και μόνο έτσι μπορεί να είναι δημιουργός. Ο οίστρος τής δημιουργικότητας γεννιέται από την ενοχή»2. Ανεξάρτητα, όμως, από τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, που η ελπίδα θα τα ήθελε τουλάχιστον συντονισμένα με μια πυρηνική ψυχική ευαισθησία και με τη φαντασία ελευθερωμένη —για να περιοριστώ σε δύο σημαντικά πνευματικά στοιχεία— οι εμπειρίες είναι καταδικασμένες να συνεχίζουν ως μνήμες. Όσο και αν υπάρχει όξυνση των αισθήσεων και επιθυμία για «ζωντανή ζωή», οι εμπειρίες θα προσλαμβάνονται μερικώς και θα επιβιώνουν μόνο ως μνήμες. Και ως μνήμες αφενός δεν επαρκούν και αφετέρου βλέπουν την εξωτερική πραγματικότητα να τις προσπερνά. Σε κάθε περίπτωση, είτε ως ζωντανά βιώματα είτε ως μνήμη —και εδώ να σημειώσω ότι με την έννοια μνήμη αναφέρομαι και σε ασυνείδητο ψυχικό χώρο— ένα μεγάλο μέρος της καθεμιάς παραμένει σκοτεινό και ανεξιχνίαστο, άγνωστο και ακατανόητο. Εδώ δημιουργείται και πάλι αίσθημα απώλειας, διότι η επιθυμία για την εμπειρία είναι η τελευταία να σκεπάζει το σώμα και την ψυχή με πληρότητα και καθαρότητα αίσθησης και νοήματος. Και αν η εμπειρία, ως μνήμη πλέον, έχοντας χάσει το ξάφνιασμα της ζωντάνιας, προσφέρει ίσως ένα πιο διευρυμένο νόημα, το τελευταίο ποτέ δεν είναι αρκετό. Στο θρήνο για τη χαμένη σωματικότητα της εμπειρίας έρχεται να προστεθεί ο θρήνος για την παντοτινή αδυναμία της να υπάρξει ως τέλεια κατανόηση.
 Ο ποιητής θα επωμιστεί και αυτήν την αδυναμία. «Στις βαλπούργιες νύχτες της δημιουργικότητάς του αυτό που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»,3 γράφει ο Βύρων Λεοντάρης. Το «αμετουσίωτο», ως ψυχή της πεθαμένης «ζωντανής ζωής», αναζητάται διαρκώς για να βιωθεί, όμως συγχρόνως η αγωνία του ποιητή αφορά και στο να το διασώσει απ’ τη φθορά και τη λήθη, και στο να κατανοήσει. Διότι τίποτα ποτέ δεν είναι αρκετό. Στην επιθυμία και προσπάθεια να βιωθεί ξανά η χαμένη «ζωντανή ζωή», υψώνεται η λύπη —γονιμοποιό στοιχείο της κατανόησης— και η ενοχή. Λύπη και ενοχή υψώνονται ως καλοί όροι για ένα εσωστρεφές κατανοητικό βλέμμα. Όλοι οι θάνατοι και οι αδυναμίες που περιγράφτηκαν αστράφτουν στα ενδότερα του ψυχισμού. Ο ποιητής θα προσπαθήσει αφενός να βιώσει ξανά τις σημαντικές εμπειρίες και αφετέρου να ξεδιαλύνει κατανοώντας και να αναστήσει το μονάκριβο παρελθόν. Παρότι νιώθει πως ο πυρήνας του ήλιου που έδυσε είναι αναντικατάστατος και άφατος, με εκκίνηση απ’ τις αχτίδες προσπαθεί ν’ αγγίξει την καρδιά. Και στην πορεία αυτή διαρκώς μετουσιώνει, μη αρκούμενος σε μια διάχυτη, αμορφοποίητη και μη μεταδόσιμη ψυχική αίσθηση. Μετουσιώνει στην πορεία του προς το «αμετουσίωτο», και μόνον έτσι συναντά, γνωρίζει και διασώζει ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο ψυχικού υλικού. Η μνήμη, αποδεσμευμένη από τις περιοριστικές ιδιότητες της απτής πραγματικότητας, σε κρίσιμη όμως επικοινωνία μαζί της, εκτεταμένη και ισχυρή, συγκινημένη, όχι πλέον έκλαμψη φευγαλέα της ψυχής αλλά έμψυχο σώμα ονείρου, συμβολοποιημένη και αισθητικοποιημένη, φανερώνοντας και τιμώντας τον εαυτό της, γίνεται ποίηση που υπονοεί, υποβάλλει και σπαράσσεται σε όραμα πραγματικότητας.
 Στο ποιητικό έργο «Εκ περάτων», ο Αγώνιος που κατεβαίνει στον Άδη της ποίησης, δηλαδή στους νεκρούς του δικού του φυσικού κόσμου, ενσαρκώνει μέσα στην ποιητική πραγματικότητα και τον ίδιο τον Βύρωνα Λεοντάρη, ο οποίος και είναι ο ποιητής που τον δημιούργησε. Όσο ο Αγώνιος βρίσκεται στο ρίγος της συνομιλίας με τους νεκρούς τού κάτω κόσμου της ποίησης, ξέρουμε, νιώθουμε ότι, κατ’ αναλογία, ο Βύρων Λεοντάρης βυθίζεται στη δική του, εξαϋλωμένη, παρελθοντική βιωματική πραγματικότητα, στο χώρο της προσωπικής μνήμης και των συναισθημάτων, με όλους τους θανάτους που αναφέρθηκαν. Η αίσθηση είναι πως ο Βύρων Λεοντάρης κατεβαίνει σε Άδη προσωπικό και διττό, δηλαδή, αφενός ταυτιζόμενος με τον Αγώνιο διασχίζει τον Άδη της ποίησης, που τον αφορά άμεσα ως ποιητή, και αφετέρου βυθίζεται στον Άδη των εμπειριών, που είναι η μνήμη. Αυτά γίνονται ταυτοχρόνως. Όπως ο γονιός, που βλέπει το παιδί του να πέφτει σε γκρεμό, χάνεται την ίδια ακριβώς ώρα και ο ίδιος και ψυχικά κατακρημνίζεται, έτσι υψώνεται κατά την ανάγνωση των στίχων αυτών η αίσθηση μιας τέτοιας τρομερής αναλογίας. Ο Αγώνιος, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, είναι συγχρόνως και παιδί του. Εξαντλημένος και ανυπεράσπιστος, θαλασσοδέρνεται σε μαύρα κύματα, όμως ο ποιητής δεν έχει λόγο παραμυθητικό, δεν του δίνει παρηγοριά, συνεχίζει μόνο τη βασανιστική τους πορεία. Ο Αγώνιος είναι ο απαρηγόρητος εαυτός του ποιητή αλλά συγχρόνως και το απαρηγόρητο παιδί του. Είναι παιδί του ως δημιούργημά του, γεγονός που μας υποβάλλει και την ανωτέρω τραγική αίσθηση, αλλά και αλλιώς, ο Αγώνιος είναι ο εαυτός του ποιητή ως έφηβος-νέος, είναι ο ανυπεράσπιστος εφηβικός-νεανικός εαυτός τού ποιητή, υποχρεωτικά απειλούμενος από την παραίτηση και την απελπισία του ενήλικου εαυτού, ο οποίος και τον περιέχει ζωντανό και νεκρό. Υποχρεωτικά απειλούμενος από την απελπισία που διακατέχει τον ενήλικο εαυτό-πατέρα αλλά και σωζόμενος συγχρόνως από αυτήν ακριβώς την ίδια, καθώς είναι εκείνη που γεννάει το συγκεκριμένο ποιητικό υλικό και δίνει μορφή στο πρόσωπό του. Τελικά ο Αγώνιος δεν πεθαίνει, διότι δεν πρέπει και δεν μπορεί να πεθάνει, είναι ανέφικτο το να πεθάνει, όπως είναι ανέφικτο και το να ζήσει τη ζωή του εφήβου-νέου του παρελθόντος. Όπως η ποίηση βρίσκεται και, θέλω να τονίσω, ζει ανάμεσα ζωής και θανάτου.4
 Κι έτσι στο περιθώριο σφαγμένος/ τη νέκυιά μου τελώ και κατεβαίνω// στης Ποίησης τον άδη... Έσχατο ρίγος/ μ’ αρπάει και στα έγκατα με πάει και δίχως// ακόμη να περάσω τα σκοτάδια/ τρέχουνε καταπάνω μου κοπάδια// σαρκονεφέλες αέρινες σπιλιάδες/ αλλάζοντας αδιάκοπα χιλιάδες// σχήματα όπως απλώνουν και τανύζουν/ ρευστές φωνές και χέρια και μ’ αγγίζουν// «Τα λόγια των ποιητών, που οι ίδιοι αφήσαν/ άταφα από δειλία ή δόξας λύσσα// ή ξαφνικό χαμό, είμαστε·[...]
Εμφανίζεται στη συνέχεια η «Εικόνα πράξεων και πραγμάτων»: Αυτά είπανε και τραβηχτήκαν πίσω/ και κάνοντας πιο μπρος να προχωρήσω// βλέπω από μαύρη πλάκα να αναβλύζει/ ανταύγεια λευκή κι ανάερα να βαδίζει// αλλά σε μένα ορατά δεν ήταν/ παρά τα πόδια ως τα σφυρά κι η εσθήτα// γύρω να παίζει· κι απ’ τις κνήμες πάνου/ θάμπος αντί κορμί άχνιζε μπροστά μου.//  Άχραντη οπτασία, ελέησέ μου/ τα μάτια, φανερώσου, ποια είσαι πε μου. Και η απάντηση της: «—Δε με είχες όσο θα ’πρεπε τιμήσει/ στο έργο σου, γι’ αυτό να με γνωρίσεις// τώρα δεν αξιώθηκες δω κάτω./ Η Εικόνα είμαι πράξεων και πραγμάτων [...] Οι πράξεις και τα πράγματα με διώξαν// τρομάζοντας απ’ το ίδιο το είδωλό τους./ Μα σαν βρεθείς ξανά στο απάνω σκότος// χαιρέτα μου τη Ζέφη που με μάτια/ ξέπλεκα στο όνειρο τα μάταια// τοπία των λέξεων με ραντισμούς αγιάζει/ και σε όχθες στίχων πάντα με δοξάζει…».5 Εδώ ο Αγώνιος δέχεται το χρέος να μεταφέρει χαιρετισμούς στον πάνω κόσμο, που δεν είναι απλώς ο πάνω κόσμος της ποίησης ή του ποιήματος, αλλά η ίδια η ζωή του δημιουργού του. Παίρνει το μήνυμα για να το μεταφέρει στη «Ζέφη», όνομα το οποίο παραπέμπει στην ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, σύζυγο του Βύρωνα Λεοντάρη. Η αναφορά αυτή, που ανήκει καταρχήν στην πραγματικότητα του ποιήματος, φέρει τη δύναμη του φανταστικού και της επιθυμίας, που αφορούν στο γυναικείο πρόσωπο, αλλά, συγχρόνως, και την δύναμη της πραγματικότητας της ζωής, με τη φαντασία να προσπαθεί να ενισχυθεί —αλλά και να ενισχύσει— ακριβώς στηριζόμενη πάνω στη βιωματική ζωή. Υπάρχει, ή αλλιώς, μπορεί να υπάρξει, και «οπτασία», και γυναίκα πραγματική, και, πάνω απ’ όλα, η σύνθεσή τους. Κατά την περιγραφή της «άχραντης οπτασίας», μέρος της ομορφιάς αυτής νιώθουμε ότι αντιστοιχεί στο πρόσωπο της αγαπημένης. Εκείνη, όχι μόνο φέρει, αλλά και αναζητά, «με μάτια ξέπλεκα στο όνειρο», την ομορφιά.
Το υλικό, επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνεται και τονίζεται ως υπαρκτό και δυνατό, αλλιώς για τον καθένα, αλλά υπαρκτό και δυνατό, κι έτσι η ανάγνωση μπορεί να συνθέτει ισχυρά και ποικιλότροπα. Ο Αγώνιος, σε μια νοερή προέκταση του ποιήματος, μεταλλάσσοντας την ύλη του, θα βγει έξω από το ποίημα για να χαιρετήσει ζωντανά την αγαπημένη του ποιητή. Σε μια νοερή προέκταση του ποιήματος, είναι εκείνη που θ’ αγγίξει τον Βύρωνα Λεοντάρη στον πάνω κόσμο ποίησης και ζωής, κι εκείνη που θ’ αγγίξει το απαρηγόρητο παιδί της αγωνίας, τον Αγώνιο, νιώθοντάς τον άνδρα της και παιδί της. Τέλος, με τις «όχθες των στίχων» ν’ ανοίγουν και πάλι, θα βρεθούν κι οι τρεις τους εκεί να δοξάζονται, σε δύσκολη αγάπη μαζί, για πάντα. Έτσι λάμπει η συγκίνηση. Μες στις διακλαδώσεις φαντασίας και νοήματος, η ποίηση εισχωρεί στη ζωή και η ζωή στην ποίηση, κι ο θάνατος γίνεται «θάνατος από φως», καίγοντας τα στενά όρια, φωτίζοντας διαρκώς νέο προσωπικό και καθολικό νόημα, αποκαλύπτοντας ένα όραμα ισχυρό πραγματικότητας.
 «Όταν το παιδί μεγαλώσει και πρέπει να πάψει να θηλάζει, τότε η μητέρα κρύβει σεμνά το στήθος της και το παιδί δεν έχει πια μητέρα. Μακάριο το παιδί που δεν έχασε τη μητέρα του με άλλο τρόπο!», γράφει ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ ως Johannes de Silentio στο «Φόβος και τρόμος»6. Είναι ένας θάνατος φιλί ζωής προς τη ζωή, κι ας βιώνεται από το παιδί ως θάνατος αρπαγή. «Η μητέρα θλίβεται κι αυτή». Ο Ερέβιος Πικραμένος, απευθυνόμενος στον Ιωάννη της Σιωπής, αναφέρει: «Τίποτε δεν αποκτάμε, τίποτε δεν έχουμε. Μονάχα χάνουμε, αιώνια χάνουμε. Κι αυτό είναι το μόνο που μαθαίνουμε αφού φτάσουμε ‘εις την γην την υψηλήν’ κι αρχίζει η επιστροφή, η κατάβαση»7. Δεν ξέρω αν η ποίηση «κρύβει το στήθος της» χάριν της ζωής όταν χρειάζεται ή αν «θλίβεται κι αυτή» με τους θανάτους που προϋποθέτει. Με αυτήν, όμως, αποφεύγεται κατά το δυνατόν, μέσα στην ζωή, ο θάνατος ως αρπαγή και το πρόσωπο μπορεί και συνεχίζει ως νόημα διακριτό και προσιτό. Ομορφιά και συγκίνηση που ακτινοβολούν, ομορφιά και όραμα ισχυρό, ακόμα κι όταν φαίνεται να συντρίβονται και να εγκαταλείπονται, λάμπουν δια της λύπης του χαμού. Είναι μια λάμψη πραγματικότητας. Μακάριος, λοιπόν, εκείνος που δεν εγκατέλειψε με άλλον τρόπο. Κι ας στοίχισε συχνά σε έρεβος και οδύνη. Ούτε ματαιωμένος ούτε απών ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης.

1. Βύρων Λεοντάρης, «Η ποίηση της προσωπικής ενοχής», Κείμενα για την ποίηση, εκδόσεις Νεφέλη, 2001, σελ. 50-51
2. Βύρων Λεοντάρης, «Η αγωνία του αμετουσίωτου», Κείμενα για την ποίηση, εκδόσεις Νεφέλη, 2001, σελ. 141-142
3. Ο.π. σελ.142
4. Βλ. την ανάλυση του Ανδρέα Μπελεζίνη σχετικά με την «ποιητική αυτοχειρία που τελείται μέσω μιας δολοφονίας» του «παιδικού και εφηβικού αυτοειδώλου». Ο ποιητής «και δεν θέλει και δεν μπορεί να το αφανίσει» («Η ιδανική δολοφονία του Αγώνιου», Κριτικό Τρίπτυχο, εκδόσεις Σμίλη, 1991)
5. Βύρων Λεοντάρης, «Εκ περάτων», εκδόσεις Ύψιλον, 1986, σελ. 16-18
6. Σαίρεν Κίρκεγκωρ, «Φόβος και τρόμος», εκδόσεις Νεφέλη, 1980, σελ. 38. Το Johannes de Silentio είναι ψευδώνυμο του Σαίρεν Κίρκεγκωρ.
7. Το Ερέβιος Πικραμένος είναι ψευδώνυμο του Βύρωνα Λεοντάρη με το οποίο υπογράφεται δοκίμιο-επιστολή απευθυνόμενο στον Johannes de Silentio (περιοδικό «Σημειώσεις», τεύχος 22, Νοέμβριος 1983, σελ.66)


Ο Αλέξανδρος Μηλιάς είναι ποιητής





Δεν υπάρχουν σχόλια: