Παράλογο είναι το πάρκο της Μασσαλίας με τον ήλιο του μεσημεριού, να ορίζεται ως τόπος δόσης και εξάρτησης, τη στιγμή που ένα μοντέρνο «σωστικό συνεργείο» του ΕΣΥ βρίσκεται λίγο πιο κάτω, έξω από το δημοτικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, με ανοιχτές τις πόρτες, λες και το μήνυμα δεν είναι πως κάνει ζέστη αλλά ...«ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Αν γυρίζεις με βιβλία από την Ασκληπιού, βλέπεις μόνο τον σύγχρονο διαμεσολαβητή υγείας, έργο του οποίου είναι να μεταφέρει το θύμα σε κάποιο νοσοκομείο. Αν όμως κινείσαι στη Σόλωνος, βλέπεις το πάρκο με τους ναρκομανείς.
Αλλά αυτή η μερική πρόσβαση στο ορατό και προσπελάσιμο μπορεί να μας κάνει να πιστεύουμε πως άλλη είναι η Ελλάδα του ΕΣΥ και άλλη η Ελλάδα των παιδιών με τα ναρκωμένα όνειρα;
Αυτά είναι Τα παράλογα τείχη της πόλης. Καθώς «το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει στο πρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου». Αντιγράφω στις σημειώσεις μου τη φράση του Αλμπέρ Καμύ από τον Μύθο του Σίσυφου, Δοκίμιο πάνω στο παράλογο (σε μτφρ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, των εκδόσεων Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1973).
Ύστερα από χρόνια, βρίσκομαι στα Φοιτητικά Αναγνωστήρια της Ιπποκράτους. Δεν ξέρω πώς πήρα την απόφαση να ανεβώ στο δεύτερο όροφο. Τυχαία, πιθανότατα. Ή μάλλον, διαπιστώνοντας πώς έγινε ένας παράλογος άνθρωπος, παραφράζοντας τον τίτλο του ποιήματος της Ελένης Βακαλό «πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος». Τώρα, ποιος έγινε -ο εαυτός μου ή ο άλλος- είναι προς συζήτηση. Πάντως, εξελίσσοντας τη φράση του Γκαίτε, ότι «το πεδίο μου είναι ο χρόνος», ο Καμύ προσθέτει ότι ο παράλογος άνθρωπος «χωρίς ν’ αρνιέται την αιωνιότητα, δεν κάνει τίποτα γι’ αυτή. Όχι πως η νοσταλγία τού φαίνεται ξένη. Αλλά του είναι αρκετά το θάρρος και η σκέψη. Το πρώτο τον μαθαίνει να ζει χωρίς επιθυμίες και να αρκείται σε ό,τι έχει, η δεύτερη του δείχνει ως πού μπορεί να φτάσει».
Εφόσον, λοιπόν, η υπέρμετρη δύναμη της πίστης στο θάρρος και στη σκέψη μας δείχνει το δρόμο προς την έλλογη συνείδηση, δεν μπορούμε να σβήσουμε τα ίχνη από τον ίδιο δρόμο του παραλόγου. Όσο πιο πολύ σκέφτεσαι, τόσο διαπιστώνεις τα φαινόμενα του παραλόγου. Αναγνωρίζεις την υφή τους. Νομίζω σας έχω κάπου ξαναδεί. Είναι η ατάκα ενός τύπου που κυκλοφορεί στην Ακαδημίας με κοστούμι και τον έχω ξανακούσει να μου τη λέει. Τότε δεν έδωσα σημασία. Τώρα, προτού βρεθώ στο αναγνωστήριο, επειδή τσαντίστηκα, τον κοιτώ και στιγμιαία ρωτώ δύο φορές: Τι επαγγέλλεστε; Δάσκαλος, μου απαντά. Κρίμα στους δασκάλους, λέω, κι εκείνος κάτι λέει, κρίμα για το επίπεδό μου... Αν αυτό δεν είναι παράλογο, ψόφιες υπάρξεις να περιφέρονται στην πόλη, με κουστούμι και γραβάτα, αναζητώντας το τίποτα και ζητώντας ένα βλέμμα, τότε τι είναι;
Καταφυγή στην τέχνη: Το κείμενο της τιμημένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2004) Ελφρίντε Γέλινεκ, Περί Ζώων, που παίζεται στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου, με τη Βίκυ Βολιώτη στο βασικό ρόλο και άλλους 7 «νάνους» με κουστούμια, γραβάτες και τυλιγμένα laptop, να ζητούν και άλλο φετίχ, και άλλο σεξ, και άλλο τίποτα, σε έναν κόσμο μπίζνας και κομπίνας, είναι μια νευρώδης, έντονη και καταιγιστική καταγγελία για αυτόν τον παράλογο αστικό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου