ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ, Κλειστή πόρτα, διηγήματα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 167
Νεκροί διαλογίζονται, ενώ ζωντανοί παύουν να σκέφτονται. Τη δε κρίσιμη στιγμή παραδίδονται άνευ όρων στους θύτες τους, όπως φέρ’ ειπείν κάνει η Μάγια, εξαντλημένη από τα βάρη της ζωής, στο ομώνυμο, πέμπτο κατά σειρά διήγημα της συλλογής. Άλλοι άσημοι χρήστες της κοινωνικής κυψέλης καταρρέουν από την υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, απομυθοποιώντας πλήρως στο μεταξύ την κοινωνική συνθήκη της αλληλεγγύης και όχι μόνον.
Κάποιοι άλλοι θέλουν να συντομεύσουν τη ζωή των γονέων τους. Οι νεκροί παραπαίουν κατάκοποι, ακόμη και στον άλλο κόσμο. Την ίδια στιγμή οι ζωντανοί ερωτεύονται με σφοδρότητα τα υποκείμενα των φαντασιώσεών τους. Ο χρόνος συνιστά μια ζωόμορφη οντότητα, η οποία θυμίζει τα γλυπτά της φαραωνικής εποχής: «ο χρόνος, ένα λυσσασμένο σκυλί, τα είχε τακτοποιήσει όλα δίχως να με ρωτήσει». Οι δε διακεκριμένες ματαιότητες των ματαιοτήτων αποδίδονται με πιστότητα. Εξ ου και η αποστροφή: «Τι ανάγκη που είναι κι αυτή να μας θυμούνται οι ζωντανοί. Μια διαστροφή. Μια διαστροφή που δείχνει τη ματαιότητα των επιθυμιών μας, ακόμη και πέρα από τη ζωή».
Τα πρόσωπα, τα οποία κατοικούν στις σελίδες του δεύτερου αυτού έργου της Ευγενίας Μπογιάνου (1968), αν δεν είναι ανυπεράσπιστα θύματα αιμομιξιών ή ομαδικών βιασμών, όπως π. χ. μας αφηγούνται η Σμαράγδα και η δεσποινίς Κωνσταντινίδη, τότε συναποτελούν έρμαια σωρευτικών αυταπατών και ανίατων ψευδαισθήσεων, όπως ασφαλώς είναι ο μαρτυρικός Χριστόφορος, ο στριμωγμένος για τα καλά στο κάτεργο της καθημερινότητας Κώστας και η εμφανώς νευρωσική Έλλη. Ιδέτε, αντιστοίχως τα εξής διηγήματα: «Κλειστή πόρτα», «Φεύγει», «Ανάμνηση με κόκκινο πουλόβερ», «Άγιος Σπυρίδωνας» και «Το σωστό». Ο διάκοσμος παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς σε επισημάνσεις πρωτίστως του Σοπενχάουερ. Κοντολογίς, δεν διαφαίνεται η προοπτική του Ελέους, αλλά μόνον η παράταση του Φόβου. Προηγήθηκε Το μυστικό από τις εκδόσεις «Ροές» το 2004. Εκεί, η Ευγενία Μπογιάνου προέβαλε και πάλι οριακές περιπτώσεις υπαρξιακών τριβών και κατά κανόνα δίσημους χαρακτήρες. Κατά τρόπο συνοπτικό, αποκλίνοντα και αρκούντως ερεθιστικό, η σύνθεση λόγου συνιστούσε εν τέλει «βίο». Σήμερα, οι έντεκα ιστορίες της πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, άλλη μια φορά την προσήλωσή της σε αμιγώς ανθρωπολογικό υλικό. Από το κρεβάτι του ύπνου, του έρωτα ή και του μη-έρωτα, έως το πόστο τής συνήθως εξουθενωτικής εργασίας, κι από κει στο παγκάκι της ανάπαυσης και μετά στην τελεσιδικία του τάφου, οι διαδρομές είναι σαφείς και ακριβείς. Θυμίζουν τις απλούστερες των μαθηματικών πράξεων. Το συγγραφικό βλέμμα δεν εγκαταλείπει επ’ ουδενί το συγκεκριμένο αντικείμενο των ενδελεχών μελετών του. Η γραφή εν συνεχεία, οφείλω να το τονίσω, δεν εστιάζεται στα αίτια και στα αιτιατά της καθολικής αποτυχίας των οραμάτων. Δεν αναλίσκεται σε ανατομία των κοινωνιολογικών ή οικονομικών παραμέτρων. Απλώς, δείχνει. Τα πρόσωπα, γειωμένα στην πραγματικότητα της περιώνυμης «κοιλάδας των δακρύων», απαθανατίζονται σε κοντινά πλάνα με ακρίβεια. Προφανώς η «τέχνη της φλυαρίας» έχει απορριφθεί εκ των προτέρων. Σταθερή κλίση προς τα κάτω του κόσμου. Το άχθος αρούρης συνιστά εν ολίγοις το έπος του μόχθου. Η δε κατάφαση στη ζωή σημαίνει κατάφαση μόνο σε μια σαφώς αναβαθμισμένη μορφή της. Σε μια προφανώς υπέρ-ζωή. Παραθέτω ενδεικτικά τις συναφείς δηλώσεις από τις σελίδες 9, 80, 86 και 113, αντιστοίχως: «Η διάγνωση θα είναι κούραση. Μην ακούς τι λένε. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες. Από κούραση υποφέρω», «Σαν να μην έχω πια κορμί. Το κορμί μου είναι η κούραση». «Το σώμα μου είναι κατάκοπο», «Γιατί, αν και νεκρή, κουράζομαι. Κουράζομαι εύκολα. Μπορεί απλώς να μην έχω ξεκουραστεί ακόμη. Παρ’ όλη την τρίχρονη ακινησία». Συμπέρασμα: η συγγραφέας, ανήκοντας στην κατηγορία των δημιουργών λόγου οι οποίοι αφήνουν σκοπίμως αναπάντητο το επίμονο ερώτημα του τέταρτου από τους Ψαλμούς, «ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;», αρκείται να το επαναδιατυπώνει με ιδιαίτερη αφηγηματική σύνεση και ασκημένη πρόνοια παραγωγικών κειμενικών τρόπων.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου