ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΡΤΙΝΟΣ, Τα γράμματα της Ντόρας, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 190
Αναγνωρίζοντας ως σημαντικά διακριτικά στοιχεία της σύγχρονης λογοτεχνίας την αυτοαναφορικότητα και τον αναστοχασμό, ο επαρκής αναγνώστης είναι από καιρό εθισμένος σε κείμενα στα οποία η λογοτεχνία μοιάζει να υποδέχεται, να οικειοποιείται και, πολλές φορές, να προλαμβάνει το αληθινό ως αληθοφανές (μια αντιστροφή της συνήθους κίνησης από το αληθοφανές στο αληθινό που –στο παραδοσιακό μυθιστόρημα– επέτρεπε την πολυθρύλητη «αναστολή της δυσπιστίας»).
Δεν είναι, λοιπόν, σπάνιο (ούτε πρωτόγνωρο στην ιστορία της λογοτεχνίας) να εμφανίζονται λογοτεχνικά έργα τα οποία ενσωματώνουν τεκμήρια της πραγματικότητας, αντί να στέκονται διαλεκτικώς απέναντί τους. Συζητούμε, τότε, για υβριδικά κείμενα που καταλύουν τα όρια της μυθοπλασίας, προδίδοντας απολύτως εμπρόθετα το fundamentum της δημιουργικής φαντασίας.
Μολονότι τέτοιου είδους κείμενα μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και στο απώτερο παρελθόν (π.χ. στα παραδείγματα του Μονταίν ή του Λώρενς Στερν), κάθε φορά που έρχεται κανείς αντιμέτωπος με ένα τέτοιο παράδειγμα (όπως είναι και τα Γράμματα της Ντόρας) το ζήτημα ανανεώνεται: Με ποιον τρόπο στέκεται κανείς μπροστά στην υποκειμενικότητα και την αυθαιρεσία της δημιουργικής γραφής; Με ποια ιδιότητα διεκδικεί να αναγνωριστεί ο συγγραφέας τοποθετώντας το όνομά του στο εξώφυλλο; Με ποια φορά ορίζεται η σχέση του κειμένου με την ειδολογική του κατάταξη; Είναι η έκδοσή του ως μυθιστόρημα μια πράξη διαπιστωτική (κείμενο>μυθιστόρημα) ή μήπως δηλωτική (μυθιστόρημα>κείμενο); Όλα τα παραπάνω ερωτήματα τίθενται με δραστικό τρόπο στο βιβλίο του Αρτινού.
Ο ορισμός των «Γραμμάτων» ως μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής μορφής είναι, στην ουσία, περιττός. Θα προτιμούσαμε να αναφερθούμε περισσότερο σε μια «στρατηγική για το γράψιμο». Όχι τόσο ως την εμπρόθετη ανάπτυξη ενός ειδολογικού τύπου (έστω και υβριδικού) αλλά ως ένα «ατύχημα». Αναφερόμαστε εδώ σε μια αφετηριακή συγγραφική διαπίστωση του τύπου: «βρέθηκα μπροστά στο υλικό της μυθοπλασίας μου».
Εν προκειμένω, το υλικό για το μυθιστόρημα του Αρτινού είναι 160 επιστολές, με αποστολέα την Ντόρα και παραλήπτη τον Φώτη. Η περίσταση αυτής της μονόδρομης αλληλογραφίας (αφού γνωρίζουμε μόνο τις επιστολές της Ντόρας), ορίζει το χώρο της μυθοπλασίας σύμφωνα με ορισμένα αδιάσειστα στοιχεία: την Άμφισσα στη δεκαετία του 1950, τον ερωτικό δεσμό των επιστολογράφων, την απόσταση που τους χωρίζει, τη μνήμη, την προσμονή, τη σταδιακή αποξένωση και τον οριστικό χωρισμό.
Ο Αρτινός παραθέτει σχεδόν αυτούσιες τις ευρεθείσες επιστολές κατά χρονολογική σειρά. Μόνο εμβόλιμα παρεμβάλλονται πέντε σημειώματα ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή που αναγνωρίζεται ως ο ανθολόγος της αλληλογραφίας, καθώς και μερικές προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες του «απόντα» Φώτη, όπως και των ίδιων των επιστολών όπως βρέθηκαν από τον συγγραφέα-ανθολόγο «μέσα σε ένα γιαπωνέζικο τσίγκινο κουτί».
Με αυτό το αρχικό υλικό, η συγγραφική μέθοδος του Αρτινού αμφισβητεί διαρκώς τα όρια του επιτρεπτού, αναμειγνύοντας τα τεκμήρια με τις μυθοπλαστικές παρεμβάσεις που λειτουργούν ως δικαιολογητικές βάσεις της αφήγησης. Εδώ συναντάμε μια ευεργετική «διαγραφή των ιεραρχιών» και την αξιοποίηση των «δυνατοτήτων διαπερατότητας» των αφηγηματικών στοιχείων, όχι την ενσωμάτωσή τους σε ένα συμπαγές σύνολο.
Επιλέγοντας τη διακριτή παράθεση και όχι τη μυθοπλαστική σύζευξη, ο Αρτινός επιτυγχάνει να παραδώσει ένα ερεθιστικό κείμενο που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ δύο αφηγήσεων και δύο αφηγητών. Ο πρώτη αφήγηση είναι η διαφαινόμενη πλοκή τής ερωτικής «ιστορίας», και η δεύτερη είναι η «εσωτερική» αφήγηση που επιχειρείται μέσω των σημειωμάτων του συγγραφέα αλλά και των παρατιθέμενων φωτογραφιών. Οι δύο αφηγητές είναι προφανώς η επιστολογράφος Ντόρα και ο αφηγητής-συγγραφέας.
Εντούτοις, οι αφηγητές συχνά αλλάζουν ρόλους και ανταλλάσσουν αφηγήσεις. Ο Αρτινός κινητοποιεί ταυτοχρόνως στο έργο μια μέθοδο επερώτησης (ο ίδιος ρωτά - η Ντόρα ρωτά) και μια μορφή «γνώσης» (ο ίδιος αποφαίνεται - η Ντόρα συμπεραίνει), δηλαδή έναν τρόπο ανακάλυψης και ανάλυσης. Πρόκειται για μια συνθήκη «αυτο-εξέτασης εν εγρηγόρσει».
Τότε, το κείμενο προχωράει ως μια ακατάσχετη αφηγηματική ροή που, όπως λένε οι Ντελέζ και Γκουαταρί, υπερβαίνει την κοίτη της και επιταχύνει διαρκώς. Το αφήγημα του Αρτινού είναι ταλαντευόμενο (από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από τον έναν χρόνο στον άλλον, από τη μια φωνή στην άλλη) αλλά ταυτόχρονα ρέον και αυστηρά γραμμικό.
Η παρατακτικότητα του έργου (η γραμμικότητα που επισημάναμε και προηγουμένως) μαρτυρεί την επιτελεστική φύση του εγχειρήματος. Ο Αρτινός επιλέγει να παραθέσει εν σειρά αφηγηματικά στοιχεία (επιστολές, σημειώσεις, φωτογραφίες) ως μια εξατομικευμένη «τακτική». Με άλλα λόγια, σε επιλεγμένες στροφές της αφήγησης αποφασίζει να επιτελέσει μια στοχευμένη και τοπική παρέμβαση. Το ενδιαφέρον εδώ είναι να συλληφθεί και να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ή να εντοπιστεί ένα σημείο με σημασία.
Σε αυτό το σημείο δεσπόζει το βασικό ερώτημα: Πώς μπορεί να διαπιστωθεί το «ταλέντο» –πώς μπορεί να αναγνωριστεί ένας δεξιοτέχνης συγγραφέας– σε μια διαρκώς «ρευστή» λογοτεχνία, όπως είναι το παράδειγμα των «Γραμμάτων»; Η απάντηση βρίσκεται στην αρχή της μεθοριακότητας (liminality) που ορίζει μια διαφορά μεταξύ της γλώσσας ως νοήματος και της γλώσσας καθ’ αυτής. Ή, για να το πούμε διαφορετικά: η δεξιότητα του συγγραφέα έγκειται στη δυνατότητα που δίνει ο Αρτινός να αναδυθούν μεταφορές και συνειρμικές συνδέσεις οι οποίες, λόγω της μη προβλέψιμης φύσης τους, μεταφέρουν εικόνες και ιδέες με μεγάλη επιδραστικότητα.
Υπάρχουν δύο σημαντικά αποτελέσματα αυτής της τοποθέτησης: Το πρώτο είναι ότι το κείμενο «δεν είναι απλώς κάτι που πρέπει να εξηγηθεί». Το δεύτερο είναι ότι το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «να κάνει κάτι άλλο από μια εξήγηση». Στο παράδειγμα των «Γραμμάτων» ο συγγραφέας είναι ο εθνογράφος της κατάστασης (παρατηρεί και σχολιάζει τις συνθήκες του αφηγηματικού γεγονότος), αλλά επίσης ο εθνογράφος των κειμένων (προβληματίζεται σχετικά με τη συνειδησιακή λειτουργία ενός συγγραφέα και ενός αναγνώστη). Ετούτα τα δύο χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να οριστούν ως αυτό που έχει προσδιοριστεί ως «προσωπική στροφή». Με λίγα λόγια: όλες οι υποχρεώσεις αποδίδονται στον γράφοντα. Εκείνος κατέχει και δίνει τον τελικό λόγο στην Ντόρα.
Υπάρχουν δύο σημαντικά αποτελέσματα αυτής της τοποθέτησης: Το πρώτο είναι ότι το κείμενο «δεν είναι απλώς κάτι που πρέπει να εξηγηθεί». Το δεύτερο είναι ότι το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «να κάνει κάτι άλλο από μια εξήγηση». Στο παράδειγμα των «Γραμμάτων» ο συγγραφέας είναι ο εθνογράφος της κατάστασης (παρατηρεί και σχολιάζει τις συνθήκες του αφηγηματικού γεγονότος), αλλά επίσης ο εθνογράφος των κειμένων (προβληματίζεται σχετικά με τη συνειδησιακή λειτουργία ενός συγγραφέα και ενός αναγνώστη). Ετούτα τα δύο χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να οριστούν ως αυτό που έχει προσδιοριστεί ως «προσωπική στροφή». Με λίγα λόγια: όλες οι υποχρεώσεις αποδίδονται στον γράφοντα. Εκείνος κατέχει και δίνει τον τελικό λόγο στην Ντόρα.
Με όλα αυτά, τα «Γράμματα» αποτελούν –με πολλούς διαφορετικούς τρόπους– αυτό που ο Michel de Certeau έχει ονομάσει «ετερολογία». Και το λεξιλόγιο της ετερολογίας περιλαμβάνει όρους όπως: Αλλαγή, Μετατροπή, Επερώτηση, Διατάραξη, Αβεβαιότητα, Ανοιχτότητα, Διυποκειμενικότητα, Εκτροπή. Εδώ, στην εκτροπή (όπως του ποταμού) συναντάμε ξανά τη Ντελεζιανή ροή. Συνεπώς, το βιβλίο αναπτύσσει μια ορισμένη δομή του λόγου που επιτρέπει τη μεταφορά και τη μετωνυμία, την ανάπτυξη ηχούς και αναλογιών, καθώς και τη «δεύτερη γραφή» των επιστολών, με έναν τρόπο που επικαλείται το απόν υποκείμενο. Άλλωστε, θα μπορούσε αυτή να είναι μια μεταφορά για την α-τοπία της σχέσης ανάμεσα στον Φώτη και στη Ντόρα (δεν συμπίπτουν ποτέ ως πρόσωπα στον ίδιο χώρο), όπως και μια μεταφορά για την αλαλία της επιστολογραφίας τους (ο Φώτης είναι άφωνος).
Αυτή η συγγραφική συνθήκη είναι απολύτως εμπρόθετη – ή σχεδόν επιβεβλημένη στον αναγνώστη-μυθιστοριογράφο. Εδώ εμφανίζεται και η φασματολογία της ερωτικής σχέσης, που παίζει καίριο ρόλο στο βιβλίο και, παραπέμποντας στη φασματολογία (hauntology) του Derrida, υποδεικνύει ότι η γραφή είναι εξαρχής στοιχειωμένη από τους απόντες.
Αυτή η συγγραφική συνθήκη είναι απολύτως εμπρόθετη – ή σχεδόν επιβεβλημένη στον αναγνώστη-μυθιστοριογράφο. Εδώ εμφανίζεται και η φασματολογία της ερωτικής σχέσης, που παίζει καίριο ρόλο στο βιβλίο και, παραπέμποντας στη φασματολογία (hauntology) του Derrida, υποδεικνύει ότι η γραφή είναι εξαρχής στοιχειωμένη από τους απόντες.
Συμπερασματικώς, η χειρονομία του Αρτινού απεδαφικοποιεί όχι τη λογοτεχνία, αλλά, ίσως ακόμη βαθύτερα, την ίδια τη φαντασία. Διαστρέφοντας (ή αν θέλετε: καταχρώμενη) τους κανόνες παραγωγής –και κατ’ επέκταση τη γενικότερη λειτουργία– της δημιουργικής φαντασίας, αψηφά όχι μόνο την φαντασιακή θέσμιση της λογοτεχνίας, αλλά και τον ρόλο της γραφής ως μια διακριτής και εξειδικευμένης δραστηριότητας. Αυτή ακριβώς είναι η διακινδύνευση για έναν συγγραφέα και έναν αναγνώστη που θα αποφασίσουν να κινηθούν στη μεθόριο του πραγματικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου