ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ, Σάλτο μορτάλε, διηγήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 288
Η τελευταία συλλογή του Βασίλη Τσιαμπούση έρχεται να συμπληρώσει την δημιουργική πορεία του, η οποία ξεκινώντας από το Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (1988) περιλαμβάνει πέντε συλλογές διηγημάτων κι ένα μυθιστόρημα.
Στο Σάλτο Μορτάλε κεντρική θέση κατέχει η θεματική του θανάτου. Παρουσιάζεται στις ιστορίες «Σκηνές για ταινία», «Μακιγιάζ», «Αγρύπνια», «Οι άντρες δεν πηγαίνουν στα εννιάμερα», «Νιαούρισμα», «Συναξάρι», και πολιορκείται από διάφορες πλευρές. Ο θάνατος ως ένα χαρμάνι ανακατεμένος με τις γλυκές αναμνήσεις και τους παιδικούς έρωτες, όπως είναι στο διήγημα «Μακιγιάζ». Ο θάνατος που γίνεται που γίνεται απελπισία, ακόμη και οργή για τον θεό, για να μετατρέψει τον άνθρωπο σε ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα όπως στο ομώνυμο διήγημα. Νομίζω, όμως, η πιο χαρακτηριστική ιστορία απ’ αυτή την άποψη είναι το «Σκηνές για ταινία». Εδώ ο Τσιαμπούσης βάζει τους ήρωες στο μικροσκόπιο, τους εξετάζει με μεγεθυντικό φακό και συλλέγει καλειδοσκοπικά την αντίδρασή τους με αφορμή την αυτοκτονία μιας γυναίκας που πέφτει στον ακάλυπτο ανήμερα Χριστουγέννων.
Το χρήμα είναι μια άλλη θεματική που διαπερνά πολλές ιστορίες. Αυτό φωτίζει τη ζωή των ανθρώπων, καθορίζει τις καθημερινές τους συνήθειες. Οι ήρωες ερωτεύονται και χωρίζουν λόγω χρήματος, αυτοκτονούν υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων. Οι σχέσεις των ζευγαριών βρίσκονται σε κρίση. Απουσιάζουν οι μεγάλοι έρωτες. Οι υπολογισμοί, τα δάνεια, οι κληρονομιές και οι υποχρεώσεις κρατούν τις τελευταίες κλωστές που τους ενώνουν, όπως συμβαίνει με τον Θόδωρο και τη Μαίρη στο «Βορινό παράθυρο», τον Τζορτζ με την Κέιτ στο «Με λένε Γιώργο». Ακόμη κι όταν κάποιοι ήρωες θα προσπαθήσουν να ανοιχτούν στην πραγματική περιπέτεια του έρωτα, έξω από τις συμβάσεις, θα σταθούν μετέωροι όπως συμβαίνει στο «Ρίσκο». Αναποφάσιστοι για το μεγάλο βήμα μπροστά στο φόβο της ελευθερίας, τους κίνδυνους και την αβεβαιότητα που ελλοχεύουν.
Στο διήγημα «Αγρυπνία» συγγενείς και φίλοι ξενυχτούν μια γυναίκα που έχει αυτοκτονήσει. Νομίζω ότι στην εν λόγω ιστορία έχουμε αυτό που ο Μιχαήλ Μπαχτίν, στο έργο του για τον Ραμπελαί, προσφυώς ονομάζει «καρναβαλισμό» και «γκροτέσκο ρεαλισμό». Σε μια ατμόσφαιρα όπου εναλλάσσεται το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν, το «Μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια» ή η «Παξιμαδοκλέφτρα», ανάμεσα σε πολλά ποτήρια κονιάκ, σε βρισιές και χλευασμούς γκρεμίζονται όλες οι συμβάσεις, ανατρέπονται οι καθιερωμένοι ρόλοι και η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, μετατρέπονται οι πάντες σε κριτές και κρινόμενους για να μείνει στο τέλος το απολαυστικό και καθαρτήριο γέλιο του αναγνώστη.
Οι χαρακτήρες εδώ, όπως σε όλα τα διηγήματά του, «καλοί» και «κακοί» ταυτόχρονα, ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας με τους υπολογισμούς και τα μικροσυμφέροντα που η ζωή τους έχει κάνει κυνικούς. Οι πιο ευαίσθητοι, όσοι δεν αντέχουν τη σκληρότητα όπως η Αθηνά, αναχωρούν με τις θεαματικές πτώσεις στους ακάλυπτους.
Η λιτότητα είναι ένα από τα βασικά υφολογικά τής γραφής του. Η αφήγηση διέπεται από μια εξαιρετική οικονομία που απορρίπτει τα περιττά. Κατορθώνει όμως να διατηρεί τη ζωντάνια μέσα από την προφορικότητα, το χιούμορ και τις λέξεις της καθημερινότητας με τις οποίες είναι διάστικτο. Παλιότερα έγραψα ότι ο Βασίλης Τσιαμπούσης χρησιμοποιεί μιαν ιδιαίτερη αφηγηματική τεχνική στην ανέλιξη των ιστοριών του. Συνήθως θέτει τα δυο κύρια πρόσωπα στη δίνη μιας αντιπαράθεσης. Η μάχη αυτή των λέξεων αναδεικνύει το χαρακτήρα και το παρελθόν των ηρώων, ενώ λειτουργεί ως καταλύτης για την έκφραση των συναισθημάτων τους. Ο αγώνας μοιάζει άλλοτε σαν μια καλοστημένη παρτίδα σκάκι, με υπολογισμένα ανοίγματα και θεαματικά φινάλε, και άλλοτε σαν λεκτική πυγμαχία με εναλλάξ χτυπήματα, λέξεις που δαγκώνουν, προσβολές και καρφώματα. Δίνει έτσι θεατρικότητα και ζωντάνια στην αφήγηση, κρατώντας σε εγρήγορση το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Εκείνο που θα πρόσθετα σήμερα είναι ότι η τεχνική αυτή έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο, ώστε μερικά διηγήματα όπως το «Με λένε Γιώργο» και η «Αγρυπνία» να έχουν σχεδόν θεατρική δομή. Ο χώρος, συνήθως κάποιο δωμάτιο ή σπίτι παραμένει σταθερός και λειτουργεί ως σκηνή, κυριαρχούν αποκλειστικά οι διάλογοι, η αφήγηση σχεδόν έχει εκλείψει περιοριζόμενη αραιά και πού σε κάποιες σκηνικές οδηγίες.
Οι περισσότερες ιστορίες εκτυλίσσονται στην Δράμα και στην ευρύτερη ανθρωπογεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Η ιθαγένεια είναι μια σημαντική παράμετρος του έργου του. Ουσιαστικά ο Τσιαμπούσης από βιβλίο σε βιβλίο κεντάει με ψιλοβελονιά την ελληνική μικροκοινωνία. Την πολιορκεί από όλες της πλευρές. Καταγράφει συστηματικά και διαχρονικά το ήθος της μικρής κοινότητας κι αυτό είναι ήδη μια σημαντική συμβολή του στην ελληνική λογοτεχνία.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου