ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία της λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
Θα πρέπει άραγε να μείνουμε φαφούτηδες για να τα πούμε έξω απ’ τα δόντια;
(σύνθημα σε τοίχο)
Παρακολουθώντας κανείς τη γένεση, τη συγκρότηση και την εξέλιξη της Θεωρίας της λογοτεχνίας, από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, θα μπορούσε να προβεί σε ποικίλες περιοδολογήσεις, ταξινομήσεις, αξιολογήσεις ή, ακόμη, και σε απολογιστικές αποτιμήσεις, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως η χρυσή εποχή (τουλάχιστον, για μια συγκεκριμένη εκδοχή της Θεωρίας) φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές εκείνες που μιλούν για «θάνατο», κρίση, κάματο, το «μετά» της Θεωρίας κοκ. Από αυτή την άποψη μπορεί κάποιος, βάσιμα, να μιλήσει για κρίση της Θεωρίας∙ όχι, βέβαια, με την έννοια ότι η ίδια γέρασε προώρως ή κόλλησε ίωση κι αρρώστησε σε κάποια από τις υψιπετείς εξόδους της στον κόσμο των κειμένων και στα κείμενα του κόσμου.
Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για τις αιτίες αυτής της κρίσης. Εδώ συνοπτικά θα περιοριστώ μόνο σε μια πλευρά, τουτέστιν σε ό,τι έχει να κάνει με τους ίδιους τους όρους παραγωγής του λόγου και της γνώσης στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πεδίου. Ξέρουμε πως η Θεωρία της λογοτεχνίας, όπως και άλλοι «συνομήλικοί» της επιστημονικοί κλάδοι, γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά ιδρυτικών πράξεων οριοθέτησης του αντικειμένου της, κρατώντας πάντα μιαν ορισμένη, αναγκαία απόσταση από την προς μελέτη πραγματικότητα, προκρίνοντας συγκεκριμένες πλευρές της και αποκλείοντας άλλες –από μια θέση δηλαδή εποχής (όπως θα έλεγε η Φαινομενολογία)–, και στηριγμένη στην αρχή της pertinence (όρος που στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως χαρακτηριστικότητα, διακριτικότητα, καταλληλότητα), εκείνον δηλαδή τον επιστημολογικό «κανόνα», σύμφωνα με τον οποίο η προσέγγιση στο αντικείμενο γίνεται από ένα συγκεκριμένο, ρητό σημείο θεώρησης, το οποίο θα πρέπει να διατηρείται σταθερό στη διάρκεια της ανάλυσης. Η συνεχής πάντως διεύρυνση αυτής της απόστασης, μαζί με την προϊούσα ακαδημαϊκοποίηση του πεδίου, είχε ως συνέπεια μιαν απογειωτική (με την κυριολεκτική σημασία του όρου) εξύψωση της Θεωρίας σε τέτοιο σημείο που, πολλές φορές, η ίδια όχι μόνον δεν μπορούσε να δει τη συγκεκριμένη, προσδιορισμένη θέση της στον κόσμο και τη σχέση της με τον κόσμο, αλλά και ξεχνούσε να προχωρήσει σε μια αναστοχαστική αντικειμενικοποίηση του σημείου από το οποίο η ίδια η θεώρηση γίνεται. Είναι, ακριβώς, η λήθη της συγκεκριμένης κοινωνικοσημειωτικής θέσης που η Θεωρία καταλαμβάνει, αυτό το οποίο, συχνά, δημιουργούσε και δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας δίχως ενοχλητικές ευθύνες και, ταυτόχρονα, φαινομενικά ανεπικαθόριστης ελευθερίας, οδηγώντας σε ό,τι έχει ονομαστεί «λογοτεχνικοποίηση» της ίδιας της Θεωρίας. Αυτή η ψευδαίσθηση ενδυναμώθηκε (ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες) από την κυριαρχία ενός νεοφιλελεύθερου επιλεκτικού και ψευδεπίγραφου πλουραλισμού (στο πλαίσιο του οποίου: anything goes ή, αλλιώς, ο πελάτης –κριτικός ή αναγνώστης– έχει πάντα δίκιο, εξού, συν τοις άλλοις, και η άνθιση των ποικίλων αναγνωστοκεντρικών θεωριών) στην ανάγνωση, χρήση, ερμηνεία και διαχείριση των συμβολικών αγαθών και των πολιτισμικών προϊόντων. Ένας επιλεκτικός πλουραλισμός[1] τόσο ως προς τα αντικείμενα που προκρίνονται προς διερμήνευση, κατά κύριο λόγο λογοτεχνικά κείμενα ή κείμενα της υψηλής κουλτούρας (ή ακόμα της «χαμηλής», διαβασμένα όμως πάντα με έναν λόγιο τρόπο) όσο και ως προς τους ίδιους τους παραγωγούς ή καταναλωτές αυτών των κειμένων. Πρόκειται δηλαδή για παραγωγούς και καταναλωτές του παραπάνω είδους κειμένων, που «καταλαμβάνουν μιαν ειδική κοινωνικοσημειωτική θέση: βρίσκονται σε μια ζώνη ελεγχόμενης θεσμικής ανομίας, όπου η λογοτεχνική εργασία τους αυτοπαρουσιάζεται και προσλαμβάνεται ως σχετικά αυτόνομη και ελεύθερη από περιορισμούς, αλλά χωρίς τα υπερεξειδικευμένα πορίσματά της να θέτουν σε κρίση ούτε τις ίδιες τις νόρμες της κατεστημένης λογοτεχνικής βιομηχανίας ούτε τους κανόνες που ρυθμίζουν τα υπόλοιπα υποσυστήματα της μη λογοτεχνικής επικοινωνιακής παραγωγής σε μιαν ίδια χρονική ακολουθία»[2].
Συνοδευτικά αυτής της εξέλιξης ήταν οι ποικίλοι αρνητικοί «–ισμοί» που συχνά, δίκαια ή άδικα, προσάφθηκαν στη Θεωρία. Θα αναφερθώ πρόχειρα και επιλεκτικά σε τρεις απ’ αυτούς. Πρώτα απ’ όλα στον φιλολογισμό (ο όρος του Βαλεντίν Ν. Βολοσίνοφ), την αντίληψη εκείνη δηλαδή που βλέπει τα κείμενα σαν να μην είχαν άλλο λόγο ύπαρξης από το να αναλυθούν, ερμηνευθούν, δομηθούν, αποδομηθούν, γλωσσοκοπανηθούν, κοκ, από το επαΐον ερμηνευτικό υποκείμενο. Δεύτερον, τον γραμματικισμό (ο όρος του Πιερ Μπουρντιέ): εκείνη δηλαδή τη σχολαστική επιστημονική πρακτική, στο πλαίσιο της οποίας το υποκείμενο που την επιτελεί, λησμονώντας την κοινωνικοθεσμική θέση του και τις ανεπίγνωστες διαθέσεις που αυτή του η θέση παράγει, τείνει να προεκτείνει πάνω στα υπόλοιπα υποκείμενα τη δική του θεώρηση και τη δική του ιδιόμορφη σχέση με το αντικείμενο. Και τρίτον, ιδιαίτερα σε εκείνες τις εκδοχές της Θεωρίας που θα μπορούσαν να ονομαστούν «κειμενοκεντρικές», τον λογικισμό: μια επιστημολογική στάση που επιβάλλει πάνω στη λογική της πραγματικότητας την πραγματικότητα της Λογικής ή, αλλιώς, όπως το διατύπωνε ο Μαρξ των Grundrisse, επιβάλλει την αλήθεια των εγχειριδίων στην αλήθεια της πραγματικότητας, σαν «το ζήτημα να […] είταν η διαλεκτική εναρμόνιση εννοιών και όχι η κατανόηση πραγματικών σχέσεων»[3].
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος μιλώντας για τις ίδιες τις συνθήκες άσκησης της αποφαντικής λειτουργίας στο πλαίσιο των επιστημών της μελέτης της λογοτεχνίας. Όλοι γνωρίζουμε την τεράστια πίεση την οποία υφίστανται τα υποκείμενα που συνωθούνται στο εκφωνηματικό (και επαγγελματικό, κατά κύριο λόγο πανεπιστημιακό) πεδίο ή κουρταλούν τις θύρες τών κάθε τόσο πιο απαξιωμένων και –για ευνόητους λόγους– υποβαθμισμένων, μέχρις σχεδόν εξαφανίσεως, επιμέρους ανθρωπιστικών επιστημών, για παραγωγή, πάση θυσία, ενός λόγου υποχρεωτικά πρωτότυπου, υψιεπούς ή πεποικιλμένου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Μπορεί κανείς εύκολα να δει αυτά τα χαρακτηριστικά (άμεση συνέπεια όχι, φυσικά, υποκειμενικών βολονταρισμών, αλλά των ετερονομικών κοινωνικών ενταλμάτων που επιβάλλονται στο πεδίο) να αναδύονται σε πολλά κείμενα σχολιασμού, διερμήνευσης, δόμησης ή αποδόμησης λογοτεχνικών κειμένων που, όταν δεν κλείνουν μισοπόνηρα το μάτι στην επερχόμενη κατάθεσή τους στα βιογραφικά, μοιάζουν να γράφονται ως συνέχεια σχολικών και σχολαστικών ασκήσεων επίδειξης χειρισμού μεθόδων και επίδειξης γνώσης άλλων κειμένων, συχνά, μάλιστα, μέσα από μια σχεδόν τρομοκρατική επίδειξη-συσσώρευση σημειώσεων και βιβλιογραφικών αναφορών. Βιβλιογραφικές αναφορές που μπορεί να περιλαμβάνουν μέχρι και το πιο πρόσφατο αρθρίδιο πιθανόν από κάποια Review of literary theory of Down Colopethinitsa (συνοδευόμενη φυσικά από το μεγαλοπρεπές της ranking list και τον εντυπωσιακό της impact factor –που κάποια φίλη, χάριν παιδιάς, το μεταγράφει ως impact’s factory), αλλά με εντελώς αδιάβαστα άλλα κλασικά (για να μην πω ενοχλητικά) κείμενα, όχι μόνον της Θεωρίας αλλά και άλλων ομόρων ή πιο απόμακρων κλάδων.[4]
Φυσικά αυτή η τάση «απολίθωσης», απονεύρωσης και μετατροπής του ορέγεσθαι ειδέναι την αλήθεια σε ανταλλακτική αξία ή σε ξεδοντιασμένη και ανώδυνη ακαδημαϊκή φλυαρία (σύμφωνα με τον Έντουαρντ Σαΐντ) είχε ήδη διαγνωσθεί και περιγραφεί και παλαιότερα, όπως και η, πολλές φορές εν θερμώ ή συναισθηματική, αντίδραση σε αυτή την τάση, αντίδραση που έπαιρνε διάφορες μορφές: από την απόπειρα για μια αναρχική θεωρία της γνώσης (Feyerabend) μέχρι τις ηδονιστικές (ανα)γνωστικές αναζητήσεις του ύστερου Μπαρτ ή τις ποικίλες ελευθεριάζουσες, διαφωροποιημένες ή μη, προσεγγίσεις της αποδόμησης. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι αυτή η τάση εργαλειοποίησης στους όρους παραγωγής (και της θεωρητικής) γνώσης ενισχύεται και θα ενισχυθεί (όσον αφορά το Πανεπιστήμιο) ως συνέπεια ποικίλων συνθηκών και συμφώνων (Μπολόνιας, Σαλαμάνκας, Λισαβώνας κ.ά.), των οποίων πιστή εφαρμογή (και μάλιστα επί το βασιλικότερον και επί το αγγλοσαξονικότερον) συνιστά ο Νόμος 4009 με τον ευφημιστικό τίτλο: «Δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς θεωρητικός για να καταλάβει ότι πρόκειται για μια προσπάθεια που στοχεύει στο στόμωμα και τη χειραγώγηση κάθε κριτικής (πόσο μάλλον επικριτικής) προς το υπάρχον σκέψης, μέσα από μια πλήρη ISOποίηση της παραγόμενης γνώσης, έτσι που τα πάντα να γίνουν μετρήσιμα, ελέγξιμα, ποσοτικοποιήσιμα, αριθμοποιήσιμα (όπως έγραφε, πριν λίγες Κυριακές, από αυτήν εδώ τη θεματική ο Κώστας Γαβρόγλου) και, σε τελική ανάλυση, πωλήσιμα.
Δεν ξέρω πράγματι, αν είναι δυνατόν να πραγματωθούν όλες αυτές οι, σε βαθμό ύβρεως αλαζονικές, ανθρωπολογικές μεταλλάξεις, γιατί περί αυτού πρόκειται. Οι ίδιοι οι εμπνευστές τους το δηλώνουν, εξάλλου, ευθαρσώς, όταν μιλούν για αλλαγή στο DNA του Πανεπιστημίου και φυσικά στο DNA και των ζώντων υποκειμένων του, αφού αυτά θα πρέπει να αλλάξουν, άρδην και καταναγκαστικά, τις σχέσεις τους με το γύρω τους και τους γύρω τους, με το μέσα τους, με αυτό που δημιουργούν, με αυτό που αγαπάνε και πονάνε, έτσι που τα πάντα να υποταγούν στο ζυγό ενός ακραιφνούς οικονομικού φονταμενταλισμού. Απ’ όσο μου κόβει, το πιθανότερο είναι αυτές οι «μεταλλάξεις» να μη γίνουν (και πότε άλλωστε γίνανε;), αφού ήδη από καιρό ο ποιητής μάς το ’χε πει:
Τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
Σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Αλλά, αυτές οι προσπάθειες μπορεί να κατορθώσουν έναν άλλον παράπλευρο στόχο τους. Τη μετατροπή δηλαδή των χώρων εκείνων, στους οποίους οι ανθρώπινες κοινωνίες στους τελευταίους αιώνες επεδίωκαν (σίγουρα με λάθη, λογοκρισίες, διαπάλες, ανεπάρκειες, κουσούρια κοκ.) να εναποθηκεύσουν –σαν σε κιβωτό– «the best which has been thought and said in the world», (όπως κάποτε, ίσως ιδεαλιστικά, είχε γράψει o Matthew Arnold) σε «ρημαγμένη γη» ή, αλλιώς, σε κρανίου τόπους, από τους οποίους θα λείπει το σημαντικότερο που περιέχει κάθε (ζωντανό) κρανίο: η κριτική σκέψη. Απέναντι σε όλα αυτά, σίγουρα, η Θεωρία θα πρέπει να αντισταθεί επιμένοντας να συλλαμβάνει τον εαυτό της ως εκείνη την έντιμη κοινωνική διανοητική πρακτική που, μέσα από μια διαδικασία συνεχούς διϋποκειμενικού ελέγχου, κοινωνικής αυτοκριτικής της γνώσης και διαρκούς αναθεώρησης και διόρθωσης των λαθών, προσβλέπει στην ανάδειξη μιας αλήθειας, η οποία είναι αιώνια μονάχα ως μια αιώνια εξελισσόμενη αλήθεια[5]. Αλλά, το σημαντικότερο, μπροστά στην πρωτόγνωρη κατάσταση «φθαρμένης» ζωής και εξανδραποδισμένης γνώσης που διαμορφώνεται, θα πρέπει να εγγράψει (ή, το πιθανότερο, να κρύψει για να μην τα βρουν και τα «πιστοποιήσουν» και αυτά) βαθιά μέσα στο σκληρό της δίσκο τα κελεύσματα τα οποία αναδύονται από τον ακροτελεύτιο αφορισμό στα αντορνικά Minima Moralia (που παραθέτω στη συνέχεια, βάζοντας απλώς τη λέξη Θεωρία εκεί όπου ο Αντόρνο γράφει φιλοσοφία):
«Η μόνη Θεωρία, για την οποία, μπροστά στην απόγνωση, μπορεί ακόμη να αναληφθεί η ευθύνη, θα ήταν η απόπειρα να θεωρεί κανείς τα πράγματα έτσι, όπως θα παρουσιάζονταν από τη σκοπιά της λύτρωσης. Η γνώση δεν έχει άλλο φως, παρά μόνο εκείνο που πέφτει στον κόσμο από τη λύτρωση: όλα τα άλλα εξαντλούνται στην ανακατασκευή κατ’ απομίμησή του και παραμένουν απλή τεχνική. Θα έπρεπε να χαραχθούν προοπτικές, στις οποίες ο κόσμος θα αποκαλύπτεται σαν κατά λάθος μετατοπισμένος και ξενίζων, δείχνοντας τις ρωγμές και τις σχισμές του, όπως ακριβώς θα φανεί κάποτε, ενδεής και παραμορφωμένος, στο μεσσιανικό φως».[6]
Έτσι, λοιπόν, και διερμηνεύοντας όπως εγώ καταλαβαίνω τον Αντόρνο: «όλα τα άλλα» δεν είναι σιωπή, όπως θα το ’θελε ο σαιξπηρικός Άμλετ, αλλά απλές τζιριντζάντζουλες…
[1] Ένας επιλεκτικός πλουραλισμός συνοδευόμενος από μια διθυραμβική εξύμνηση της «αλλολογίας» και εκείνης της εκδοχής της «πολυπολιτισμικότητας», η οποία επιδοτούνταν αφειδώς και σκοπίμως από αυτούς που ενδιαφέρονται με έναν αισθητιστικό ή νατουραλιστικό τρόπο πιότερο για τους πολιτισμούς ως μουσειακά σύνολα, γεννήτριες ανταλλακτικών αξιών ή ως ποσοστά απορρόφησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων, παρά για τα ζωντανά υποκείμενα αυτών των πολιτισμών. Και αυτό, την ίδια στιγμή που μια άνευρη, ανώδυνη και αφιστορικευμένη εκδοχή της «διαλογικότητας» γινόταν σχεδόν κοινός τόπος σε όλους τους εθιμοτυπικούς πανηγυρικούς της εξουσίας.
[2] Manuel González de Ávila, Κριτική σημειωτική και κριτική της κουλτούρας, μτφρ. Β. Αλεξίου, Αθήνα 2005, εκδ. Παπαζήση, σ. 191-192.
[3] Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, μτφ. Δ. Διβάρης, Αθήνα 1989, εκδ. Στοχαστής, σ. 58.
[4] Γράφω το παραπάνω, και προχωρώντας σε έναν υποθετικό λόγο του μη πραγματικού, αναρωτιέμαι για το ποια μορφή θα ’παιρνε στ’ αλήθεια ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά κείμενα της νεοελληνικής κριτικής σκέψης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική του Κώστα Βάρναλη, αν ο συγγραφέας του έπαιρνε σοβαρά υπόψη τον προσδοκούμενο impact factor, με δεδομένο πως το impact (ο αντίκτυπος δηλαδή) από την προηγούμενη ποιητική του συλλογή Το Φως που καίει ήταν τόσο ηχηρό, ώστε όχι μόνον να τον παραθέτουν ασυστόλως και ακατασχέτως, βρίζοντάς τον, βέβαια, ως άμουσο, άτεχνο, ταβερνολόγο, χυδαίο κοκ, αλλά και να τον απολύσουν από τη Μέση εκπαίδευση, τιμωρώντας τον ως δημόσιο υπάλληλο ενώ ο έρμος είχε «φταίξει» απλώς ως ποιητής (όπως σαρκαστικά έγραψε ο ίδιος ο Βάρναλης).
[5] Β. Ν. Βολοσίνοφ, Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας, μτφρ. Β. Αλεξίου, Αθήνα 1998, εκδ. Παπαζήση, σ. 336.
[6] Theodor Adorno, Minima Moralia. Στοχασμοί πάνω στη φθαρμένη ζωή, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα 1990, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 358.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου