ΤΗΣ ΚΛΑΙΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Μπεστσελλερίστας |
Το τηλέφωνο χτύπησε και ο ήχος του μ’ έφερε πίσω στο γραφείο μου μπροστά στον υπολογιστή. Στην κατάφασή μου απάντησε μια γνωστή φωνή, ένας φίλος από παλιά που συχνά συναντώ σε διάφορες εκδηλώσεις.
«Γεια σου, μήπως σε ενοχλώ, είσαι μόνη σου, μήπως σε διακόπτω;» με ρώτησε ευγενικά και κάπως νευρικά.
Εγώ τον βεβαίωσα πως δεν με διέκοπτε από κάτι ιδιαίτερο, πράγματι ήμουν μόνη στο σπίτι, περίμενα λοιπόν ν’ ακούσω τον λόγο του τηλεφωνήματος.
Όμως αυτός δίσταζε, «δεν ξέρω πώς να σου το πω», άρχισε, «και δεν ξέρω πως θα το πάρεις, φοβάμαι μήπως ενοχληθείς...» τα μάσησε.
Εγώ τον καθησύχασα, δεν είχα ιδέα βέβαια γιατί ακριβώς μιλούσε, είχαμε ιδωθεί την προηγουμένη σε μια εκδήλωση, ίσα-ίσα που χαιρετηθήκαμε στην πόρτα, «χάθηκες», του είχα πει, «στείλε κανένα μήνυμα» και τον ευχαρίστησα που μου είχε γράψει κάποια καλά λόγια για το πρόσφατο βιβλίο μου.
«Από την ώρα που σε είδα χθες το βράδυ», κόμπιασε, «δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου...βλέπω τα μάτια σου μπροστά μου, είμαι σε μια διέγερση», συνέχισε κι εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα πριν ξεσπάσω σ’ ένα νευρικό γέλιο. Τι να πω;
«Με κολακεύεις», του απάντησα γελώντας, “τα μάτια μου;».
«Μήπως σε προσβάλλω;» επέμενε αυτός.
«Με ξαφνιάζεις», του απάντησα. «Μα, πώς, τί συνέβη;» θέλησα να μάθω.
«Ξέρεις από παλιά ήμουν κάπως ...ερωτευμένος μαζί σου!»
Εδώ εγώ κάπως τα έχασα και μ’ έπιασαν ασυγκράτητα γέλια.
«Με συγχωρείς που γελάω, αλλά, βρε παιδί μου, τόσο καιρό γνωριζόμαστε και ποτέ δεν είπες και δεν έδειξες τίποτα.» Μα τώρα σου ήρθε, πήγα να του πω και προσπάθησα να συγκρατήσω την ευθυμία μου, γιατί κατάλαβα πως ο συνομιλητής μου μιλούσε σοβαρά και ίσως εγώ να τον πρόσβαλλα με την αντίδρασή μου.
«Εσύ, πώς το βλέπεις αυτό; Δεν ξέρω τι κάνεις στη ζωή σου, είσαι με κάποιον ή μόνη;» θέλησε να μάθει.
«Σίγουρα δεν περίμενα να μου πεις κάτι τέτοιο», του απάντησα. «Αν με ρωτάς αν έχω κάποιο δεσμό, όχι, δεν έχω κάτι αυτήν την εποχή. Όμως αυτά τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους. Εγώ σε βλέπω φιλικά και φοβάμαι πως μια τέτοια κατάσταση μπορεί να χαλάσει αυτή τη φιλία.» Κι απ’ όσο ξέρω τους άντρες, ήθελα να προσθέσω, μετά από μια απόρριψη σου γυρίζουν την πλάτη μια για πάντα.
«Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου», επέμενε αυτός.
«Δεν ξέρω τι να σου πω», του απάντησα, «Ίσως κάποια στιγμή να βγούμε, να περπατήσουμε και να κουβεντιάσουμε...»
«Δεν σ’ ενόχλησε που σου είπα αυτά που αισθάνομαι;» θέλησε να μάθει.
«Μα, όχι, μόνο με αιφνιδίασες.» Και πράγματι με είχε αιφνιδιάσει. Ευχάριστα, ομολογώ. Έκλεισε το τηλέφωνο με την υπόσχεση να τηλεφωνηθούμε κάποια αόριστη στιγμή στο μέλλον για να τα πούμε κι εγώ απέμεινα να ανατέμνω την περίπτωση με λογική και ψυχραιμία παρόλο που ένα φαρδύ χαμόγελο δεν έλεγε να εγκαταλείψει το πρόσωπό μου. Αυτοί οι κεραυνοβόλοι έρωτες, ήθελα να του πω, γίνονται κάπως αμοιβαία, σε κοιτάζω, με κοιτάζεις, κάποια ενέργεια πηγαινοέρχεται, κάποια αύρα μας τυλίγει και μας έλκει τον έναν προς τον άλλον. Κι έτσι απότομα η τηλεφωνική συσκευή που ακόμα κρατούσα στο χέρι μου μεταμορφώθηκε σε μηχανή του χρόνου κι εγώ βρέθηκα τριάντα τόσα χρόνια πίσω, έναν Αύγουστο στο Ρεμέτζο του νησιού των ανέμων καθισμένη στο μπαρ με μια φίλη. Ήμασταν μόνες κι ασυντρόφευτες και λίγο απρόθυμες για γνωριμίες της μιας βραδιάς. Είχαμε αποκρούσει διάφορα καμάκια μ’ επιτυχία κι έτσι μας είχαν αφήσει να απολαύσουμε το δεύτερο ποτό μας, τη μουσική και το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Ο νέος άντρας καθισμένος σ’ ένα τραπέζι από την άλλη μεριά της πίστας τραβούσε από ώρα την προσοχή μου, με κοίταζε επίμονα και η φίλη δίπλα μου με πείραζε περιγράφοντας παραστατικά τα ρούχα του, την παρέα του, τα βλέμματα του που κάπως αμήχανα προσπαθούσα να αποφύγω. «Σηκώθηκε κι έρχεται», με προειδοποίησε κάποια στιγμή κι αυτός είχε ήδη πλησιάσει, «χορεύετε;» μου πρότεινε ένα γελαστό βλέμμα που καρφώθηκε στο δικό μου κι ένα κάπως γνώριμο πρόσωπο. Του έδωσα το χέρι μου και γλίστρησα κάτω από το ψηλό σκαμπό του μπαρ καθώς όλο το αίμα ανέβαινε στα μάγουλά μου. Ευχάριστο, σφιχτό όσο έπρεπε, το κράτημα του και δεν ήταν ιδρωμένος. Τον ακολούθησα ως την πίστα όπου ζευγάρια χόρευαν σ’ ένα ρυθμό σιγανό ίσα για να μας λικνίζει αγκαλιασμένους. Τώρα ήμουν σίγουρη πως τον γνώριζα, από μακριά η μυωπία μου δεν τον είχε αναγνωρίσει, αλλά το πρόσωπό του κάτι μου θύμιζε. Προσπαθούσα να τον τοποθετήσω, Θεσσαλονίκη, Αμερική, Αγγλία, Αθήνα, ενώ απαντούσα σε στερεότυπες ερωτήσεις, από πού είμαστε, πότε ήρθαμε, πόσο θα μείνουμε, αν είμαστε μόνες. Ύστερα απλά παραιτήθηκα, το μυαλό μου άδειασε γιατί κάτι συνέβαινε και στους δυο μας. Κάτι ανεξήγητο και συνταρακτικό. Μια έλξη σχεδόν οδυνηρή μου είχε κόψει τα πόδια. Αν ήμουν τρένο θα είχα εκτροχιαστεί.
«Από πού γνωριζόμαστε;» με ρώτησε τελικά. «Γιατί γνωριζόμαστε από κάπου, έτσι δεν είναι;»
Πέντε λεπτά αργότερα αποκαλύφθηκε η αλήθεια: ήταν ο μεγάλος αδελφός ενός συμμαθητή μου. Θυμήθηκα πως τον έβλεπα στα εφηβικά μας πάρτι να μας παρατηρεί από μακριά, φοιτητής, ωραίος κι εντελώς απρόσιτος για τα κορίτσια της ηλικίας μου. Η ανακάλυψη μας ξάφνιασε ωραία, η απρόσμενη οικειότητα μας χαλάρωσε, ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες για τις οικογένειές μας και το αγκάλιασμά του έγινε πιο σφιχτό.
«Ξέρεις από παλιά ήμουν κάπως ...ερωτευμένος μαζί σου!» μου είπε ψιθυριστά στο αυτί. Απίστευτο, σκεφτόμουν, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να αναγνωρίσω την after shave που με ζάλιζε.
«Ήσουν μικρή, δεν μπορούσα να σου πω τίποτα τότε, έπειτα χαθήκαμε...» δικαιολογήθηκε κι εγώ έχασα τα λόγια μου.
Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Χορέψαμε σερί για καμιά ώρα μέχρι που η φίλη μου μας πλησίασε για να μου πει πως ήθελε να φύγει. Της ζήτησα να με περιμένει στο μπαρ και βγήκα μαζί του έξω. Έπρεπε να γυρίσει κι αυτός στην παρέα του, κανονίσαμε να βρεθούμε την επομένη για μπάνιο στην Ελιά, ακούμπησα στον πέτρινο τοίχο και φιληθήκαμε. Ένα φιλί που ζωντανεύει και νεκρό. Ύστερα εκείνος έφυγε κι εμείς ανακαλύψαμε πως είχε πληρώσει τα ποτά μας και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε όνομα ξενοδοχείου ούτε τηλέφωνα. Γυρίσαμε αργά στη μικρή πανσιόν που μέναμε με σκέψεις για αξέχαστους έρωτες και μια υπέροχη μελλοντική ζωή.
Το άλλο πρωί δεν πήγαμε στην Ελιά, στο ραντεβού, κάναμε μπάνιο σε άλλη παραλία και το βραδάκι πήραμε το πλοίο για την Αθήνα. «Αν θέλει, ξέρει το όνομά μου, μπορεί να με βρει!» επαναλάμβανα λίγο μετανιωμένη στο γυρισμό. Και με βρήκε, αλλά μετά από μερικές συναντήσεις η ζωή μας έστειλε σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Κρατώ ακόμα το τηλέφωνο στο χέρι και σκέπτομαι πως μια φωνή δεν είναι ποτέ αρκετή. Χρειάζεται να συνδράμουν όλες μας οι αισθήσεις, ένα πάθος, και να βοηθήσει λίγο και το περιβάλλον, ή αυτό είναι εντελώς ρομαντικό; Τι ξεσηκώνει, ξετρελαίνει, τυφλώνει; Είναι μόνο η έλξη, η χημεία του σώματος που αλλάζει; Μια πάλλουσα ύλη που επιθυμεί να προβληθεί, να αφομοιωθεί από μια άλλη; Είναι άραγε η κατάκτηση του άλλου το μόνο συνειδητό αλλά και υποσυνείδητο κίνητρο; Και πόσο όλη αυτή η φιλολογία περί έρωτος και οι ίδιες οι εμπειρίες μας έχουν επηρεάσει τις αντιδράσεις μας; Πόσο εγκεφαλικά ερωτευόμαστε, θέλω να πω.
Λίγα θυμάμαι από εκείνες τις μετέπειτα συναντήσεις. Όμως, χάρη στο τηλεφώνημα, μπορώ τώρα να ξαναζήσω με κάθε λεπτομέρεια εκείνον τον συγκλονιστικό, συναρπαστικό εκτροχιασμό.
Η Κλαίτη Σωτηριάδου είναι συγγραφέας και μεταφράστρια λογοτεχνίας. Πρόσφατα έχουν εκδοθεί από τις Εκδόσεις Κέδρος το μυθιστόρημά της Μπονζάι και η ποιητική συλλογή της Αντίδωρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου