ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη φιλολογία, με βάση την εντύπωση ότι «την ιστορία τη γράφουν οι ηττημένοι». Η φράση αποδίδει βέβαια μια ορισμένη πραγματικότητα, εκφράζει την πρωτοκαθεδρία μερικών αριστερών διανοουμένων σε μια σειρά από τομείς της πνευματικής ζωής, αφού οι περισσότεροι απ’ όσους εν γένει «ιστόρησαν», όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, ήσαν πολιτικά τοποθετημένοι στην αριστερά. Ταυτόχρονα όμως η φράση είναι απελπιστικά λειψή, γιατί δεν περιγράφει τους όρους κάτω απ’ τους οποίους αυτοί ιστόρησαν: την ιστορία όντως την έγραψαν κυρίως οι ηττημένοι, αλλά συνήθως την έγραψαν ακριβώς ως ηττημένοι, δηλαδή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, υιοθετώντας το ιστορικό σχήμα των νικητών. Ακόμα και τον εμφύλιο, ως «εθνική τραγωδία», δηλαδή ως αμάρτημα τον αφηγήθηκαν οι περισσότεροι αριστεροί.
Όταν ο Τσίρκας συνάντησε τον Μακρυγιάννη...
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα, για το πώς φτιάχνεται μια τέτοιου είδους ιστόρηση, μας παρέχει η έκδοση «Στρατής Τσίρκας, Το εικοσιένα στη νεοελληνική πεζογραφία (Σολωμός και Μακρυγιάννης)»1, που κυκλοφόρησε προσφάτως από το ΜΙΕΤ. Πρόκειται για το κείμενο μιας διάλεξης του Τσίρκα, την 23η Μαρτίου 1947, που δόθηκε στην Αίγυπτο, στην Πνευματική Εστία της Αλεξάνδρειας, σε εκδήλωση για την εθνική επέτειο.2
Έχει προηγηθεί, το 1943, η διάλεξη του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, όπου κι αυτός επιχειρούσε μια προβολή του 1821 στο ιστορικό παρόν, δηλαδή μια ανάγνωση του παρόντος μέσα από την αφήγηση του (λογοτεχνικού) παρελθόντος. Σε αυτό το συνεχές φλας-μπακ, κοινά σημεία αναφοράς των δύο ομιλητών είναι ο Σολωμός και ο Μακρυγιάννης. Όμως, ενώ ο Σεφέρης αναφέρεται στην επιλογή του Σολωμού να γράψει στη δημοτική την «ερειπωμένη» Γυναίκα της Ζάκυθος, και διά της γλώσσας επιχειρεί να εντάξει τον ποιητή στη δικιά του ιστορική-λογοτεχνική αφήγηση, ο Τσίρκας φθάνει να χαρακτηρίσει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, από την άποψη της γλώσσας, μα και πολλών άλλων «λογοτεχνικών αρετών», ως εγχείρημα ανάλογο της Γυναίκας της Ζάκυθος: η γραφή του Μακρυγιάννη «αποδείχνεται άξια της πένας του Σολωμού»3...
Ο Τσίρκας δίνει την εντύπωση ότι θέλει να «προεκτείνει» τον Σεφέρη, να πει όσα ενδεχομένως εκείνος «δεν μπορούσε να πει» (λόγω των δεσμεύσεών του ως κυβερνητικό/καθεστωτικό στέλεχος...), όμως τελικά δεν καταφέρνει να βγει έξω από τη βαριά σκιά του προλαλήσαντος, λόγω του «θαυμασμού» του προς αυτόν (Δ. Καψάλης4). Μάλιστα, αυτός ο «θαυμασμός» φθάνει μέχρι του σημείου ο Τσίρκας, στη «δικιά του» ανάγνωση του Μακρυγιάννη, να χρησιμοποιεί μόνο αποσπάσματα των Απομνημονευμάτων που έχει ήδη εντάξει και σχολιάσει στη διάλεξή του ο Σεφέρης...
Όπως άλλωστε κι ο Σεφέρης, ο Τσίρκας αποφαίνεται επί της αφηγηματικής αλλά και ιστοριογραφικής αξίας των μακρυγιαννικών Απομνημονευμάτων, χωρίς να κάνει τον κόπο να τα συγκρίνει με τα απομνημονεύματα άλλων αγωνιστών, χωρίς να δηλώνει ή να εννοεί ότι τα έχει διαβάσει, χωρίς καν να μνημονεύει την ύπαρξή τους. Ο Μακρυγιάννης, εντελώς αυθαίρετα, τίθεται «εκτός συναγωνισμού», υπεράνω όλων των υπολοίπων, όχι μόνο ως άνθρωπος αλλά ακόμα και ως στρατιωτικός: «Ούτε θα αποτολμήσουμε να ζωγραφίσουμε τον άνθρωπο Μακρυγιάννη, τον πιο ενάρετο, τον πιο τίμιο, τον πιο γενναίο στρατηγό του Εικοσιένα. Η νύχτα ολάκερη δεν θα μας έφτανε. Η ζωή του είναι ένας αέναος και πικρός αγώνας για τη λεφτεριά, την αρετή, τη δικαιοσύνη...»5.
Κάπως έτσι, φθάνουμε στον «νεωτερικό» εθνικό πεζογραφικό κανόνα που εισάγει ο Σεφέρης, και κυριαρχεί μέχρι σήμερα, κανόνα στον οποίο ομνύει ασμένως ο Τσίρκας. Ας δούμε το σχετικό παράθεμα του Σεφέρη:
«Θα ήθελα, πριν τελειώσω, να συνοψίσω τη γνώμη μου για το βιβλίο του Μακρυγιάννη [...]: Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη»6.
Τώρα ο λόγος στον Τσίρκα, ο οποίος πιστώνει, το ίδιο σχήμα, σε μια μέλλουσα «αριστερή» αφήγηση:
«Δεν είναι πολύ τολμηρό να φανταστούμε ότι μια μέρα τα παιδιά μας θα ανοίγουν την ξαναγραμμένη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και στη σελίδα ‘Πεζογραφία’ θα διαβάζουν:
Με τις πρώτες τουφεκιές του ιερού αγώνα γράφτηκαν κι οι πρώτες γραμμές των αριστουργημάτων της νεοελληνικής πεζογραφίας [...] Το πυκνό, τ’ ακατάλυτο σε χρόνια κι αλλαγές περιεχόμενο πρόσταξε και όρισε την τελειότητα της μορφής. Το περιεχόμενο είναι η Ελευθερία, και η Μορφή είναι η αυστηρά αριστοκρατική κι αδρά δημοτική ελληνικότητα. Περιεχόμενο και μορφή αρμονίζονται απόλυτα στ’ ανάστημα του ανθρώπου. Θεμελιωτές της νεοελληνικής πεζογραφίας είναι ο Διονύσιος Σολωμός κι ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Ύστερα ήρθε ο Παπαδιαμάντης»7.
Ο «εθνικός» εξοβελισμός του Ροΐδη και του Βιζυηνού
Έτσι, με αυτή τη μαγική κίνηση, εθνικοπατριωτικά φορτισμένη έως το μη παρέκει, εξαφανίζεται από το κάδρο εκείνη η κορύφωση της νεοελληνικής πεζογραφίας, που μάλιστα επιτυγχάνεται στην πιο απαιτητική, πιο συνθετική και, με τα κριτήρια του 19ο αιώνα αλλά και του μοντερνισμού, ανώτερη όλων των άλλων μορφή πεζογραφίας, δηλαδή στη μορφή του μυθιστορήματος: Η πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Και δεν είναι, βέβαια, η καθαρεύουσα γλώσσα της Πάπισσας που ενοχλεί, αφού σε αυτή τη γλώσσα γράφει κι ο Παπαδιαμάντης. Είναι φυσικά το «θέμα» της Πάπισσας, που δεν χωράει στην «εθνική» αφήγηση. Μόνο αυτό; Κατά τη γνώμη μου, ο Ροΐδης ενοχλεί τον Σεφέρη για μια σειρά από λόγους, ένας από τους οποίους είναι η διεκδίκηση, εκ μέρους του Σεφέρη και των συν αυτώ, της αποκλειστικής «αντιπροσωπείας» της ευρωπαϊκότητας, τουλάχιστον από τον Κοραή και μετά8. Ο Ροΐδης, λοιπόν, εκτός του ότι ενοχλεί με το θέμα του, πραγματώνει, στην Πάπισσα αλλά και σε εκατοντάδες άλλα κείμενά του και παρεμβάσεις του, μια ισότιμη σχέση με την ευρωπαϊκή σκέψη, η οποία σχέση προκύπτει από μια απίστευτη γκάμα γνώσεων, επιστημονικών, λογοτεχνικών, εγκυκλοπαιδικών, και κυρίως από μια εμπεδωμένη ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα. Επιπλέον, ο Ροΐδης μετέχει της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ως ισότιμος εταίρος, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, δηλαδή στην πρωτοπορία της διερεύνησης νέων εκφραστικών τρόπων, εν προκειμένω του μυθιστορήματος, αντί απλώς να «μεταφυτεύει» στην ημεδαπή τούς πιο βατούς, και αισθητικά λιγότερο ανατρεπτικούς λογοτεχνικούς τρόπους της εποχής του, όπως κάνει ο Σεφέρης.
Η ίδια αντιμετώπιση επιφυλάσσεται και στον Γεώργιο Βιζυηνό, που κι αυτός εξαφανίζεται από το κάδρο. Βλέπεις, η αστική/μοντερνιστική πεζογραφία, που εργολαβικώς ανέλαβαν να εισαγάγουν ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης και οι υπόλοιποι της «γενιάς» του Σεφέρη, και την οποία συνέχισε ο Τσίρκας, αυτή η πεζογραφία, από άποψη δραματικού βάθους, ψυχολογίας χαρακτήρων, κλπ, έχει να αναμετρηθεί με τα διηγήματα του Βιζυηνού, ο οποίος μάλιστα τη σχετική «θεματολογία» την έχει σπουδάσει στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια9. Γι’ αυτό σβήστηκε απ’ τον χάρτη και ο Βιζυηνός, τα διηγήματα του οποίου, ήδη το 1948, χαρακτηρίζονται ως «ηθογραφικά», ασήμαντα και άτεχνα, σε μια πρωτοφανή επίδειξη καθεστωτικής αναίδειας από τον Κ. Θ. Δημαρά.10
Η «εθνική» παθολογία της αριστεράς
Ταυτόσημοι δεν είναι ο Ροΐδης και ο Βιζυηνός, όσα όμως αθροιστικά σημαίνουν τότε, και συνεχίζουν να σηματοδοτούν σήμερα, ως ιδεολογία, ως αισθητική, ως πολιτική στάση, ως πολιτισμικός ορίζοντας, κλπ, ήδη συνιστούν μια διαφορετική εν δυνάμει αφήγηση, όχι μόνο της πεζογραφίας μας, αφήγηση ανταγωνιστική με αυτή που οργάνωσαν ο Σεφέρης και ο Δημαράς. Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί ο Τσίρκας υιοθετεί το σχήμα του Σεφέρη, και μάλιστα υπερθεματίζει. Τουλάχιστον ο Σεφέρης «προφύλαξε» τη διάλεξή του για τον Μακρυγιάννη με όλα τα άλλοθι που του πρόσφερε η ιστορική στιγμή, ο πόλεμος, η «εκτός έδρας» εκφώνησή της στην Αίγυπτο, η «θέση» του, κλπ κλπ. Επίσης, είχε να οργανώσει και να εμπεδώσει ένα ολόκληρο σχήμα, που αφορούσε την ανανέωση της εθνικής αφήγησης και τον «συγχρονισμό» τού παραπαίοντος αστισμού με τα ιστορικά δρώμενα. Ένα τέτοιο, ηγεμονικό εγχείρημα χρειαζόταν ανυπερθέτως λαϊκό προφίλ, που μόνο η σημαία του δημοτικισμού και η υιοθέτηση της μακρυγιαννικής αφήγησης του 1821 μπορούσαν να του παράσχουν, ώστε μαζί με τη χριστιανική συνιστώσα του Παπαδιαμάντη να αποτελέσουν τα υλικά της νέας καθεστωτικής εθνικής αφήγησης, απωθώντας ταυτόχρονα από το κάδρο κάθε τι μη συμβατό με αυτήν. Κατανοητή λοιπόν η επιλογή του Σεφέρη, δηλαδή η απολύτως ιδεολογική χρήση του Σολωμού, του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη, και η «ιδεολογική» αγνόηση του Ροΐδη και του Βιζυηνού, όμως ο Τσίρκας, τον Μάρτη του 1947, όταν η ηττημένη αριστερά σέρνεται στον εμφύλιο, τι ακριβώς πήγαινε να κάνει;
Εδώ συναντάμε μια παθολογία της αριστεράς, που ήδη μέσα στην Κατοχή και συστηματικά στις μεταπολεμικές δεκαετίες, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εθνικοφροσύνη διεκδίκησε το δικό της μερίδιο στην «ψυχή του έθνους», βουλιάζοντας έτσι στην τυπολογία και τα στερεότυπα της κυρίαρχης αφήγησης, προλειαίνοντας το έδαφος για την έλευση αργότερα ενός κάποιου ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για αυτοχειρία, για αυτοακύρωση της αριστερής σκέψης, αφού από την εποχή του Γεωργίου Σκληρού και του Κορδάτου οι αριστεροί διανοούμενοι επιχείρησαν να αρθρώσουν μια πολιτική/λογοτεχνική/ιστορική αφήγηση ανταγωνιστική με την κυρίαρχη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, του Βάρναλη, που γράφεται απέναντι στον Γ. Αποστολάκη, οι μελέτες του «ιστορικού της γενεαλογίας της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας» Σεραφείμ Μάξιμου, που «σηκώνει το ανάστημά του στον Ζολώτα» (Σπ. Ασδραχάς11), και πάνω απ’ όλα η ανελέητη κριτική στη Μεγάλη Ιδέα και τη μικρασιατική περιπέτεια. Αυτές οι μετωπικές συγκρούσεις του μεσοπολέμου ήταν που καθιέρωσαν την αριστερά ως ανατρεπτική δύναμη. Αυτή την ιδεολογική παρακαταθήκη εισπράττει η αριστερά στην Κατοχή ως πολιτική επιρροή, ακριβώς γιατί στη διάρκεια του μεσοπολέμου δεν είχε επιτρέψει στον ηγεμονικό βενιζελισμό να αναχθεί σε εθνική αφήγηση.
Έτσι, φθάνουμε σε μια σκληρή διαπίστωση: μόνο εκείνη η ιστορία, που τη γράφουν ή έστω την υιοθετούν οι ηττημένοι ή κυριαρχούμενοι, και τη γράφουν ή έστω την υιοθετούν ακριβώς ως ηττημένοι ή κυριαρχούμενοι, μπορεί να έχει ευρύτατη αποδοχή, να αποκτήσει όντως την ισχύ «εθνικής αφήγησης».
Η διαλεκτική μορφής και πράξης
Η ιστορία των μορφών, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, δεν λατρεύει τον φορμαλισμό αλλά είναι συμφιλιωμένη με την ιστορική κίνηση. Στις σελίδες της, βεβαίως θα συναντήσει κανείς τον Τσίρκα και τον Σεφέρη, όμως για το έργο τους δεν πρόκειται να διαβάσει κάτι ανάλογο με αυτό που γράφεται για τον Ροΐδη, 150 χρόνια μετά το ανδραγάθημά του: «Η Πάπισσα Ιωάννα ως μεταμυθοπλασία [...] αποτελεί μία στάση/αποστασία στην ιστορία του αφηγηματικού λόγου» (Μ. Κακαβούλια12). Είναι που η Πάπισσα «αντέχει» σήμερα, φθάνει αρυτίδωτη, απολύτως συμβατή και γόνιμη στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, δίνοντας μάλιστα και απρόσμενο ιστορικό βάθος σε σύγχρονες αισθητικές αναζητήσεις της πεζογραφίας μας.13
Ο καθένας επιλέγει τη σχέση του, με αυτή ή εκείνη την ιστορική αφήγηση, δι’ αυτής ή εκείνης της λογοτεχνίας. Γιατί ναι μεν η τέχνη μάς μιλά για πράγματα χρήσιμα -σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και τάξεις, στη συγκυρία, στην εκπαίδευση, στην εξουσία, στις τρέχουσες πολιτιστικές δραστηριότητες, κλπ-, αλλά μόνο διά της μορφής αίρεται σε μια διακριτή αναβαθμίδα, κάποτε και σ’ ένα καθολικό επίπεδο, δηλαδή μάς παρέχει τρόπους, να δούμε τον κόσμο και τη ζωή. Έτσι συνέβαινε πάντα: ο Όμηρος καταπιάστηκε με μια (χρήσιμη) ιστόρηση του Τρωικού πολέμου, αλλά η Ιλιάδα μάς έδωσε έναν τρόπο να δούμε την ανθρώπινη ιστορία, στη μορφή του έπους. Δι’ αυτής της αφαίρεσης, δηλαδή διά της ακολουθίας των μορφών, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι θεωρητικές διαφορές, η όλη ιστορική κίνηση, διαυγάζονται και ανανοηματοδοτούνται, συνθέτοντας, όπως ιδρυτικά το είπε ο Διονύσιος Σολωμός, στοχαζόμενος πάνω στη μορφή του ποιήματος «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»: Μια μεστή και ωραία δημοκρατία ιδεών14.
Εδώ, ο καθένας επιλέγει την «πτέρυγα» και την εκδοχή που του ταιριάζει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Μάης του ’68: είναι πια κοινός τόπος κάθε σοβαρής ανάλυσης, πως η τυπολογία αυτής της εξέγερσης, καθώς και των κοινωνικών κινημάτων που παρήγαγε, ήταν εμπεδωμένη και διαθέσιμη, στις αυθάδεις και χειραφετητικές μορφές που ήδη είχε αποτυπώσει το σουρεαλιστικό κίνημα, στην ποίηση, στη ζωγραφική, στην κοινωνική αντίληψη, ως «ιχνογραφήματα ονείρου». Αντίθετα, οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα και η αισθητική τους, δηλαδή η μορφή του κοσμοειδώλου που κόμισαν, οργάνωσαν μεν την ιδεολογία του «ιστορικού αντιδογματισμού», προδιέγραψαν όμως ως απολύτως συμβατική τη βασική εκδοχή της συνέχειάς του...
Αλλά και η πρόσληψη, ακόμα και η «μοίρα» των ιστορικών γεγονότων εξαρτάται από τη μορφή της αφήγησής τους. Αν για τον ισπανικό εμφύλιο είχαμε στη διάθεσή μας μόνο τα σημαντικά αλλά συμβατικά βιβλία του Χεμινγουέι και του Όργουελ, και τις επίσης σημαντικές αλλά συμβατικές κινηματογραφικές μεταφορές τους, καθώς και τις πολυπληθείς, επιστημονικά άρτιες ιστοριογραφικές εργασίες, η εικόνα μας για το γεγονός δεν θα ήταν αυτή που έχουμε σήμερα. Μόνο η «Γκουέρνικα», με την τόσο προωθημένη και καταλυτικά αντισυμβατική μορφή της, κατάφερε να αφηγηθεί αυτό το ιστορικό γεγονός σε όλη του την ένταση.
Επίσης, οι μορφές πάλης, δηλαδή οι πολιτικές, θεσμικές, οργανωτικές καινοτομίες που εισήγαγαν επαναστάσεις, εξεγέρσεις, κοινωνικές αντιπαραθέσεις, και μάλιστα ανεξάρτητα από την τελεσφορία τους, έχουν ευρύτερη ιστορική σημασία. Τα σοβιέτ της ρώσικης επανάστασης του ’17 προϋποθέτουν την παρισινή κομμούνα, το ΕΑΜ και η γιουγκοσλαβική αντίσταση προϋποθέτουν τους ισπανούς Δημοκρατικούς, τα νέα κοινωνικά κινήματα προϋποθέτουν τον Μάη, η δε επανάσταση του 1821 προϋποθέτει τη γαλλική.
Η επιλογή, λοιπόν, των λογοτεχνικών και των πολιτικών μας προγόνων, είναι μια εν ταυτώ αισθητική και πολιτική επιλογή, ακόμα κι αν τα υποκείμενα της ιστορίας δεν το συνειδητοποιούν την ώρα της δράσης. Αυτό διαπιστώνεται στο «λογαριασμό», που πάντα έρχεται στο τέλος. Όπως εκείνος ο λογαριασμός που ήρθε στον Γράμμο: εκτός από τον Δημοκρατικό Στρατό ηττήθηκε οριστικά και ο παλαμικός δεκαπεντασύλλαβος, που «αισθητικά», και πολύ συγκεκριμένα ιδεολογικά (π.χ. Ο αληθινός Παλαμάς, του Ζαχαριάδη15), οργάνωνε το κοσμοείδωλο της αριστεράς στη δεκαετία του ’40. Μετά τον Γράμμο, με όχημα τον μακρυγιαννικό μοντερνισμό ήρθε το ΠΑΣΟΚ...
Τώρα, η κρίση επαναφέρει το ίδιο δίλημμα: «η Αριστερά έχει κερδίσει σήμερα ένα σημαντικό ακροατήριο - πρώτη φορά μετά το 1943-44... Έχει κερδίσει, δηλαδή, μια νέα ευκαιρία να ενσωματωθεί στο εθνικό αφήγημα, έστω σε διακριτό ρόλο», προτρέπει ο Γ. Πρετεντέρης16. Μήπως είναι καιρός να σκεφτούμε και να πορευθούμε με άλλες μορφές, ανταγωνιστικές με τη λογική του κυρίαρχου «εθνικού αφηγήματος»; Όχι για να επιβάλλουμε την αλήθεια κάποιας θεωρίας στην αλήθεια της πραγματικότητας17, αλλά γιατί η διαλεκτική μορφής και πράξης είναι που φτιάχνει την ιστορία.
1.Στρατής Τσίρκας, Το Εικοσιένα στη νεοελληνική πεζογραφία (Σολωμός και Μακρυγιάννης,
πρόλογος Διονύσης Καψάλης, ΜΙΕΤ, έκδοση εκτός εμπορίου, Χριστούγεννα 2011
2.Μίλησαν, επίσης, ο Τίμος Μαλάνος και ο Α. Νομικός, ό.π., σ. 8
3.Ό.π., σ. 24. Επίσης, ο Τσίρκας υιοθετεί, μάλλον αβασάνιστα, τη γραμματολογική κατάταξη της Γυναίκας της Ζάκυθος στην πεζογραφία. Ακόμα και σήμερα, η κριτική θεωρεί πως το κορυφαίο αυτό σολωμικό κείμενο είναι «ειδολογικά άστεγο» (Δ. Αγγελάτος, Η «φωνή» της μνήμης, Δοκίμιο για τα λογοτεχνικά είδη, εκδόσεις Λιβάνη, 1997, σ. 215) και «παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό» (Δ. Δημηρούλης (εισαγ., επιμ.), Διονύσιος Σολωμός, Έργα. Ποιήματα και Πεζά, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2007, σ. 472), γιατί «η ίδια η μορφή του είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική» (ό.π).
4.«Τον τόνο όμως εξακολουθεί να τον δίνει ο Σεφέρης, που ο Τσίρκας τον θαυμάζει και τον παρακολουθεί από κοντά, τότε όπως και αργότερα», Στρατής Τσίρκας, ό.π., σ. 8
5.Ό.π., σ. 23
6.Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, [πρώτη έκδοση Κάιρο 1944], τόμος πρώτος, εκδόσεις Ίκαρος, σ. 228-263
7.Στρατής Τσίρκας, ό.π., σ. 26
8.Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι αυτή η διεκδίκηση «επικαιροποιείται» σήμερα, ως ανανεούμενη εις το διηνεκές αξίωση, χωρίς μάλιστα να αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην ευρωπαϊκότητα σε κανέναν μεταγενέστερο..., βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, εκδόσεις Πόλις, 2011
9.Γεωργίου Μ. Βιζυηνού, Το παιδικό παιγνίδι, σε σχέση με την Ψυχολογία και την Παιδαγωγική, Πρωτότυπη επί διδακτορία διατριβή για την απόκτηση του τίτλου του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, Εισαγωγή–Μετάφραση–Σχόλια: Αλέξανδρος Σιδεράς/ Παρασκευή Σιδερά–Λύτρα, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη
10.«Τα περισσότερα από τα θέματα των διηγημάτων του ανάγονται στη Θράκη, και δίπλα στην ηθογραφία έχουν και έντονο ψυχογραφικό χρώμα... Πρόσωπα χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, με υποτυπωμένη μόλις εσωτερική ζωή... Τεχνική δεν έχουμε να ζητήσουμε από τα διηγήματα του Βιζυηνού...», Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, [πρώτη έκδοση 1948], εκδόσεις Ίκαρος, σ. 373-374
11.Αρχειοτάξιο, τχ. 3, Μάιος 2001, αφιέρωμα στον Σεραφείμ Μάξιμο
12.Μαρία Κακαβούλια, Μελέτες για τον αφηγηματικό λόγο, εκδόσεις Ψυχογιός, 2003, σ. 54
13.Καθώς και εναύσματα σε εκείνη την κριτική που, εγκαταλείποντας τον γενικευμένο εμπειρισμό, αφίσταται της φιλολογίας και διαλέγεται με τη θεωρία.
14.Διονύσιος Σολωμός, ό.π., σ. 201
15.Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς [1937], πρώτη δημοσίευση σε συνέχειες στο «πανθεσσαλικό περιοδικό Πρωτοπόροι» (δεν ολοκληρώθηκε), πρώτη έκδοση στην Ελεύθερη Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1944, εκδόσεις Κόκκινη Σημαία
16.Τα Νέα, 14/3/2012
17.Βασίλης Αλεξίου, «Η Θεωρία της λογοτεχνίας, η κρίση, ο Αντόρνο και οι τζιριντζάντζουλες», «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής, τχ. 480, 4/3/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου