23/3/12

Η επανάσταση στην Κρήτη (1825-1830)

Ένα ανέκδοτο χειρόγραφο

Του ΜΑΝΩΛΗ ΒΟΥΡΛΙΩΤΗ

Ο Φραγκίσκος Λιμπρίτης, συγγραφέας του χειρογράφου «Ολίγαι σημειώσεις τών περί των από του 1825 μέχρι τέλους του 1830 συμβάντων εν Κρήτη», γεννήθηκε γύρω στα 1795 στον Άγιο Θωμά Μονοφατσίου Κρήτης, πριν δε το 1821 βρισκόταν στη Νέα Έφεσο της Μικρασίας. Με την έκρηξη της επανάστασης επέστρεψε στην πατρίδα του και υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα, ενώ το 1830, όταν η Κρήτη δεν περιελήφθη στο ελληνικό κράτος, πήγε στην Ίο και αργότερα στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1876.
Το 1859 εκδόθηκαν στην Αθήνα τα απομνημονεύματα του Κυριακού Κριτοβουλίδη, έργο απόλυτα εναρμονισμένο με την πιο παραδοσιακή μορφή του εθνικού αφηγήματος, καθώς εκεί οι χριστιανοί παρουσιάζονται αδιαφοροποίητα ως αγνοί πατριώτες, κάθε πληροφορία για τις εμφύλιες διαφορές αποσιωπάται, ενώ οι μουσουλμάνοι δαιμονοποιούνται απόλυτα.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο Λιμπρίτης δεν πείστηκε από το προηγούμενο σχήμα, ή μάλλον δεν αναγνώρισε τις δικές του εμπειρίες στην αφήγηση Κριτοβουλίδη, γι’ αυτό και αποφάσισε να γράψει τη δική του εκδοχή, αρχικά για να διορθώσει κάποιες ανακρίβειες του Κριτοβουλίδη, αλλά κυρίως για να περιγράψει την κατάσταση όπως τη βίωσε. Η ανάγκη του να ιστορήσει τις εμπειρίες και τα παθήματά του, αφήνει περιθώρια για λιγότερο εξωραϊσμένες περιγραφές, όπως οι λεηλασίες χριστιανικών περιουσιών από Σφακιανούς και η μικρή σχέση των χριστιανών με την καθαριότητα, χωρίς βέβαια να αντιστρατεύεται το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Στο μικρό του απομνημόνευμα, που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, περιγράφει τα γεγονότα κατά τη δεύτερη περίοδο της επανάστασης στην Κρήτη.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στον «κλεπτοπόλεμο» ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, τον οποίο μάλιστα ονομάζει «αμυντικό», για να συναινέσει κι αυτός με τη σειρά του στη μακραίωνη ιστορία του σκλαβωμένου έθνους:
«Ενταύθα σημειούμεν ολίγα τινά περί του αμυντικού αγώνος της Κρήτης, του λεγομένου κλεπτοπολέμου, διαρκέσαντος ολίγον μετά την κυρίευσιν της Γραμβούσης το 1825 περί τον Αύγουστον μέχρι της μάχης του Χατζή Μιχάλη του 1828, τον Μάιον. Ο αναγνώστης θέλει ιδή ότι μόλις 200 Έλληνες περιφερόμενοι εις το όρος της Ίδης και εις το τμήμα των Χανίων εφόνευσαν υπέρ τους 1.770 Τούρκους εκ των μάλλον εμπειροπολέμων. Τούτο έφερε τρία καλά εις τους Έλληνας της Κρήτης. α΄) Ελάμβανον των φονευμένων τα όπλα, άτινα ήσαν τα εκλεκτότερα της Κρήτης και ωπλίζοντο ούτοι κατά την επιθυμίαν των. β΄) Φονεύοντες τους πολεμικωτέρους (σπανίως εφόνευον τον τυχόντα) κατά μέγα μέρος ηδυνάτισαν την δύναμιν των εχθρών και γ΄) Οι μετερχόμενοι Έλληνες τον αμυντικόν πόλεμον, εγυμνάσθησαν εις την κακοπάθειαν, καρτερίαν, έγειναν ταχύποδες και τολμηροί εις τας μάχας, ώστε εμορφώθησαν μοναδικοί στρατιώται».
Στον κλεφτοπόλεμο όμως κατέφυγαν αναγκαστικά και οι αντίπαλοί τους. Γράφει για το 1826: «Κατ’ εκείνας τας ημέρας είχον καταφύγει οι Τούρκοι του Ηρακλείου εις το επιχείρημα του κλεπτοπολέμου. Επειδή οι πλείστοι πολεμικοί Έλληνες μη δυνηθέντες να εγκαταλείψουν τας οικογενείας των να τρέχουν εις τα βουνά, ουδέ να αναχωρήσουν οικογενειακώς της Κρήτης, όταν περί το 1824 υπέκυψαν προς καιρόν τον αυχένα απέναντι ισχυρού στρατού Αλβανών και Αράβων, έμενον εις τας οικίας των, τους τοιούτους ήθελον οι Τούρκοι να εξαλείψουν διά παν ενδεχόμενον. Όθεν ενωθέντες 10-15 περιήρχοντο εις τα χωρία έξωθεν του Ηρακλείου, φονεύοντες τους πλέον διακεκριμένους αόπλους Έλληνας. Έπραξαν δε ανάνδρως πάμπολλα κακουργήματα και δολοφονίας, ωνόμαζον τόδε ζουρίδα».
Τον δε Μάιο του 1828 έγινε στο Φραγκοκάστελο Σφακίων πεισματώδης μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης από το Αργυρόκαστρο, και επίσης πολλοί Οθωμανοί και λιγότεροι χριστιανοί, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι ήταν εθελοντές από Ήπειρο, Ρούμελη και Μοριά. Λίγες μέρες μετά, ο Άγγλος αρχιπλοίαρχος Στάηνς (Κομοδόρος), επισκέφτηκε το πεδίο της μάχης και στην ερώτηση πώς διέκριναν τα πτώματα των εμπολέμων, του απάντησαν ότι στο διαχωρισμό βοηθούσε και η καθαριότητα τους...:
«Αμφιβάλλων δε ο Κομοδόρος περί του μεγαλείου της μάχης, επρότεινεν εις τον Φ. Λιμπρίτην να τον οδηγήση εις τας θέσεις ένθα έκειντο τα πτώματα των φονευθέντων. Όθεν αμέσως μετέβησαν αμφότεροι, επειδή όμως έξωθεν του Φραγκοκαστέλλου ήσαν τα σώματα των νεκρών μεμειγμένα, ηρώτησεν ο Κομοδόρος τον Φ. Λιμπρίτην πώς διακρίνονται οι Έλληνες των Τούρκων, όστις αποκριθείς είπεν ότι διά των φορεμάτων, διότι οι μεν Τούρκοι λείπουν ολίγας ημέρας των φρουρίων αφ’ όπου εξήλθον πλυμένοι, οι δ’ Έλληνες μήτε σκοπόν είχον, ούδ’ άλλα μέσα διά να πλύνουν τας φουστανέλας των. Όθεν, όντινα βλέπει με πλυμένα φορέματα είναι Τούρκος και όντινα με άπλυτα είναι Έλλην. Προς βεβαίωσιν διέταξε τους παρακολουθούντας τον ναύτας και εγύμνωσαν πολλούς και ιδών την περιτομήν, εβαιβαιώθη».
Το Νοέμβριο του 1828 αντιπρόσωποι των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων βρέθηκαν στην Κρήτη για να αποφασίσουν για το μέλλον του νησιού. Κάλεσαν λοιπόν τους προκρίτους των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων να συζητήσουν το θέμα και εκεί διημείφθη, κατά τον Λιμπρίτη, ο ακόλουθος πατριωτικός, και από τις δύο πλευρές, διάλογος:
«Οι Τούρκοι είπον εις τους Έλληνας ότι, ‘να αγαπήσουν να ζουν ως και πρότερον και ότι διατί να σκοτωνώμεθα μεταξύ μας, αφού είμεθα όλοι εις την αυτήν πατρίδα γεννημένοι;’ Ο Φ. Λιμπρίτης απήντησεν ότι, ‘δεν εννοούμεν το ως και πρότερον, δηλ. ραγιάδες των; Μη γένοιτο ποτέ! Ημείς υψώσαμεν τα όπλα όχι κατά της ανθρωπότητος, αλλά κατά της τυραννίας. Δεν είμεθα εχθροί των Τούρκων, ουδέ της θρησκείας των. Μας είναι αδιάφορον τι πρεσβεύει ο καθείς. Δεν ζητούμεν να αποδιώξωμεν θρησκείαν, αλλά τον τρόπον της διοικήσεως. Ζητούμε ισότητα, ασφάλειαν της τιμής, της ζωής και ιδιοκησίας μας. Είναι αδύνατον να κλείνωμεν τον αυχένα και να υποφέρωμεν του λοιπού παρ’ υμών, όσα άνθρωποι επί της γης ποτέ δεν υποφέρουν. Ενθυμηθήτε τας πράξεις σας, αφού δυναστικώς αφαιρέσατε τας καλυτέρας ιδιοκτησίας από τους Έλληνας, τους υποχρεώνατε και τας εκαλλιέργουν αγγαρίαν, σας εσύναζαν τους καρπούς και προς αμοιβήν τους αφηρήτε και αυτήν την ζωήν.
 Εις όλα ταύτα απήντησαν οι Τούρκοι ότι δεν πρέπει να ενθυμούνται, αλλά ν’ αγαπήσουν, να καθήση έκαστος εις την οικίαν του και να ζουν του λοιπού ως αδελφοί. Οι δε Έλληνες απήντησαν ότι τούτο εναπόκειται εις την απόφασιν των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Εις ημάς δε μόνον μένει να κάμωμεν ανακωχήν των όπλων, να θέσωμεν όρια μεταξύ ημών και υμών, έως ότου αποφανθώσιν αι δυνάμεις».
Ωστόσο, κατά τον Λιμπρίτη, στο στρατόπεδο των επαναστατών υπήρχαν εντάσεις και συγκρούσεις. Τον Οκτώβριο του 1829, Σφακιανοί λεηλάτησαν περιουσίες χριστιανών στη Βιάννο, με τη πρόφαση ότι ήταν τουρκικές. Η προσπάθεια του Λιμπρίτη να αποδώσει δικαιοσύνη κατέληξε στην απαγωγή του, και είναι χαρακτηριστικό πως το περιστατικό δεν αναφέρεται σε καμία άλλη γνωστή πηγή:
«Συλληφθείς, μετηνέχθη εις το βουνόν της Κράσσης, χωρίς να λάβη είδησιν ο οπλαρχηγός της επαρχίας Γρηγ. Δαμιανός να προφθάση προς βοήθειάν του. Ουδέ ηθέλησε ν’ αντισταθή μετά των 10 στρατιωτών, διότι επρόβλεπεν ότι άμα ήθελε πέσουν δύο τουφέκια και λάβουν είδησιν οι Αποκορωνιώτες, ήθελον τρέξει εις βοήθειάν των εδικών των και ούτω ηδύνατο να αυξήση το κακόν. Ώστε επροτίμησεν ο Φ. Λιμπρίτης να διακινδυνεύση, παρά να αρχίση εμφύλιος πόλεμος. 32 ημέραις εκράτησαν τον Λιμπρίτην αιχμάλωτον, γυμνόν, με μόνον το υποκάμισο και εσώβρακον, αιτούντες 9.000 γρόσια λύτρα δι’ όσα δήθεν έχασαν αυτοί καταδιωκώμενοι από τας ανατολικάς επαρχίας».
Το 1830 οι Μεγάλες Δυνάμεις απέδωσαν την Κρήτη στην Οθωμανική επικράτεια. Από το νησί αναχώρησαν τότε 25.000 αγωνιστές για το νέο ελληνικό κράτος. «Πριν δε ή αναχωρήσωσιν», αναφέρει ο Λιμπρίτης, «διεμαρτυρήθησαν οι Κρήτες ενώπιον Θεού, ενώπιον των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων, ενώπιον της ελληνικής Κυβερνήσεως και όλου του κόσμου ότι επιφυλάττουσιν το δικαίωμα να άρουν τα όπλα εν παντί καιρώ προς απελευθέρωσιν της πατρίδος των». Θα το επιτύχουν το 1913.

Ο Μανώλης Βουρλιώτης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: