ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΟΔΙΝΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- ΚΑΜΑ- ΣΟΥΤΡΑ |
Ο πατέρας μου είχε πάθος με τη φωτογραφία, είπε στην Τερέζα ο μικρός Κουβανός εξόριστος, ο Καρλίτο Αϋμάρ. Να ‘μαι εδώ με τον Ερνέστο Χέμινγουεϊ. Ο Αμερικάνος μάς επισκεπτόταν περιστασιακά και είχε αναπτύξει με τον μπαμπά ένα ιδιαίτερο είδος φιλίας ήδη από το 1941, όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κούβα. Στα χρόνια του πολέμου, υπηρετούσαν μαζί σ’ ένα πλοίο που έκανε περιπολίες στην Καραϊβική προσπαθώντας να εντοπίσει γερμανικά υποβρύχια, τα οποία υποτίθεται ότι ανεφοδιάζονταν με πετρέλαιο κάπου στις ακτές του νησιού. Ο μπαμπάς έλεγε πως είχε πλάκα όλη αυτή η ιστορία, πως τελικά δεν υπήρχαν Γερμανοί ούτε υποβρύχια, αλλά εκείνοι τα περνούσαν μια χαρά με πρόσχημα τον πόλεμο και έκαναν καλό ψάρεμα γιατί πολλοί επαγγελματίες τα είχαν παρατήσει για τον φόβο των υποβρυχίων και ο Χέμινγουεη έλεγε πως θα γράψει ωραίες ιστορίες με όλο αυτό το υλικό, και πράγματι το έκανε και ενίσχυσε το μύθο του, έλεγε ο μπαμπάς, γιατί ο κόσμος ψοφάει για ιστορίες και ζωντανούς ήρωες.
Αργότερα, μετά τον πόλεμο, ψάρευαν καμιά φορά μαζί χρησιμοποιώντας το πλοίο του Χέμινγουεϊ, την Πιλάρ, αλλά πολύ συχνότερα έπιναν διπλά παγωμένα νταϊκίρι στο αγαπημένο μπαρ του μπαμπά, τη Φιοριντίτα, και συχνά στοιχημάτιζαν ποιος θα πιει περισσότερο. Ο Αμερικάνος ήταν θεότρελος. Είχε ένα αυτόματο Τόμσον με το οποίο σκότωνε καρχαρίες για να μην τρώνε τη λεία των ψαράδων και τότε το νερό του Κόλπου βαφόταν κόκκινο και μαζεύονταν κι άλλα σκυλόψαρα για το τσιμπούσι και ο Χέμινγουεϊ πυροβολούσε σαν τρελός πάνω από τη γέφυρα – πραγματικό μακελειό. Είχε πάθος με το όπλα - διατηρούσε ολόκληρη συλλογή από δαύτα. Μου έχει αφιερώσει ένα βιβλίο του, στα αγγλικά όμως, και δεν το καλοκαταλαβαίνω. Λέγεται Ο γέρος και η θάλασσα, το έχεις διαβάσει μήπως; Είναι για ένα γέρο ψαρά που τον έχει εγκαταλείψει η τύχη, αλλά θέλοντας να αποδείξει ότι δεν έχει ξοφλήσει βγαίνει με τη βάρκα του στα ανοιχτά του Κοχιμάρ και πιάνει έναν τεράστιο ξιφία που δεν λέει όμως να πεθάνει και τον τραβάει για ολόκληρα μερόνυχτα στο Ρεύμα του Κόλπου, αλλά ο γέρος δεν τα παρατάει κι όταν εντέλει καταφέρνει να επιστρέψει μισοπεθαμένος στην ακτή δεν έχει μείνει τίποτα από το όμορφο μεγάλο γενναίο ψάρι παρά μόνο ο σκελετός του – τη σάρκα την έχουν καταβροχθίσει τα σκυλόψαρα. Οι ντόπιοι τα χάνουν όταν βλέπουν τον τεράστιο σκελετό κι ο γέρος, αν και έχει χάσει το ψάρι ξανακερδίζει την εκτίμησή τους. Έκλαψα όταν μου το αφηγήθηκε η μαμά βλέποντας τη δυσκολία μου να το διαβάσω. Ο Χέμινγουεϊ, συνέχισε ο Καρλίτο, είχε ένα μεγάλο σπίτι στους λόφους έξω απ’ την Αβάνα, γεμάτο κυνηγετικά τρόπαια από την Αφρική - το πιο εντυπωσιακό ήταν το κεφάλι ενός αγριοβούβαλου με τεράστια στριφτά κέρατα, που δέσποζε στο σαλόνι του. Είχε πάθος με τις κοκορομαχίες και εξέτρεφε δικά του κοκόρια στο κτήμα. Ενδιαφερόταν για όλα και είχε ένα ειδικό τρόπο να φέρεται στους μαύρους και άμoιβε πολύ καλά το προσωπικό του, που ήταν έτοιμο να πέσει στη φωτιά για χάρη του, και είχε πολλές γάτες που τις υπεραγαπούσε και τις φώναζε με τ’ όνομά τους σαν να ήταν άνθρωποι. Τον θαύμαζα για την περιπετειώδη ζωή του αλλά δεν μου πολυάρεσε ως άνθρωπος, όλο για τον εαυτό του μιλούσε και για τα ταξίδια του, και η μαμά έλεγε πως έπινε υπερβολικά πολύ και έπιανε κουβέντα μ’ οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει τις ιστορίες του προκειμένου να πιει κάνα δυο τσάμπα ποτά εις βάρος του γκρίνγκο, ακόμη και με ύποπτα άτομα και γριές χινετέρας προς τις οποίες είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Φιλοξενούσε διασημότητες και οι φήμες έλεγαν πως στο κτήμα του στο Σαν Φρανσίσκο δε Πάουλα –την Φίνκα Βιχία- είχαν φιλοξενηθεί η Μάρλεν Ντίντριχ και η Άβα Γκάρντνερ, αλλά εγώ δεν τις είδα ποτέ παρά μόνο σε ταινίες τους. Μάλιστα, ο μπαμπάς είπε ένα βράδυ στη μαμά –εγώ κρυφάκουγα- ότι ο Χέμινγουεϊ φύλαγε το περίστροφό του τυλιγμένο σ’ ένα διάφανο δαντελωτό εσώρουχο, μάλλον της Μάρλεν Ντήτριχ, και η μαμά γέλασε τσιριχτά και μετά είπε σοβαρά, και τι λέει γι’ αυτό η Μις Μαίρη –η τρίτη του σύζυγος- κι έπειτα πρόσθεσε ότι δεν ήταν ίδιον ενός κυρίου να εκθέτει έτσι τις κυρίες με τις οποίες είχε ενδεχομένως μια περιπέτεια, κι ότι αν έκαναν έτσι όλοι οι άντρες θα είχαμε καθημερινά δράματα και δεν θα είχε μείνει σπίτι για σπίτι και οικογένεια για οικογένεια, και τότε ο μισομεθυσμένος μπαμπάς αγρίεψε και της είπε τι εννοείς δηλαδή, και η μαμά απάντησε με νάζι ότι ο έρωτας προϋποθέτει εμπιστοσύνη, κι άλλωστε φυσικά αυτά αφορούν πάντα τους άλλους κι όχι εμάς, αγάπη μου, και τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα και δεν μπορούσα πια ν’ ακούσω τι έλεγαν ή τι έκαναν κι έπειτα μου φώναξε από κάτω η Αουρελίτα να πάω αμέσως για ύπνο. Η Τερέζα τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, μην μπορώντας να πιστέψει όλα όσα άκουγε από αυτό το μικροκαμωμένο δωδεκάχρονο αγόρι το φερμένο στην παγωμένη Μοντάνα από άλλες θάλασσες κι άλλα βουνά, που ξεδίπλωνε μπροστά της νέους κόσμους, συνδέοντάς τους επιδέξια με τον δικό της. Μια μέρα θα πάμε μαζί στην Κούβα, υποσχέθηκε στον εαυτό της και στον φίλο της, αν και βαθειά μέσα της ήξερε πως ο Καρλίτο δεν θα τα κατάφερνε να ξαναδεί την πατρίδα του. Μπορεί μάλιστα να μην το επιθυμούσε καν, καθώς προσαρμόστηκε σε χρόνο μηδέν στον αμερικάνικο τρόπο ζωής και μετά από λίγο καιρό δεν εκδήλωνε καν δείγματα νοσταλγίας. Να δούμε τι θα ισχύει στο μέλλον απ’ όλα όσα μου αφηγήθηκε και τι όχι, σκέφτηκε η Τερέζα. Διαβάζοντας ίσως τις σκέψεις της, ο Καρλίτο της έφερε μια μέρα στην τάξη ένα αντίτυπο του Ο Γέρος και η Θάλασσα με την αφιέρωση “A mi amigo Carlito”, υπογραφή Ernesto Η. και ημερομηνία 6.1.1959. Ο γκρίνγκο είχε διαφωνήσει άγρια με τον μπαμπά του Καρλίτο εκείνο τον καιρό σχετικά με τον Φιντέλ και είπε πως κάτι έπρεπε ν’ αλλάξει επιτέλους στη Λατινική Αμερική και ο μπαμπάς του απάντησε, εσύ το λες αυτό που κάνεις ζωή μεγιστάνα; και παρά λίγο να έρθουν στα χέρια αλλά κατέληξαν στην Μποντεγκίτα ντελ Μέντιο όπου έγιναν τύφλα πίνοντας σκέτο αγουαρδιέντε για να δουν ποιος θα άντεχε περισσότερο, και τον μπαμπά τον έφεραν σηκωτό οι κολλητοί του τα ξημερώματα μέσα σε ζητωκραυγές ενώ τους συνόδευε μια αυτοσχέδια ορχήστρα που ξεσήκωσε όλο το Βεδάδο παίζοντας μελωδίες γκουαρατσά, κι όλα αυτά γιατί ο μπαμπάς είχε κερδίσει τον γκρίνγκο.
Ο Καρλίτο θέλησε να δανείσει το βιβλίο στην Τερέζα αλλά εκείνη επέμεινε να το διαβάσουν μαζί για να βελτιώσει τα αγγλικά του, όπως και έγινε. Αυτό το βιβλίο μια μέρα θα έχει μεγάλη αξία, είπε η μητέρα της σκεπτική την επομένη της αυτοκτονίας του Χέμινγουεϊ με μια σφαίρα στον ουρανίσκο τον Ιούλιο του 1961 στο Κέτσαμ του Άϊνταχο, τρεις μόλις μήνες μετά την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων – αν και τα δύο γεγονότα προφανώς δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε αιτιώδη σχέση, διευκρίνισε η Τερέζα. Ο Καρλίτο ισχυρίστηκε τότε ότι ήδη από το 1958 ο μπαμπάς έλεγε πως ο γκρίνγκο δεν είχε πολλά ψωμιά καθώς δεν μπορούσε να υποφέρει τα γηρατειά και την φθορά του σώματός του αλλά και της ίδιας της εικόνας που είχε καλλιεργήσει με επιμέλεια προκειμένου να κατασκευάσει το μύθο του βίαιου άντρα που ζούσε για την περιπέτεια και για το κυνήγι και το ψάρεμα και είχε πολεμήσει στην Ισπανία στο πλευρό των Δημοκρατικών και είχε εξοντώσει μια ομάδα Ναζί στη Γαλλία με μια χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετό τους -αν και αργότερα είχε αναγκασθεί να παραδεχθεί πως επρόκειτο για καθαρό ψέμα- και είχε καταλάβει με μια ομάδα παρτιζάνων το ξενοδοχείο Ριτζ στο Παρίσι και είχε ένα αεροπορικό ατύχημα στη Λίμνη Βικτώρια, στην Αφρική, με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος να του γράφει νεκρολογίες –έτσι, είχε κατά κάποιο τρόπο ζήσει ήδη τον θάνατό του- και είχε γράψει καλά βιβλία για όλα τούτα, δηλαδή η ζωή τού είχε προσφέρει το απαραίτητο υλικό για τα βιβλία του αλλά στην πραγματικότητα, όπως διατεινόταν ο Σέσαρ Αϋμάρ, είχε ο ίδιος φτιάξει την ζωή του έτσι ώστε ο μύθος του να του προσφέρει το απαραίτητο υλικό. Ο Χέμινγουεϊ δεν έγραφε πια όπως παλιά και δεν μπορούσε να τελειώσει ένα μυθιστόρημα που αναφερόταν στις ταυρομαχίες και δεν ήθελε μια ζωή χωρίς ποτό και γυναίκες και είχε ήδη νοσηλευθεί στην κλινική Μάγιο, στο Ρότσεστερ της Μιννεσότα, όπου του έκαναν καμιά εικοσιπενταριά ηλεκτροσόκ με αποτέλεσμα να χάσει τη μνήμη του, και πώς μπορεί κάποιος να είναι συγγραφέας χωρίς μνήμη, είχε αναρωτηθεί ο πατέρας του Καρλίτο.
Οι εφημερίδες έγραφαν και ξανάγραφαν εκείνο τον Ιούλιο του 1961 ότι ο Χέμινγουεϊ αυτοκτόνησε επειδή είχε λευχαιμία αλλά ο Καρλίτο ήταν ήδη από τα δώδεκά του χρόνια σε θέση να γνωρίζει ότι τα πράγματα είναι κάπως πολυπλοκότερα στη ζωή αυτή, σχολίασε επιγραμματικά η Τερέζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου