ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΙΤΣΩΡΗ
Alain Badiou:
-La relation énigmatique entre philosophie et politique, Germina, Παρίσι, Ιανουάριος 2011
-«Le socialisme est-il le réel dont le communisme est l’idée?», στο Alain Badiou, Slavoj Zizek, L’Idée du communisme, ΙΙ (Conférence de Berlin, 2010), Lignes, Παρίσι, Μάρτιος 2011
Ο Αλαίν Μπαντιού είναι ένας φιλόσοφος που έχει θεματοποιήσει με συστηματικό τρόπο, θεωρητικά και πρακτικά, την («αινιγματική») σχέση της φιλοσοφίας με την πολιτική. Ως γνωστόν υποστηρίζει ότι η ύπαρξη της πρώτης εξαρτάται από τέσσερις («γενολογικούς») όρους, τουτέστιν την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη και τον έρωτα:
«Σε ό,τι με αφορά [...] μπορώ να πω ότι η φιλοσοφία εξαρτάται από ορισμένους μη φιλοσοφικούς τομείς· αυτούς τους τομείς τους έχω ονομάσει “όρους’’ [“conditions’’] της φιλοσοφίας. [...] Προτείνω ένα σύνολο [...] όρων που ανάγονται σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους: στην επιστήμη, [...] στην πολιτική, στην τέχνη και στον έρωτα. Έτσι το έργο μου εξαρτάται, επί παραδείγματι, από μια νέα έννοια του απείρου, αλλά επίσης από τις νέες μορφές της επαναστατικής πολιτικής, από τα μεγάλα ποιήματα του Μαλλαρμέ, του Ρεμπώ, του Πεσσόα, του Μάντελσταμ και του Ουάλλας Στήβενς, από την πεζογραφία του Μπέκετ, και από τις τις νέες μορφές του έρωτα που έχουν αναδυθεί μέσα στα πλαίσιο της ψυχανάλυσης καθώς και από τον πλήρη μετασχηματισμό όλων των ερωτημάτων που αφορούν τον εμφυλισμό [sexuation] και το “gender’’ [“κοινωνικό φύλο’’] [1]».
Επιπλέον η φιλοσοφία όχι μόνον εξαρτάται από αυτούς τους όρους, αλλά συνδιαλέγεται μαζί τους εκ των υστέρων, καθότι έρχεται μετά από αυτούς, μετά την αυγινή εμφάνισή τους, συγκεκριμένα τη νύχτα, σαν την εγελιανή γλαύκα της σοφίας. Εν ολίγοις «το μέλλον της φιλοσοφίας εξαρτάται από την ικανότητα της προοδευτικής προσαρμογής της στην αλλαγή αυτών των όρων», έτσι ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι «η φιλοσοφία έρχεται πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο, έρχεται στο εκ των υστέρων των μη φιλοσοφικών καινοτομιών [2]». Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι «καινοτομίες» στο πεδίο τούτων των όρων κατ’ ουσίαν προκαλούνται μετά την εμφάνιση ενός συμβάντος μέσα στον προσίδιο τόπο τους.
Σε τούτο ακριβώς το κομβικό σημείο της ετεροχρονίας στη σχέση μεταξύ της φιλοσοφίας και των τεσσάρων όρων της προστίθεται άλλη μία σημαντική διαφορά, η οποία συναρτάται με την έννοια της ιστορικότητας. Ο Μπαντιού υιοθετεί τη θέση του Αλτουσσέρ σύμφωνα με την οποία «η φιλοσοφία δεν έχει καθόλου ιστορία, [...] είναι πάντοτε το ίδιο πράγμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει το πρόβλημα του μέλλοντος της φιλοσοφίας είναι απλό: το μέλλον της φιλοσοφίας είναι το παρελθόν της. [...] Μια φιλοσοφία σαν καθαρή επανάληψη του ίδιου [3]». Από την άλλη μεριά όμως αποφαίνεται ότι οι τέσσερις όροι (ως γενολογικές διαδικασίες ή διαδικασίες αλήθειας) έχουν συμβαντική προέλευση, δομούνται από τις ρήξεις που επιφέρει στο ιστορικό τους γίγνεσθαι το απρόβλεπτο, ρηξικέλευθο συμβάν από το οποίο απορρέουν οι διαδικασίες αλήθειας (για τον Μπαντιού «η φιλοσοφία δεν παράγει αλήθειες», «αλήθεια υπάρχει μόνο επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή ερωτική [4]»). Εν κατακλείδι: «Η φιλοσοφία είναι ριζικά διακριτή, ως τόπος σκέψης, από την πολιτική. Αλλά τίθεται υπό τον όρο της συμβαντικής μορφής της [5]». Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ιστορικότητα των τεσσάρων όρων η οποία αντιδιαστέλλεται προς την ανιστορική ενότητα της μίας και ταυτής φιλοσοφίας. Επομένως επιβάλλεται να γίνει μια ιστορική περιγραφή αυτών των συμβαντικών ρήξεων που στίζουν χρονικά τον τόπο των τεσσάρων όρων: «Ωστόσο, αν το φιλοσοφικό ενέργημα είναι τυπικά ίδιο, και η επανάληψη του ίδιου, θα πρέπει να εξετάσουμε την αλλαγή των ιστορικών συμφραζομένων. Διότι το ενέργημα καταλαμβάνει τη θέση του υπό ορισμένους όρους. Όταν ένας φιλόσοφος προτείνει μια νέα διαίρεση και μια νέα ιεραρχία για τις εμπειρίες της εποχής του, αυτό γίνεται επειδή μία νέα διανοητική δημιουργία, μία νέα αλήθεια έχει μόλις εμφανιστεί. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει επειδή, κατά την άποψή του, πρέπει να επωμιστούμε τις συνέπειες ενός νέου συμβάντος μέσα στους πραγματικούς όρους της φιλοσοφίας [6]».
Επ᾽ αυτού ο Μπαντιού ομολογεί ότι η σκέψη του είναι «περιοδολογική» («séquentielle»), ότι περιγράφει τις ιστορικές αλλαγές μέσω της οριοθέτησης «ακολουθιών», «περιόδων» («séquences»): «Η πολιτική της χειραφέτησης υπάρχει μέσω ακολουθιών, κάτω από το συμβαντικό τυχαίο που διέπει την επιταγή-προδιαγραφή της. Αυτή η πολιτική δεν είναι ποτέ η ενσάρκωση ή το ιστορικό σώμα μιας υπερβατολογικής φιλοσοφικής κατηγορίας. Δεν είναι η κάθοδος της Ιδέας, ούτε η μοιραϊκή μορφή του Είναι. Είναι πράγματι μια μοναδική ιχνογραμμή μέσω της οποίας έρχεται στο φώς η αλήθεια μιας συλλογικής κατάστασης [7]». Για τον Μπαντιού, επί παραδείγματι, «η διανυσματική Ιδέα των εξαναστάσεων [insurrections] ή των πολιτικών καινοτομιών αλλάζει [8]». Αυτό φαίνεται κατά την κλασική εποχή της Γαλλικής Επανάστασης στην οποία διακρίνει δύο περιόδους: στην πρώτη δεσπόζει η κατηγορία της ελευθερίας που καθορίζει την ισότητα και την ιδιοκτησία, ενώ στη δεύτερη γίνεται σημαντικότερη η έννοια της ισότητας που καθορίζει με τη σειρά της την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Ως εκ τούτου σήμερα «είμαστε σε μια πολιτική περίοδο που άρχισε, κατ’ ουσίαν, από το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης, από το συμβιβασμό μεταξύ ισότητας, ελευθερίας, ιδιοκτησίας, ο οποίος μόλις άρχισε να σταθεροποιείται είχε ήδη αμφισβητηθεί. Είναι η περίπτωση των εξτρεμιστών της Γαλλικής Επανάστασης, με τον Μπαμπέφ και τον ουτοπικό κομμουνισμό. Μπορούμε να ονομάσουμε “δημοκρατία’’ [“démocratie’’] ή “πολιτειακή δημοκρατία’’ [“république’’] –μολονότι αυτά τα δύο πράγματα δεν είναι ταυτόσημα– τα πολιτικά ονόματα που συνάπτονται με την πρώτη περίοδο. Πρέπει να ονομάσουμε “κομμουνισμό’’ το πολιτικό όνομα που συνάπτεται με τη δεύτερη περίοδο [9]». Αυτές οι δύο περίοδοι της Γαλλικής Επανάστασης είναι καθοριστικές για τη σκέψη του Μπαντιού, γιατί κατ’ αυτόν η αυθεντική χειραφετική επανάσταση αρχίζει με τη δεύτερη περίοδο, και δη με την Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρρου και του Σαιν-Ζυστ.
Στο ένατο κεφάλαιο του ευπώλητου βιβλίου του De quoi Sarkozy est-il le nom ? (Τίνος πράγματος είναι το όνομα Σαρκοζύ;) ο Μπαντιού διακρίνει στον τομέα της χειραφετικής πολιτικής (που κατάγεται από τη Γαλλική Επανάσταση και διαπνέεται από τη «καλή κομμουνιστική υπόθεση», από την «Ιδέα του κομμουνισμού») δύο περιόδους. Η πρώτη εκτείνεται από τη Γαλλική Επανάσταση (1792 – όχι από το 1789) έως την Παρισινή Κομμούνα (1871) και χαρακτηρίζεται από ένα μαζικό λαϊκό κίνημα που αποβλέπει στην κατάκτηση της εξουσίας, δηλαδή στην ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος μέσω πολύμορφων αγωνιστικών μορφών (διαδηλώσεων, απεργιών, ένοπλων εξεγέρσεων κ.ά.) οι οποίες κατ’ ουσίαν στεγάζονται υπό την εμβληματική λέξη «επανάσταση». «Αυτή η περίοδος κλείνει με την καταπληκτική καινοτομία και τη ριζική αποτυχία της Παρισινής Κομμούνας [10]». Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από το 1917 (Ρωσική Επανάσταση, κατάκτηση της εξουσίας) και τελειώνει το 1976 (τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, αλλά και τέλος της αγωνιστικής μαχητικότητας που εκδηλώθηκε ανά τον κόσμο από το 1966 έως το 1975 – εδώ προεξάρχει εμβληματικά ο γαλλικός Μάης του ’68).
Τελικά το ερώτημα που ετίθετο τότε για τον Μπαντιού, εν έτει 2007, ήταν το «πού βρισκόμαστε σήμερα;», τουτέστιν μετά την ήττα της χειραφετικής πολιτικής και το θρίαμβο του καπιταλισμού ή καλύτερα της «καπιταλο-κοινοβουλευτικής» δημοκρατίας. Σύμφωνα με την κομμουνιστική σκοπιά που υπερασπίζεται, ο γάλλος φιλόσοφος αποφαίνεται ότι διανύουμε μια αντιδραστική ενδιάμεση περίοδο ή καλύτερα «μια νέα μεσοδιαστηματική περίοδο [période intervallaire], περίοδο εμφανούς θριάμβου του αντιπάλου», η οποία μάλιστα μοιάζει με την αντίστοιχη, ιδαίτερα μακρόχρονη «προς το τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ού [11]». Εξ ου και η αναζήτηση μιας σύγχρονης χειραφετικής πολιτικής που θα αντιστοιχεί στα κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικά δεδομένα της σημερινής συγκυρίας. Εξ ου και το μπαντιουζικό πρόταγμα-αίτημα του ανοίγματος μιας συγκαιρινής τρίτης περιόδου, αυτής της «κομμουνιστικής υπόθεσης», υπό την αιγίδα της «Ιδέας του κομμουνισμού».
Καρπός αυτής της προοπτικής είναι το βιβλίο του Η κομμουνιστική υπόθεση (Πατάκης, 2009) και τα τρία διεθνή συνέδρια υπό τον τίτλο «Η Ιδέα του κομμουνισμού» που οργάνωσε μαζί με τον Ζίζεκ (το πρώτο στο Λονδίνο, το 2009, στο Ινστιτούτο του Μπέρκμπεκ –υπό τη γενικότερη οργανωτική εποπτεία και υποστήριξη του Κώστα Δουζίνα–, το δεύτερο, το 2010 στο Βερολίνο, και το τρίτο, πρόσφατα, το 2011 στη Νέα Υόρκη [12]). Στη διάλεξή του στο «Συνέδριο του Βερολίνου, 2010» ο Μπαντιού συνοψίζει σε τέσσερις προτάσεις «το γενικό πλαίσιο της επαναπροώθησης της κομμουνιστικής ιδέας υπό μία εντελώς νέα μορφή»: 1) Η ιδέα αυτή στην έμπρακτη διάστασή της συνίσταται σε τοπικές πολιτικές εμπειρίες που συνδέονται με τις προλεταριακές μάζες, ξένες προς την κεντρική κρατική εξουσία, είτε αυτή είναι δημοκρατική είτε αυταρχική: «Είναι ουσιώδες να αποσπάσουμε την πρακτική πολιτική από τη σαγήνη της εξουσίας». 2) Η ιδέα αυτή είναι αφ’ εαυτής μη βίαιη: «Η βία δεν είναι γενική μέθοδος, όπως είχε γίνει όταν η κομμουνιστική ιδέα ήταν συνδεδεμένη με τον πόλεμο. [...] Παρά ταύτα, είναι νόμιμο να υπερασπίζεσαι έναν πολιτικό τόπο όταν γίνεται αντικείμενο επίθεσης. Η αμυντική βία μπορεί να επιβληθεί από τον αντίπαλο». 3) Είναι ανάγκη να φανταστούμε την «κίνηση της Ιστορίας» σαν «την ύπαρξη μιας προλεταριακής ή λαϊκής πολιτικής δύναμης, άμεσα διεθνούς. [...] Ο εθνικός περιορισμός των επαναστάσεων του 20ού αιώνα ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες της κομμουνιστικής ιδέας. Γέννησε έναν παραποιημένο διεθνισμό, καθότι αυτός είχε υπονομευθεί από την εθνική ηγεμονία ορισμένων χωρών». 4) «Η σύνθεση του τοπικού πραγματικού στοιχείου, των πολιτικών εμπειριών που συγκροτούν τόπους, και αυτού του παγκόσμιου ιστορικού φαντασιακού, άμεσα διεθνιστικού, ορίζει ένα πολιτικό υποκείμενο που στρατεύεται σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί “δράση χωρίς σύνορα’’. [...] Θα έλεγα ότι η διεθνιστική προσταγή έχει γίνει σήμερα η κύρια προσταγή και ως προς αυτό το σημείο, όπως γνωρίζετε, έχουμε μια σημαντική καθυστέρηση σε σύγκριση με τον ίδιο τον καπιταλισμό [13]».
Εν κατακλείδι, αυτή η τρίτη περίοδος του κομμουνισμού, ελευσόμενη αλλά και πολλά υποσχόμενη, ορίζεται από τον Μπαντιού μέσω διαπιστώσεων και προταγμάτων που αφορούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της χειραφετικής πολιτικής, όπως: το τέλος του επαναστατικού αγώνα και κατ’ επέκτασιν της επιδίωξης της κατάκτησης της εξουσίας, η αξιοδότηση της τοπικής δράσης και η εγκατάλειψη της αντίστοιχης γενικής ή ολικής, η καθολική απόρριψη των εκλογών, η στηλίτευση τόσο του κόμματος εν γένει (συνυπολογιζομένου του κομμουνιστικού) όσο και του κόμματος-κράτους (λενινιστικού ή μαοϊκού), η κατάργηση του κράτους και, κυρίως, το δίλημμα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα» – όπου η «βαρβαρότητα» ταυτίζεται με τον «καπιταλο-κοινοβουλευτισμό» καλυμμένο υπό το μανδύα της «δημοκρατίας».
Όλα αυτά τα καταγράφω κατά το δυνατόν «αντικειμενικά» (εξ ου και τα πολλά παραθέματα εντός εισαγωγικών) –σκοπίμως άνευ σχολίων ή/και (επι)κριτικής–, ούτως ώστε η ανά την Ελλάδα πολυδιάστατη και κατ’ ουσίαν πολυδιασπασμένη σημερινή «χειραφετική Αριστερά» να τοποθετηθεί υπεύθυνα έναντι της θεωρητικής και, κυρίως, πρακτικής πολιτικής δραστηριότητας του Μπαντιού, έχοντας βεβαίως επίγνωση των παραπάνω θέσεών του.
Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
[1] La relation énigmatique entre philosophie et politique (Germina, Παρίσι 2010), σ. 14-15.
[2] Αυτ., σ. 15.
[3] Αυτ., σσ. 18-19.
[4] Μανιφέστο για τη φιλοσοφία, μτφρ. Άντα Κλαμπατσέα, Βλάσης Σκολίδης, Ψυχογιός, Αθήνα 2006, σ. 22.
[5] Alain Badiou, «L’outrepassement politique du philosophème de la communauté», στο Georges Leyenberger, Jean-Lacques Forté (επιμ.), Politique et modernité, Osiris, Παρίσι 1992, σ. 63.
[6] La relation énigmatique entre philosophie et politique, ό.π., σσ. 25-26.
[7] Alain Badiou, «L’outrepassement politique du philosophème de la communauté», ό.π., σ. 62.
[8] Alain Badiou, Fabien Tarby, La philosophie et l’événement, Germina, Παρίσι 2010, σ. 25.
[9] Αυτ., σ. 26.
[10] De quoi Sarkozy est-il le nom ?, Lignes, Παρίσι 2007, σ. 141.
[11] Αυτ., σ. 149.
[12] Βλ. Alain Badiou, Slavoj Zizek: Α) L’Idée du communisme (Conférence de Londres, 2010), Lignes, Παρίσι 2010. B) ) L’Idée du communisme, ΙΙ (Conférence de Berlin, 2010), Lignes, Παρίσι 2011.
[13] L’Idée du communisme (Conférence de Berlin, 2010), ό.π., σσ. 20-21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου