28/1/12

Η πολιτική της «κοινωνικής μέριμνας» σε συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης της ιδεολογίας της ευμάρειας των κοινωνικών πλειοψηφιών στον καπιταλισμό

ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ

JOAN C. TRONTO, Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ’ έναν ευάλωτο κόσμο, μτφρ: Μαγδαληνή Τσεβρένη, επίμετρο: Marc Olivier Padis, Liane Mozere, Agata Zielinski, Paul Valadier, εκδόσεις Πόλις, σελ. 458

Μετά περίπου από ενάμιση αιώνα άσκησης κοινωνικής πολιτικής, η κρίση του κυρίαρχου υποδείγματος επικαθορίζει τον ρόλο του αστικού κράτους «στη ρύθμιση και οργάνωση της κάλυψης των αναγκών[1]» ανανεώνοντας το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό τής, έτσι κι αλλιώς, πλούσιας προβληματικής για το κράτος πρόνοιας ή, σύμφωνα με την πιο «επίκαιρη» ορολογία, για την οργανωμένη πολιτική για την μέριμνα (care).
H κρίση του καπιταλισμού που προηγήθηκε κατά τη δεκαετία του ‘70, έγινε εφαλτήριο για την αναγνώριση της αναποτελεσματικότητας του κράτους πρόνοιας ως μηχανισμού κοινωνικής αναδιανομής. Την ίδια στιγμή, η συζήτηση για τον δομικό χαρακτήρα της κρατικής πρακτικής στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής[2] αποτέλεσε πεδίο για την αντιπαράθεση ανάμεσα στη φιλελεύθερη σκοπιά, που εστιάζει στις αρνητικές πτυχές της κρατικής παρέμβασης καταγγέλλοντας ενίοτε τον πατερναλιστικό χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας, και στην κριτική από τη σκοπιά του μαρξισμού, του φεμινισμού και του αντιρατσιστικού κινήματος, οι οποίες απέδιδαν έμφαση στον ταξικό του χαρακτήρα, καθώς και στον ρόλο του  ως μηχανισμού αναπαραγωγής των πολλαπλών και διαφορετικών κοινωνικών ανισοτήτων – φύλου, φυλής, κοινωνικής τάξης και σεξουαλικού προσανατολισμού.

Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος ως απάντησης στην κρίση του κράτους πρόνοιας, η οποία βασίστηκε σε μια αντίληψη υπεραπλούστευσης μιας συνθέτης κοινωνικής πραγματικότητας και σε μια «ανεξήγητη» πίστη στην ικανότητα αυτορρύθμισης των αγορών  και στην ιδιωτικοποίηση, οδήγησε τελικά σε μια ανεπανόρθωτη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και σε μια ηθικού τύπου ιστορική μετατόπιση της έμφασης από την κοινωνία στα «άτομα και στην οικογένεια[3]», σύμφωνα με την πλέον γνωστή φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Από την άλλη, το μοντέλο της σοσιαλδημοκρατικής ρύθμισης και του ρεφορμισμού, που άσκησε επιρροή στην διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια, δεν κατάφερε να αντισταθμίσει τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες  που η  νεοφιλελεύθερη προσέγγιση έφερε. Η διαχρονική αμηχανία της σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης απέναντι στο ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, καθώς και η ανεπαρκής ανάλυση του ρόλου του κράτους στον καπιταλισμό, «που από τη μία δίνει» κάτω από την οργανωμένη πίεση του εργατικού κινήματος και από την άλλη ασκεί κοινωνικό έλεγχο και παρεμβαίνει προς όφελος του κεφαλαίου, περιόρισαν δραματικά τις δυνατότητες επίτευξης των διακηρυγμένων  στόχων της κράτους πρόνοιας, αποτελώντας «αιχμή κριτικής στις ρεφορμιστικές απόψεις από την αριστερή σκοπιά[4]».
Αναμφίβολα, η επισκόπηση της ιστορικής διαμόρφωσης του θεσμού του κράτους πρόνοιας στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη του δεν ήταν ποτέ «αντίθετη προς τη λειτουργία της αγοράς», αντιθέτως υπήρξε ενισχυτική αυτής «κάτω από προϋποθέσεις που αποτρέπουν τις υπερβολές της, συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνική συνοχή»[5]. Αυτή η πρωτόλεια, αν και τόσο θεμελιακή σύλληψη της «φύσης» του κράτους πρόνοιας, εύλογα συναρθρώνεται με τις πιο σύγχρονες μαρξιστικές κριτικές προσεγγίσεις των κρατικών πρακτικών για την οργανωμένη μέριμνα, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός οι κοινωνικές ανάγκες δεν είναι δυνατό να καλυφθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αφετέρου η διεύρυνση της κοινωνικής λειτουργίας του κράτους δεν οδηγεί αυτονόητα και κατ’ ανάγκη στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό[6]. Επιπλέον, η κατανόηση της φύσης και των στόχων του κράτους πρόνοιας, ή έστω της κρατικής πολιτικής για τη μέριμνα, από τη σκοπιά του μαρξισμού, σε συνθήκες ταξικής πάλης, αναδεικνύει την λειτουργία του θεσμού ως μηχανισμού αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα από την κοινωνική πολιτική και την άσκηση κοινωνικού ελέγχου[7].
Οι φεμινιστικές οπτικές για τον χαρακτήρα και τον κοινωνικό ρόλο των οργανωμένων πολιτικών για τη μέριμνα οριοθετήθηκαν ως συγκροτημένο θεωρητικό ρεύμα από τη δεκαετία του ‘60 κι έπειτα. Βέβαια, αν και τα ζητήματα στα οποία επικεντρώνουν οι διάφορες φεμινιστικές αναλύσεις είναι κατά βάση κοινά, «η έμφαση στην ανάλυση και στις προτεινόμενες μορφές δράσης αλλάζει ανάλογα με την επίδραση ευρύτερων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων[8]». Ωστόσο, οι πιο ριζοσπαστικές τάσεις του φεμινισμού συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάλυση του ρόλου του κράτους πρόνοιας στη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής, επισημαίνοντας τις ανεπάρκειες των άλλων κριτικών και αναδεικνύοντας το φύλο, τη φυλή και τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως παράγοντες ανισότητας στην διαμόρφωση των κρατικών πρακτικών.
Η καθηγήτρια πολιτικής θεωρίας Joan C. Tronto, αξιοποιώντας τις συμβολές της φεμινιστικής και της αριστερής κριτικής στο κράτος πρόνοιας και αντλώντας από την σκωτική παράδοση της ηθικής φιλοσοφίας του 18ου αιώνα, επιχειρεί «να επεκτείνει τη χρήση της έννοιας της μέριμνας (care) στη σφαίρα της πολιτικής και της ηθικής[9]» ως απάντησης στο σύγχρονο πρόβλημα της διευρυνόμενης φτώχειας και των πολύπλευρων κοινωνικών της συνεπειών. H ιδέα της μέριμνας που εισάγει η Tronto είναι απαλλαγμένη από τις παραδοσιακές αντιλήψεις που παρουσιάζουν την μέριμνα ως μια δραστηριότητα της ιδιωτικής σφαίρας, η προσφορά της οποίας είναι εγγενής τάση στις γυναίκες ως γενική κατηγορία. Αντίθετα, η Τronto συζητά για την μέριμνα ως ένα πολιτικό πρόβλημα, υποστηρίζοντας την αναγκαία συνάρθρωση της πολιτικής με την ηθική, ενώ  αμφισβητεί την διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, χωρίς ωστόσο να εισηγείται την κατάργηση της.
H Tronto επικαλείται την συμβολή σκώτων φιλοσόφων για να  θεμελιώσει την μέριμνα (care) ξεφεύγοντας από το οικουμενικό πρότυπο της καντιανής ηθικής, το οποίο τόσο «εύλογα» μεταθέτει την μέριμνα στην ιδιωτική σφαίρα, περιορίζοντας σε αυτήν τις γυναίκες ως «προνομιακές» παρόχους της. Η θεωρία των «Ηθικών Συναισθημάτων» (18ος αιώνας) προσέγγιζε σε αισθησιοκρατική βάση την ηθική διάσταση της ανθρώπινης δράσης, δίνοντας, επίσης, προτεραιότητα στην επιθυμία–βούληση σε σχέση με τη λογική[10]. Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων απέρρεε από μια μετριοπαθή αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, προτάσσοντας την έννοια του συναισθήματος της συμπάθειας ως κινητήριου μοχλού της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Για να θεμελιώσει το επιχείρημά της για την πολιτική ιδέα της μέριμνας, η οποία θα στηρίζεται στις αξίες της ισότητας και της δικαιοσύνης αλλά ταυτόχρονα θα λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές υλικές ανάγκες των ανθρώπων, συνεχίζει με την αντίκρουση ουσιοκρατικών αντιλήψεων που απορρέουν από ψυχολογικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν έμφυλη διάσταση στις ηθικές ιδιότητες. Υπό το πρίσμα αυτό, απορρίπτει τα συμπεράσματα της ηθικο-ψυχολογικής έρευνας του Λώρενς Κόλμπεργκ, ο οποίος καθιέρωσε την ιεράρχηση τύπων ηθικής κρίσης που είναι κατ αυτόν συμβατές με την ηθική της δικαιοσύνης, όσο και της συνεργάτιδάς του Κάρολ Κίλλιγκαν, η οποία κάνοντας λόγο για μία «διαφορετική ηθική φωνή» τελικά νομιμοποίησε ιδεολογικά το επιχείρημα της ύπαρξης μιας «ηθικά ικανής» ελίτ με ουσιοκρατικούς όρους[11] . Μάλιστα, η Τρόντο κατέδειξε την απολιτική στάση της Κίλλιγκαν, η οποία περιορίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις διατηρώντας τα όρια δημόσιου/ιδιωτικού, δηλαδή τα όρια που προσδιορίζουν τον «ανανεούμενο» και ευρύ αποκλεισμό των γυναικών ως κοινωνικής κατηγορίας. Επιπλέον, παρατείνει τον συσχετισμό των γυναικών ως κατηγορίας με δραστηριότητες κοινωνικά απαξιωμένες και αόρατες στο δημόσιο βίο. Ταυτόχρονα, όπως εύστοχα παρατηρεί η Τρόντο, η προσέγγιση της Κίλλιγκαν αποσιωπά ή έστω παραγνωρίζει τις διαφορές ταξικής προέλευσης αλλά και θέσης των γυναικών στην παραγωγική αλυσίδα, οι οποίες αναμφίβολα επηρεάζουν τα ηθικά πρότυπα.
Η απόρριψη της έμφυλης διάστασης της μέριμνας προσλαμβάνει κεντρική θέση στο κείμενο της Τronto, αφού και η ίδια εξάλλου, αναγνωρίζει ως κύριο σκοπό τής συγγραφής του την αμφισβήτηση των επιχειρημάτων για τη γυναικεία ηθικότητα[12]. Μάλιστα, η Τρόντο επιμένει ότι η επίκληση του επιχειρήματος περί γυναικείας ηθικότητας αφενός αναπαράγει τα τρέχοντα ηθικά όρια, δηλαδή τις υποθέσεις μας για την ανθρώπινη φύση[13], αφετέρου καταλήγει να νομιμοποιεί ιδεολογικά την υποτελή κοινωνική θέση των γυναικών, κατηγοριοποιώντας τες ως «φυσικούς» και αυτόκλητους «άλλους» που παρέχουν την μέριμνα στους «ισχυρούς».
Καταρρίπτοντας λοιπόν την έμφυλη διάσταση της μέριμνας, προτείνει μια εκ νέου κατανόησή της ως δραστηριότητας που συμπεριλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπων, αλλά και τον υπόλοιπο υλικό, ζωικό και φυτικό κόσμο[14]. Η αντίληψη της Τronto θέτει σε προτεραιότητα την πρακτική διάσταση της μέριμνας, ως θεσμού ικανοποίησης ποικιλόμορφων κοινωνικών αναγκών. Υπό το πρίσμα αυτό αναγνωρίζει τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες, από την πολιτική αλλά και θεωρητική παραγνώριση της μέριμνας, ως οργανωμένου πολιτικού θεσμού[15].
Επιμένοντας λοιπόν στην κατανόηση της ιδέας της μέριμνας ως πολιτικής ιδέας, η Τronto ασκεί κριτική στη φιλελεύθερη πρόσληψη της μέριμνας ως μιας κατάστασης εξαρτησιακής –το σχήμα εξάρτηση/αυτονομία-, τονίζοντας ότι  όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται σε κατάσταση εξάρτησης αλλά στην πορεία κατακτούν διαφορετικούς βαθμούς αυτονομίας[16]. Επίσης, καταρρίπτει το επιχείρημα της ασυμβατότητας της μέριμνας με τη δικαιοσύνη –επιχείρημα, το οποίο στηρίζεται στην  άποψη ότι η μέριμνα βασίζεται στο συναίσθημα και στο επιμέρους, ενώ η δικαιοσύνη απορρέει από  τη λογική και αναφέρεται στο σύνολο-, αφού η δικαιοσύνη χωρίς την ιδέα της μέριμνας είναι ατελής[17]. Επιπλέον, σύμφωνα με την συγγραφέα η θεσμοποίηση της πρακτικής της μέριμνας μπορεί να επιδράσει στην πρακτικές και στην ποιότητα της δημοκρατίας[18].
Στον διάλογο για την μέριμνα ως πολιτική ιδέα παρεμβαίνουν δημιουργικά τα κείμενα των Marc Olivier Padis, της Liane Mozere, της Αgata Zielinski και του Paul Valadier, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο επίμετρο του βιβλίου. Οι συγγραφείς σχολιάζουν εκτενώς τον ηθικό/πολιτικό χαρακτήρα της έννοιας της μέριμνας (care), όπως την παρουσιάζει η Τronto, αναγνωρίζοντας ως βασικό πλεονέκτημα της προσέγγισής της το γεγονός ότι δεν εισηγείται μία οικογενειοκρατικοποίηση της πολιτικής – φαινόμενο το οποίο η ίδια είχε περιγράψει ως παράπλευρη «κατάρα» της πολιτικής παράδοσης του φιλελευθερισμού[19]-, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί το όραμά της για τη φροντίδα μέσα από την κριτική των ηθικών ορίων[20] που απορρέουν από το διαχωρισμό δημόσιου και ιδιωτικού. Τα «απαραβίαστα» αυτά όρια αποκλείουν τις γυναίκες ως κατηγορία από τις δομές συνδιαμόρφωσης πολιτικής και τις απωθούν στο περιθώριο της κοινωνίας ή έστω τις μετατρέπουν στους ευγενικούς «άλλους» που παρέχουν την φροντίδα. Η ανάδειξη των δυνατοτήτων για την αντιστροφή των όρων που επιτρέπουν την διατήρηση των διαχωρισμών επιμέρους/καθολικό, ηθική/πολιτική, μέριμνα/δικαιοσύνη, σύμφωνα με την συγγραφέα αποτελεί προϋπόθεση για την κατάργησή τους. Μάλιστα, όπως επίσης εύστοχα παρατηρεί η Μοzere, η Τronto ξεφεύγει από την «παγίδα» της διατύπωσης αφηρημένων και γενικόλογων ηθικών κανόνων, εισηγούμενη μία ηθική αριστοτελικού τύπου, η οποία προϋποθέτει την σωματική και ηθική εγγύτητα προς τον άλλον με τον οποίο μοιραζόμαστε τον κόσμο[21].
Η συζήτηση για την πολιτικοποίηση της μέριμνας (care) εύλογα αποκτά πολύπλευρο ενδιαφέρον μέσα στις συνθήκες οξείας κρίσης του κυρίαρχου υποδείγματος, η οποία συμβαδίζει με την κατάρρευση της ιδεολογίας της ευμάρειας των κοινωνικών πλειοψηφιών στον καπιταλισμό. Μέσα στο πλαίσιο αυτό και χωρίς να υποβαθμίζεται η σημασία των οργανωμένων προνοιακών διεκδικήσεων ακόμη και στην σημερινή ιστορική συγκυρία -αφού οι διεκδικήσεις εντείνουν τις αντιφάσεις και την ίδια στιγμή επιφέρουν ρωγμές στις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής του συστήματος-, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει κοινωνικά «χρήσιμη» αφετηρία η αντίληψη της Τronto για την πολιτική των πρακτικών μέριμνας ως ένα πεδίο δημόσιου διαλόγου και όχι –τελικά- ως  «εργαλείου» για την απόσπαση της συναίνεσης των «λιγότερο» υποτελών κοινωνικών κατηγοριών.

Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι υποψήφια διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης

[1] Όλγα Β. Στασινοπούλου, Κράτος πρόνοιας: ιστορική εξέλιξη – σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Gutenberg, 2003, σελ. 20
[2] Στο ίδιο, σελ. 20
[3] «Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που αποκαλούν κοινωνία. Υπάρχουν μόνο ξεχωριστά άτομα, άνδρες, γυναίκες και οι οικογένειες τους. Και καμία κυβέρνηση δε μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο μέσω των ανθρώπων και οι άνθρωποι οφείλουν να αναλαμβάνουν την φροντίδα του εαυτού τους πριν απ όλα. Είναι καθήκον μας να φροντίζουμε τους εαυτούς μας και μετά , επίσης να φροντίζουμε τη γειτονιά μας. Οι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους όσα δικαιούνται, ξεχνώντας όμως τις υποχρεώσεις τους, αλλά δεν μπορούν να υπάρχουν δικαιώματα αν δεν προηγηθούν οι υποχρεώσεις» http://en.wikiquote.org/wiki/Margaret_Thatcher
[4] Όλγα Β. Στασινοπούλου, Κράτος πρόνοιας…, σελ.  100
[5] Όλγα Στασινοπούλου, Εκ της συμμετοχής ιδιότητα του Πολίτη και Κοινωνικά Δικαιώματα: Η συμβολή του Τ.Χ.Μάρσαλ στη θεωρία της κοινωνικής πολιτικής, εισαγωγή στο T.H MarshalT. Bottomore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, εισαγωγή -μτφρ: Όλγα Στασινοπούλου, Αθήνα: Gutenberg, 2001, σελ. 11
[6] Όλγα Β. Στασινοπούλου, Κράτος πρόνοιας, ο.π, σελ. 104
[7] Στο ίδιο, σελ. 105
[8] Στο ίδιο, σελ. 119
[9] Από την περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
[10] Αν και ο λόγος είναι αναμφισβήτητα η πηγή των γενικών κανόνων της ηθικής ..είναι παντελώς παράλογο και ακατανόητο να υποθέτουμε ότι οι πρώτες προσλήψεις του ορθού και του λάθους μπορούν να προέλθουν από το λόγο .. Αυτές οι πρώτες προσλήψεις … πάνω στις οποίες οι γενικοί κανόνες εδράζονται δε μπορούν να είναι αντικείμενο του Λόγου αλλά άμεσης αίσθησης και συναισθήματος.» Adam Smith, Theory of Moral Sentiments, VII. Iii. 2.7, ελεύθ. μτφρ. Β. Καλδής
[11] Liane Mozere, Η μέριμνα για τον εαυτό μας στον Φουκώ , στο Joan C. Tronto, ο.π, σελ. 403
[12] Στο ίδιο, σελ. 364
[13] Στο ίδιο, σελ. 364
[14] «Προτείνουμε η μέριμνα (care) να ειδωθεί ως μια δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει όλα όσα κάνουμε για τη διατήρηση, τη συνέχιση και την επανόρθωση του «κόσμου» μας, ώστε να ζούμε σε αυτόν όσο καλύτερα γίνεται. Ο κόσμος αυτός περικλείει το σώμα μας, τον εαυτό μας, το περιβάλλον μας, όλα όσα συνυφαίνουν δηλαδή τούτο το περίπλοκο και ζωογόνο δίκτυο», στο ίδιο, σελ. 221
[15] Κριτική για την θεωρητική υποτίμηση του θεσμού της μέριμνας η Tronto ασκεί στον Τάλκοτ Πάρσονς, ο οποίος στο «κλασικό» κείμενο “ The system of modern societies” (1971), o οποίος αναγνωρίζει την μέριμνα (care) ως ένα μοντέλο συντήρησης και την «απωθεί» στον οικιακό χώρο και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στο ίδιο, σελ. 241
[16] Στο ίδιο, σελ. 335
[17] Στο ίδιο, σελ. 342
[18] «Αν κατά τη διάρκεια της πρακτικής προσφοράς και αποδοχής της μέριμνας εξειδικευόμασταν στη μέριμνα, τότε νομίζω ότι θα γινόμασταν πιο προσεκτικοί και πιο ηθικοί άνθρωποι, αλλά και καλύτεροι πολίτες για τη δημοκρατία » Στο ίδιο, σελ.343
[19] Στο ίδιο, σελ. 347
[20] Liane Mozere, H «μέριμνα για τον εαυτό μας στον Φουκώ» (επίμετρο), στο Joan C. Tronto, Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ έναν ευάλωτο κόσμο,ό.π, σελ.399
[21] Στο ίδιο, σελ. 400

Δεν υπάρχουν σχόλια: