Στον αστερισμό των θραυσμάτων
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΡΤΙΝΟΥ
Πάνω στη σκηνή το πραγματικό δεν υφίσταται, πνέει μόνο η βαθιά του ανάμνηση. Η κίνηση της σκηνής είναι μια παγωμένη κίνηση, μια σιωπηλή, αρχετυπική, προγλωσσική απεύθυνση. Τίποτε δεν αναπαρίσταται επί σκηνής, ο αντικειμενικός και ο σκηνικός κόσμος είναι δύο διαφορετικής τάξεως μεγέθη. Αυτό που κυριαρχεί είναι η εμπειρία, η πραγματικότητα της εμπειρίας και όχι η εμπειρία του πραγματικού. Ο χωροχρόνος της σκηνής είναι μια ολότητα, μια καινοφανής φαινομενολογία, αυτή η ίδια η εμπειρία της απώλειας, ο τόπος του Άλλου, η σκηνή του Έξω. Τίποτε δεν διασώζεται εδώ, όλα αναμετρώνται με την αδυναμία της αναπαράστασής τους, με την αδύνατη ανάμνηση της πυρηνικής τους καταγωγής. Μιας καταγωγής που αντιστέκεται σε όλες τις δυνατές επιστροφές της.
Το σκηνικό υποκείμενο δεν είναι μια αισθητική κατηγορία αλλά μια ζωική κατηγορία, μια υλικότητα του επέκεινα. Μια φαντασματική υπόσταση απόλυτα παραδομένη όμως στο σωματικό της πάθος. Μια ύπαρξη γυμνή και ανοίκεια, παραληρούσα πάνω στο ίχνος της μετά-γραφής της. Σ’ αυτό το παραλήρημα, αυτό το μετά ακούγεται διπλό, γιατί είναι το μετά της μετά-γραφής, το μετά την εκτροπή της γραφής. Μια διπλή απόσταση ανάμεσα στο υποκείμενο της σκηνής και στο υποκείμενο του κόσμου. Ένα διπλό φίλτρο που συγκροτεί την υπερβατικότητα του υποκειμένου, καθώς αναγνωρίζεται αυτό σ’ αυτή τη ριζική επανακωδικοποίηση του κόσμου, σ’ αυτό το εγχείρημα του θανάτου. Η εμπειρία του θανάτου είναι αυτός ο πυρηνικός καταλύτης που συγκροτεί και συγκρατεί επί σκηνής το θεατρικό υποκείμενο. Σ’ αυτό το τοπίο, ό,τι επιβιώνει είναι θραύσματα αναμνήσεων. Η ακεραιότητα δεν ανήκει στη θεατρική νύχτα. Στη νύχτα ανήκει ο διασκορπισμός και η διάχυση, ο τεμαχισμός και η αναμόρφωση. Η νύχτα ανήκει στο σφαγείο της, σ’ αυτή η συνθήκη της δημιουργίας. Το κείμενο επί σκηνής απολύει τον άξονα της κειμενικότητάς του και εγκαταλείπεται στις άκεντρες περιστροφές και επιστροφές του, στη διασπορά του, στη σκηνική του απώλεια. Η κίνηση επί χάρτου γίνεται τώρα μια κίνηση επί σκηνής. Επιδεινώνεται έτσι από μια δεύτερη εξωτερικότητα, από μια ένταση που δεν είναι μια ψυχική κατάσταση ή μια απογυμνωμένη αισθητική, αλλά αυτή η τραγική απογύμνωση της ζωής. Ό,τι διασώζεται επί σκηνής ως κείμενο είναι αυτό το ισχνό αντί-γραφο της σκηνικής μεταγραφής του, το αποτέλεσμα μιας αποδομητικής παρανάγνωσης. Ένα ίχνος που αποτινάσει από πάνω του κάθε ποιητικό, συναισθηματικό, ιστορικό ή ιδεολογικό φορτίο. Ένας αναμορφωτικός τροπισμός που είναι δυνατός χάριν αυτού του διαρρηγμένου σώματος που εκπέμπει επί σκηνής την αδυναμία του και καθίσταται σε όλη του την έκταση ένα αδύναμο, διεγερμένο βίωμα. Μέσα από μια τέτοια κομβική ανασυγκρότηση το σώμα του σκηνικού υποκειμένου απωθεί όλες τις κειμενικές του αναμνήσεις προς χάριν της βαθιάς του ανάμνησης, αυτής που υπαγορεύει εν τέλει και το ίδιο το κείμενο ως αυτό το αντί-κείμενο του κόσμου. Στην προοπτική αυτής της απόσυρσης το κειμενικό ίχνος γίνεται μια σωματοποιημένη αίσθηση που μόλις και κατέστη δυνατή. Δυνατή όχι όμως μέσα από την εκφορά του αλλά μέσα από την εκστατική του αποσιώπηση. Στην εποχή μας μάλιστα, εποχή του τέλους των μεγάλων και δυνατών αφηγήσεων, η αποδόμηση και η εξάρθρωση του αποθησαυρισμένου λόγου παρέχει στη σύγχρονη σκηνή τη δυνατότητα να αποτινάξει από πάνω της κάθε αναπαραστατική, ψευδαισθησιακή πίστη και να επικοινωνήσει με την πυρηνική αλήθεια του καταγωγικού της υπερκειμένου, του ιστορικού της παλίμψηστου. Η μονολιθικότητα των κειμένων και το αδιατάρακτο του νοήματός τους παραχωρούν τη θέση τους τώρα στην ιστορική, αισθητική και νοηματική τους επανεκκίνηση. Αποκαθαρμένα έτσι από τις ιστορικίστικες πτυχές τους, στηρίζονται πλέον μόνο στις αντοχές του δραματικού τους άξονα. Σε συνθήκες κατάρρευσης, αυτό που διασώζεται είναι ο σκελετός. Όλες οι περιτοιχίσεις με τον γλυπτικό τους διάκοσμο, αλλά και αυτά τα επίπεδα της δομής, καταρρέουν και μένουν τελικά μόνον οι κολώνες, τα κάθετα, εδραιωμένα στοιχεία που χάσκουν και καλούν σε μια εκ νέου δόμηση του χώρου. «Ερείπια», λέει ο Benjamin, «που υψώνουν τα συντρίμμια τους στον ουρανό, σε μια καταστροφή που επικυρώνει την αιωνιότητά τους». Οι δυνατότητες του θεάτρου είναι ακριβώς αυτές οι ρηγματώσεις των κειμένων. Ρηγματώσεις που επιτρέπουν την ανάδειξη της εσωτερικής τους γεωμετρίας. Εννοιακοί άξονες, αμέτοχοι στις εικονιστικές τους επικαλύψεις, αλλά που φέρουν το σώμα του θεμελιακού τους αρχινοήματος. Η μεταφυσική αυτών των αξόνων είναι η μορφοποιητική δυνατότητα του θεάτρου, η ανοικτότητα του στη νυχτερινή του περιπλάνηση. Το Έξω της νύχτας που διαρρηγνύει τη σκηνή και οικοδομεί το υποκείμενό της είναι μια ανερμήνευτη και ανεντόπιστη εμπειρία, μια εμπειρία που δεν πραγματώνει το Έξω αλλά το υποδεικνύει, αυτό που θα είναι πάντα έξω από κάθε πραγμοποίηση.
Τα κείμενα σ’ αυτή τη σκηνή αποκόπτονται έτσι από τις ιστορικές τους συνθήκες και αιωρούνται στο κενό της. Είναι κείμενα βουβά, αποστερημένα νοήματος, απελπισμένα και γι’ αυτό κείμενα της σιωπής, μιας σιωπής πρωτάκουστης, παροξυσμικής, αποκαλυπτικής εν τέλει. Αποκομμένα από την εποχή και το δημιουργό τους, αλλά και από αυτή την ακεραιότητα του σώματος τους, αυτοί οι κειμενικοί αστεροειδείς στροβιλίζονται μέσα στο κοίλο της θεατρικής νύχτας υπαγορεύοντας την ηχώ της. Ο θεατρικός λόγος, όπου αυτός είναι δυνατός, δεν είναι η σύνθεση αυτών των θραυσμάτων αλλά η περαιτέρω αποσύνθεσή τους. Η σκηνή, η σκηνή του θανάτου, δεν αναγνωρίζει τη συνθετική πράξη. Το σκηνικό υποκείμενο διεισδύει στον ατομικό πυρήνα του θραύσματος και ακινητεί εκεί, στο κενό του διάστημα, εκεί που αντιφέγγει η συναστρία της νύχτας, και παράγει όλες τις δυνατές της μορφές. Κειμενικά θραύσματα, αποσπασματικές εκφορές που δονούν και δονούνται από την πρωτότυπη σκηνική καταγραφή τους. Αυτή η διαλυτική εργασία του θεάτρου πάνω στα κείμενα είναι στην πραγματικότητα μια διαλεκτική εργασία. Μια εργασία πάνω στην εσωτερικότητα των κειμένων. Η απογύμνωση του κειμένου, η εξάρθρωσή του, η αποσπασματικοποίησή του είναι πράξεις που υποβάλλουν το κείμενο στον άρρητο και μη αναπαραστάσιμο κόσμο της σκηνικής αλήθειας. Η σκηνή έτσι διανοίγεται στην ελευθερία του ανολοκλήρωτου, στην εσωτερικότητα του θραύσματος. Αυτή η αποσπασματική υπόσταση, κειμενική μνήμη που ανθίσταται στη λήθη, δεν είναι μια μορφή της απώλειας αλλά μια οξυμένη ολότητα. Η συμπύκνωση μιας εμπειρίας του όλου που διεσώθη και διατίθεται επί σκηνής. Το απόσπασμα στη σκηνή του θεάτρου, αλλά και στη σκηνή της ανάγνωσης ακόμη, διαθέτει τη θέρμη τού όλου σώματος, την ενέργεια που συνέχει το σύνολο του οικοδομήματος. Πόσες φορές δεν έχουμε διακόψει την ανάγνωση ενός κειμένου μπροστά στη φωτοχυσία μιας στιγμής του; Αυτή είναι και η μυστική θέση της γραφής, η ατοπία του τόπου της. Να διακρίνεται η ακεραιότητά της και σ’ αυτό το γεγονός του τεμαχισμού της, όπως ακριβώς και με το σώμα του Κυρίου. Μια αποσπασματικότητα που είναι η μυστική επανεύρεση της ολότητας και ακεραιότητας του σώματος, η αναδόμηση του Είναι μέσα από την ανά-γνώση των διασκορπισμένων του σημείων.
Το θέατρο δεν ανήκει στη γραμμικότητα. Η αφήγησή του ήταν πάντα αποκαλυπτική και αιφνίδια. Μια αφήγηση που τέμνει και τέμνοντας συνέχει την εμπειρία της. Μια αφήγηση που δεν παρακολουθεί το κείμενο αλλά που διαβάζει την απορία του, την ασταθή ισορροπία του, την ίδια τη στιγμή της καταγκρέμνησής του. Ο σκηνικός λόγος διαστέλλεται εντός των κειμένων, διαρρηγνύει τη γραφή τους, τη διακόπτει, τη μετά-γράφει, στο κοίλο αυτής της παράδοξης εμπειρίας. Η προοπτική μιας ματιάς που δεν συνδράμει πάνω στην ιστορικότητα και γραμμικότητα του κειμένου, αλλά ακριβώς πάνω στην ασυνέχεια του, στο δημιουργικό του κατακερματισμό, στον επιδεινούμενο θρυμματισμό του, σ’ αυτή ακριβώς τη μανία της καταστροφής. Η ακεραιότητα έτσι δεν απαντάται στις ιστορικές, κειμενικές ή αισθητικές αναφορές, αλλά στο παρόν της σκηνικής αναδημιουργίας. Ένα παρόν όμως που δεν είναι πραγματικό, που δεν συγκροτεί ένα ιστορικό συμβάν αλλά που περισσότερο μοιάζει μ’ εκείνη τη μετέωρη στιγμή της ενόρασης, της αιφνίδιας στιγμιαίας έκλαμψης. Τίποτε πάλι δεν αρθρώνεται, μόνο η εξάρθρωση μένει, η εύθραυστη ύπαρξη, η στιγμιαία λάμψη των εικόνων. Η δράση της σκηνής γίνεται ένας απόηχος, ένα σκοτεινό ίχνος, ένα ίχνος αφηρημένο και ανέκφραστο, απορημένο και σιωπηλό, ένα σημείο μηδέν, απ’ όπου δραπετεύει ο χρόνος. Η Μίμηση του θεάτρου, η αριστοτελική μίμηση που μεταφέρει επί σκηνής όλη την πραγματικότητα του κειμένου είναι αδύνατη, η σκηνή είναι ένας τόπος που εκτρέπει τις μορφές σε μια νεκρή ζώνη, σε μια ζώνη που δεν υπάρχει τίποτε για να μιμηθείς. Μια εκτροπή που είναι αυτή η ιδρυτική πράξη του θεάτρου, η ex nihilo γένεσή του, η απροϋπόθετη, γρηγορούσα, ενοραματική του έκλαμψη. Η ζωή της σκηνής είναι η σκηνή του θανάτου, μια γραφή δίχως νόημα, μια μίμηση δίχως ομοίωμα, η σκηνή που εξαρθρώνει το λόγο και συλλαβίζει τη σιωπή του και υποδέχεται το σκοτάδι του. Το σκοτάδι που εκτρέπει τη σκηνή σε ένα όλο και πιο πυκνό και πιο αδιόρατο σκοτάδι.
Ο Απόστολος Αρτινός είναι ιστορικός τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου