14/1/12

Άλλο μαμή κι άλλο μαμά της Ιστορίας

Κύριε Έριχ, πολλοί μαρξιστές τα μπερδέψανε...

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

ERIC HOBSBAWM, Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Μαρξ και μαρξισμός 1840-2011, μτφρ. Μάνια Μεζίτη, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ.439

Το τελευταίο έργο του Hobsbawm, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του αναδημοσίευση κειμένων, έχει ως θέμα όχι «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο», αλλά «Μαρξ και μαρξισμός 1840-2010». Πρόκειται για μια εκπληκτική περιδιάβαση στη σκέψη και τη δράση αυτών που με όπλο το μαρξισμό προσπάθησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο μέσα στα κοινωνικοϊστορικά συμφραζόμενα της εποχής τους.
Τότε όμως, γιατί ο συγγραφέας ισχυρίζεται, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, ότι ο Μαρξ είναι ξανά επίκαιρος, ειδικά τώρα που ξέφυγε από τη μέγγενη της σοβιετικής ορθοδοξίας και τα λοιπά μαρξιστικά ρεύματα του 20ού αιώνα που προσπάθησαν να τον ερμηνεύσουν και να συμπληρώσουν το έργο των ιδρυτών του μαρξισμού;
Δεν υπερβάλει καθόλου ο Hobsbawm, όταν λέει πως Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, του Ένγκελς, μοιάζει να περιγράφει την κατάσταση διευρυνόμενων κοινωνικών στρωμάτων σε αυξανόμενες χώρες του σημερινού κόσμου (κεφ.4) ή ότι το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, αν και γραμμένο το 1848, περιέγραφε όχι την κοινωνία που είχε ήδη διαμορφώσει ο καπιταλισμός αλλά την κοινωνία όπως θα διαμορφωνόταν στο μέλλον υπό την καταλυτική επίδρασή του (κεφ.5). Δεν παραλείπει ωστόσο να απαριθμήσει όλες τις προβλέψεις των ιδρυτών του μαρξισμού που δεν επαληθεύτηκαν από τα κατοπινά γεγονότα, στις οποίες όμως –και σωστά- δεν συμπεριέλαβε τον αφορισμό που ήθελε τον καπιταλισμό να παραμένει ένα προσωρινό σύστημα από το οποίο θα προκύψει σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα (ναι, μάλιστα, η πρόβλεψη ανήκει στον Μαρξ).
Επειδή όμως στις μέρες μας μέχρι και η αστική τάξη ανακαλύπτει την ερμηνευτική δεινότητα του Μαρξ τη σχετική με τη λειτουργία και τη δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κατά πόσον οι ιδρυτές του μαρξισμού έχουν απαντήσεις στο αιώνιο ερώτημα: «τι να κάνουμε» για να ανατρέψουμε το εκμεταλλευτικό σύστημα στο οποίο ζούμε. Στο πολύ εμβριθές κεφάλαιο, Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και η πολιτική, παρουσιάζονται τόσο στοιχεία της στρατηγικής των ιδρυτών, που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να διατηρηθούν (οργάνωση του εργατικού κινήματος σε συνδικάτα, πολιτικοποίηση του οικονομικού αγώνα μέσω του πολιτικού κόμματος, επανάσταση ως κρίσιμο γεγονός σε μια κατά τα άλλα αμφίβολη, μακροχρόνια και επώδυνη πορεία προς μια σοσιαλιστική κοινωνία κα), όσο και λάθη στρατηγικής που θα έπρεπε να αποφευχθούν (υποτίμησαν το φαινόμενο της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, του εθνικισμού και, σε πρώτη φάση, την δυνατότητα επαναστατικών διεργασιών στην περιφέρεια του καπιταλιστικού κόσμου, και ως εκ τούτου υπέπεσαν σε λάθη στρατηγικής). Η μέθοδός τους πάντως μπορεί να μας εμπνεύσει: έκαναν πολιτική μέσα στην ιστορία απορρίπτοντας έτοιμες συνταγές, είχαν μόνο τις γενικές γραμμές στο κεφάλι τους και τις προσάρμοζαν στα δεδομένα, απέρριπταν διλήμματα του τύπου «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» για μια πιο πολύπλοκη στρατηγική, συνέθεταν και αναβάθμιζαν σε συνεκτική θεωρία και πρόγραμμα πράγματα που βρίσκονταν «διάχυτα στον αέρα» κλπ.
Ωστόσο, μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ σε μια διαφωνία μου. Σε ένα καταπληκτικό κεφάλαιο για τις σχέσεις των ιδρυτών του μαρξισμού με τις προ-μαρξιστικές σοσιαλιστικές παραδόσεις (κεφ.2), ο Hobsbawm αναφέρεται στην υποτίμηση ή και απόρριψη εκ μέρους των Μαρξ και Ένγκελς της συνεταιριστικής παράδοσης που υπήρχε σε αυτές. Τα μη μαρξιστικά σοσιαλιστικά ρεύματα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τους αναδυόμενους στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος συνεταιρισμούς, ενώ οι ιδρυτές κοντολογίς δεν έδιναν καμία σημασία. Ο Hobsbawm επίσης δεν φαίνεται να θεωρεί τους συνεταιριστικούς θεσμούς σημαντικό ζήτημα στη συζήτηση περί αλλαγής του κόσμου. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν οι μαρξιστές αντιμετώπιζαν την επαναστατική βία σαν «μαμή» ή σαν μαμά της Ιστορίας. Αν σύμφωνα με τον Μαρξ η επαναστατική βία είναι η μαμή της Ιστορίας, τι ακριβώς θα βγάλει από τα σπλάχνα της καπιταλιστικής κοινωνίας; Αν η μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια μακροχρόνια διαδικασία οικοδόμησης σοσιαλιστικών θεσμών, τι είδους θεσμοί θα είναι αυτοί (στην περίπτωση που δεν θα είναι οι κρατικά ελεγχόμενες μονοπωλιακές επιχειρήσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού); Αν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής οικοδομήθηκε έξω από και ενάντια στον αντίστοιχο φεουδαρχικό, γιατί δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με έναν συνεταιριστικό τρόπο παραγωγής, αναδυόμενο έξω από και ενάντια στον αντίστοιχο καπιταλιστικό; Αν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός συνίσταται στην απελευθέρωση των παραγωγών από τους ίδιους, γιατί οι μαρξιστές δεν εμπιστεύθηκαν το συνεταιριστικό θεσμό που προέκυψε από τους ίδιους τους παραγωγούς; Αν, προκειμένου να μη χαθεί η επανάσταση υπό το βάρος της αναγκαιότητας να ανορθωθούν διάφορα πράγματα αμέσως, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν οικοδομήσει ήδη πρωτο-σοσιαλιστικούς θεσμούς, έτοιμους να αντικαταστήσουν τους παλιούς, η οικοδόμηση συνεταιρισμών εντός καπιταλιστικού πλαισίου δεν είναι πρώτιστο σοσιαλιστικό και επαναστατικό καθήκον; Αν χρειάζεται οι εργαζόμενοι να έχουν την αυτοπεποίθηση ότι «μπορούν χωρίς αφεντικά» προκειμένου να έχουν το θάρρος να προχωρήσουν σε ρήξη με τον καπιταλισμό, και προκειμένου να μην μπουν στον πειρασμό να εκχωρήσουν σε σοσιαλιστές ειδικούς τη διαχείριση της συντελεσθείσας ρήξης, εντός ποιών θεσμών θα την αποκτήσουν; Σε τελική ανάλυση (που λένε και οι μαρξιστές), πώς θα ξεχωρίσουμε αυτούς που αγαπάνε απλώς τις σοσιαλιστική ιδέες (και θέλουν να βάζουν απλώς ιδέες που θα υλοποιούν οι άλλοι) από αυτούς που είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στην πρακτική αναλαμβάνοντας όλα τα (πολλά) κόστη που έχει κάτι τέτοιο;
«Αγώνας, ρήξη, ανατροπή» μεν, αλλά προκειμένου να προωθήσουμε, πολλαπλασιάσουμε, καταστήσουμε ηγεμονικό κάτι που ήδη υπάρχει. Κάθε φορά που οι σοσιαλιστές περνούν από την ιδέα στην πρακτική, καταλαβαίνουν ότι, εκτός από το κράτος και τον καπιταλισμό, εμπόδιο στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι και ο μικροαστικός εαυτός τους, οι ατομικές, οι οικογενειακές, και οι συντεχνιακές στρατηγικές τους.
Το παραπάνω ζήτημα βέβαια δεν είναι το θέμα του βιβλίου, γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί. Οι μαρξιστές οπωσδήποτε δεν ευθύνονται για τις αποτυχίες των συνεταιρισμών. Ευθύνονται όμως που ακόμα δεν καταλαβαίνουμε πώς συνδέεται η «κοινωνία των αναγκών», που λέει και το πρόγραμμα του Συνασπισμού, με την ιδεολογική μας κληρονομιά.
    
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης

Δεν υπάρχουν σχόλια: