30/12/11

Ο Αδαμάντιος Κοραής και οι απαρχές της νεοελληνικής κριτικής και της θεωρίας της

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

Η άποψη του Κοραή για τη μυθιστορία, όπως αυτή διατυπώνεται κυρίως στη γνωστή του επιστολή στον Αλ. Βασιλείου, έχει θεωρηθεί πολύ σημαντική. Με βάση τη γνωστή επιστολή αλλά και δύο ακόμα κοραϊκά κείμενα (προλεγόμενα στους Μύθους του Αισώπου και στα Αστεία του Ιεροκλέους), μπορούμε να ανιχνεύσουμε πρωτογενώς τη θεωρία του για τα είδη του αφηγηματικού λόγου, με σημείο αναφοράς όχι μόνο τα διαμορφωμένα έως και τότε ιστορικά είδη (μυθιστορία, «μύθος», «παραμύθι», «αστείον» κ.ά.), αλλά και την απουσία ευθείας αναφοράς στα «νεότερα» αδιαμόρφωτα πεζογραφικά είδη (μυθιστόρημα και διήγημα). Παράλληλα, είναι ενδιαφέρον να καταλάβουμε ότι οι θεωρητικές αυτές απόψεις ανιχνεύονται και στην πράξη, δηλαδή σε άλλα κείμενά του, όπως ο Παπατρέχας. Η «έντεχνη» αφήγηση του Κοραή, ασχέτως από την ενσυνείδητη ή μη ένταξή της στη λογοτεχνία, έχει λογοτεχνικές αρετές και ο αναγνώστης προβληματίζεται όταν πρέπει να κατατάξει στην «κριτική» ή τη λογοτεχνία κείμενα όπως ο Παπατρέχας ή οι Μύθοι του Ζ.Λ. Σημαντικό είναι να εκτιμηθεί, εν τέλει, η σχέση της κριτικής με τη θεωρία, αλλά και με την ίδια την αφηγηματική πράξη, όχι μόνο στον Κοραή, αλλά και στα κείμενα των λεγόμενων «κριτικών» διαμαχών του 19ου αιώνα.

Η καλλιέργεια των ειδών του πεζού λόγου και το υπόβαθρο της «κριτικής» (με την «χειραγωγίαν της φιλοσοφίας») για δημιουργία αισθητικά αξιόλογων έργων και τη διαμόρφωση της γλώσσας ως εργαλείου απαραίτητου στο έθνος, έχει στον Κοραή έναν διττό πρακτικό σκοπό: παιδαγωγικό και κοινωνικοπολιτικό. Σίγουρα δεν έχει λογοτεχνικούς σκοπούς, όπως προσδιορίζονται από τους συγχρόνους του ρομαντικούς, ούτε προτίθεται να πειραματιστεί συνειδητά στη λογοτεχνία όπως την εννοούσαν. Το κράτος που οραματίζεται χρειάζεται εργαλεία για να διαμορφωθεί, δηλαδή καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της «λογογραφίας», ακόμα και με παιγνιώδη τρόπο.
Τα εγχειρίδια που φτιάχνει για τον «φωτισμό» είναι οι εκδόσεις των αρχαίων με τα προλεγόμενά τους, δηλαδή ο «κανόνας» του. Η λογοτεχνικότητα όπως την ξέρουμε σήμερα δεν υφίσταται για τον Κοραή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν προβάλλει ξεκάθαρα και ενσυνείδητα την αισθητική του, μέσω της «κριτικής» και της αξιολογικής ταξινόμησης των κειμένων εντός συγκεκριμένου είδους ή γενικά στην εθνική γραμματεία. Για τον Κοραή, όπως μετά για τον Ροΐδη, η κριτική είχε και μία πολιτική πλευρά, τη «θεραπεία του κακού», με δύο όψεις, τη «σοβαρή» με τα «όπλα της φιλοσοφίας» και την παιγνιώδη-σατιρική, με του «γελοίου την μάστιγα» (Α 202)[1], την οποία οι μελετητές αγνόησαν ή παρέβλεψαν. Πρέπει να τονίσουμε το ότι η κοραϊκή κριτική είναι κανονιστική, ταξινομική και αξιολογική, ενώ χρησιμοποιεί την ιστορική και τη θεωρητική-αναλυτική μέθοδο για να «κρίνει» συγκεκριμένα έργα και να συγκρίνει, να μιλήσει περί ειδολογικών ομάδων, ύφους κλπ. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει το 1805 ότι μιλάει για «κριτική επιστήμη» με δικούς της κανόνες (Α 216), ενώ η μεθοδολογία του είναι κυρίως επαγωγική (από το μερικό στο γενικό ή, για την τέχνη, από το εκάστοτε κείμενο στο είδος και τέλος στο γένος).
Η ανίχνευση της θεωρίας και της ιστορίας των πεζογραφικών ειδών, η οποία μπολιάζεται με τον «κριτικό στοχασμό» του, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη ο σχολιασμός του κειμένου από τον Μουλλά («Ο Κοραής και ο αυτοσχέδιος κριτικός στοχασμός του»). Η παρουσίαση αναφέρεται κυρίως στην κριτική, αν και, όπως ο ίδιος παρατηρεί, ο στοχασμός του Κοραή έχει θεωρητική βάση, εμείς θα προσθέταμε στον αξιολογικό κανόνα της αισθητικής του και γενικότερα στην αποτίμηση της αξίας ενός έργου για να ενταχτεί στον κανόνα ενός είδους λόγου (όχι μόνο ή απαραίτητα λογοτεχνικού). Περιοριζόμενος ο Μουλλάς στην «Επιστολή», υποστηρίζει ότι «πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε ο κοραϊκός κριτικός λόγος δεν εμφανίζεται με τόση πληρότητα, μεθοδολογική επάρκεια και συνοχή». Ωστόσο, και στους Μύθους και στα Αστεία, αλλά και στους προλόγους για εκδόσεις του Αυρηλίου, του Ισοκράτη και αρκετών άλλων, ο «κριτικός» (αξιολογικός-ταξινομικός, θεωρητικός, ιστορικός, συγκριτικός) στοχασμός του Κοραή λάμπει.
Στις ειδολογικές διασαφήσεις του Κοραή είναι ξεκάθαρο πως η θεωρητική σκευή προβάλλεται και εφαρμόζεται συνειδητά, ενώ η ιστορική προοπτική, όπως και η κριτική έργων, χρησιμοποιούνται παράλληλα με την ειδολογική παρουσίαση. Ο Κοραής φαίνεται να ξέρει καλά πότε η κατηγοριοποίηση αφορά στον πομπό, όπως η βασική διάκριση ανάμεσα σε Αστείον [=αστικό, ευφυές, πολιτισμένο] και Άγροικον [=χωριάτικο, αμαθές, βάρβαρο, άκριτο] (Β 148-155)· πότε στον δέκτη και τη λειτουργία του κειμένου, όπως η βασική διάκριση ανάμεσα σε ηδονή του λογικού ζώου [=νόστιμον, ηδύ] και ηδονή κτηνώδη αλόγου ζώου [=άνοστον, βωμολόχον] (Β 76 και 148-155)· πότε, τέλος, αφορά στο μήνυμα, όπως η βασική διάκριση ανάμεσα στο πιθανόν [=αληθοφανές], συνδεόμενο με το αστείον και βασιζόμενο στην Ιστορία, και στη φαντασία ή το απίθανον, που αγνοεί την ιστορική αλήθεια και συνδέεται με το άγροικον ή απαίδευτον (Β 176).
Το κλειδί της κοραϊκής κριτικής σκέψης θα το βρούμε στη σύνδεση όλων των παραπάνω με κριτήριο την καλαισθησία ως εξορθολογισμένο ύψιστο αλλά όχι αμιγώς ηθικό. Η βάση για την αισθητική αυτή είναι φιλοσοφική και θεωρητική, αλλά όχι κειμενοκεντρική (στενά κριτική) ή καθαρά εξωκειμενική (ηθικής, θρησκευτικής ή πολιτικής φύσεως). Η μορφή και δομή του «συντάγματος» που λέγεται μυθιστόρημα, μύθος ή αστείον, όπως και η γόνιμη μίμηση των εκάστοτε προτύπων της παράδοσης, αλλά και το φιλοσοφικό υπόβαθρο ή το πείραμα πριν την τελική διαμόρφωση κάθε είδους, δεν έχουν καμία σχέση με την τότε ηθική. Αντίθετα, πρέπει να υποτάσσονται στην ορθολογική αισθητική αντίληψή του περί «εντέχνου κατασκευής» (Β 74), στην οποία το καλό ή το κακό δεν έχουν μεταφυσική χροιά, όπως π.χ. στη ρομαντική αισθητική. Ωστόσο, ως καλός θεωρητικός, κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας δεν εξοβελίζει από το πάνθεον των έργων που περιγράφει και τα «κακά» ή «βάρβαρα» έργα, με το «ερμαφρόδιτον» ύφος (Α 49), που δεν ικανοποιούν το αισθητήριό του. Στην θεωρητική και ιστορική παρουσίαση ενός είδους χρειάζονται όλα τα παραδείγματα (καλά, κακά ή μέτρια). Εξάλλου, κατά τον ίδιο, η πορεία της ελληνικής γραμματείας είναι και η πορεία του ίδιου του έθνους, ενώ πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης και να διδάσκεται ανά είδος και εποχή, μαζί με την αισθητική-κριτική εξάσκηση (Β 70-71), για να αναπτυχθεί η κρίση των νέων (Β 70) και να εκπολιτιστεί το έθνος.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι ως εξαιρετικός «κριτικός» (θεωρητικός, ιστορικός και συγκριτολόγος), θέλει να δημοσιεύσει τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του «κανόνα» της αρχαίας γραμματείας, δίνοντας κωδικοποιημένες τις απόψεις και τα κριτήριά του για τον «κανόνα» με τρόπο εκλαϊκευτικό. Ενώ πρέπει να γράψει «κριτικά» κείμενα, ξεκινά με τον εξομολογητικό τόνο της «Επιστολής προς Βασιλείου», ενώ ξέρει πως δεν είναι «συνειθισμένη προσφώνηση» για επιστημονικό βιβλίο, αλλά παιγνιώδης. Ο προσωπικός τόνος συνεχίζεται, αφού στην πορεία διαπιστώνει πως είναι πιο προσιτός και θα κερδίσει τους αναγνώστες, κάνοντας τον ίδιο του τον εαυτό δύο φορές μυθοπλαστικό χαρακτήρα της αφήγησης τού εγχειρήματος που συνειδητά επιλέγει, αναμειγνύοντας τα είδη με διαφορετικό «ύψος» και, εν τέλει, υποσκελίζοντας τους νεοκλασικιστικούς κανόνες. Έτσι, ο «κριτικός» λόγος αναμειγνύεται ενίοτε με μυθοπλαστική αφήγηση. Αρχίζει να γράφει μεταμορφώνοντας παιγνιωδώς πεζογραφικά είδη του παρελθόντος, με αφετηρία τους «Στοχασμούς Αυτοσχέδιους», όπου έχουμε άμεσες αποστροφές στον αναγνώστη, και ακολουθούν οι θεωρητικές του παρατηρήσεις περί του πώς γράφεται η ιστορία. Κατόπιν, έχουμε τα προλεγόμενα σε διάφορους συγγραφείς, με εξαιρετικό δείγμα εκείνα για τους Μύθους, που θυμίζουν τη δομή της «Επιστολής στον Βασιλείου». Επιπλέον, διαφαίνονται οι προθέσεις του, αφού παρουσιάζεται παιγνιωδώς ως εκδότης που δημοσιεύει τους Μύθους του Ζ.Λ., οι οποίοι εγκιβωτίζονται στην έκδοση του αρχαίου κειμένου. Στην επόμενη έκδοση (Α΄ Ιλιάδας), ο εκδότης των Μύθων και φίλος του Ζ.Λ. μετακομίζει στη Χίο και γίνεται ένα ακόμα προσωπείο του Κοραή. Στην έκδοση των Αστείων διατηρούνται τα προσωπεία που θα ξαναβάλει στο παιχνίδι αργότερα, με την έκδοση της Β΄ ραψωδίας και τις συνέχειές της. Ανάμεσα στα Αστεία και τη Β΄ ραψωδία δημοσιεύει σοβαρά κείμενα και ίσως γι’ αυτό η παιγνιώδης διάθεση περιορίζεται, ενώ μετά την Δ΄, που ξεσπάει η Επανάσταση, δεν υπάρχει πια χρόνος για «παίγνια», ενώ οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν απαιτούσαν απόλυτη προσήλωση σε πρακτικούς-σοβαρούς στόχους, την επιτυχή έκβαση του αγώνα και την οργάνωση του κράτους.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης

[1] Α. Κοραή, Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα. Οι παραπομπές εντός παρενθέσεως με αριθμό τόμου (Α΄ 1986 ή Β΄ 1988) και σελίδας/-ων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: