5/11/11

Μέρες ομίχλης

ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ

Έξω, στο δρόμο, οι θολές φιγούρες των μελανοχιτώνων διψούν για αίμα, αβαντάρονται από μια κυβέρνηση ημιθανή και γι’ αυτό διπλά επικίνδυνη. Πίσω από τις γρίλιες, σχήματα παράξενα, οικεία και μοχθηρά, ετοιμάζουν τη νέα δήωση του τόπου. Εικόνες θολές οι εγγονοί και οι τροβαδούροι τους, παιανίζουν το νέο 1922. Οι ιλαροί μακεδονομάχοι του 1990 και οι αυτοκαταργημένοι αριστεροί του 815, παιανίζουν νικητήρια εμβατήρια. Ομού και οι φαιοί του πολιτικού τόξου. Άσμα ηρωικό και πένθιμο ενός λαού που ψάχνει στα τυφλά να βρει μέρος να πιαστεί. Όλα γκρεμίζονται γύρω του, αυτά που νόμιζε τιμαλφή και βέβαια.

Η κοπέλα μετρά αναμαλλιασμένους άντρες, που ψάχνουν να βρουν στασίδι για το νέο "εν τούτω νίκα". Οι επιδέξιοι της εξουσίας παίζουν πάλι με το παλιό παιχνίδι του φόβου. Πόσο αποδομούνται οι έννοιες: δημοψήφισμα, μια κάποτε ελπιδοφόρα προοπτική μετατρέπεται σε λαιμητόμο. Χαίρει ο θλιβερός ένοικος, και αναμασά ιστορίες για παλιές αποστασίες και καμαρίλες. Ξέρει αυτός. Ακόμη και τη δική του φάρσα θέλει να μετατρέψει σε τραγωδία.
Η κοπέλα πάει στην εκκλησία των Ασωμάτων και μιλά με τις ψυχές που μετοίκησαν. Θυμάται τους εραστές της μιας βραδιάς, στιγμές ηδονής που χάθηκαν μέσα στη βοή του καιρού. Ξεχνά πρόσωπα, ξεχνά τόπους. Μόνο στιγμές θυμάται. Έξω το πλήθος σαλεύει, η οργή γίνεται λυτρωτικό πέταγμα, έστω στιγμιαίο. Η Ύβρις διακινήθηκε από τους πρόθυμους του συστήματος. Σαν δηλητήριο, χύνεται αργά αργά στους δρόμους της εξεγερμένης πόλης. Ψίθυροι για πραξικόπημα. Πόσο λίγοι είναι, πόσο τιποτένιοι. Οι πλατείες είναι γεμάτες από κόσμο που τρέχει και νομίζει ότι πηγαίνει σε γιορτή. Ρωγμές σε μια χώρα που κουράστηκε να μετρά πληγές, που ψάχνει να βρει βότανα και γιατροσόφια, που ψάχνει να αναστήσει ήρωες και πένθος. Γιατί στα χρόνια της ευμάρειας του τίποτε όλα τούτα τα ασκητικά, τα δύσκολα είχε λησμονήσει. Μπερδεύει τον Άη Γιώργη με τον Βελουχιώτη.
Μονάχα η κοπέλα ξέρει. Έχει από χρόνια στο σπίτι της, σ’ ένα ερμάρι, φυλαγμένα κόκκαλα από τους εκτελεσμένους της Καισαριανής. Κάθε που έκανε έρωτα προσεύχονταν μετά πάνω από κείνο το ερμάρι. Αυτό θέλει να πει σήμερα στον λαό που προσπαθεί να γίνει Λαός. Γιατί ξέρει ότι αυτό μπορεί να τρομάξει την εξουσία. Ο ερωτευμένος λαός. Αυτός μπορεί να έχει την καθαρτήρια ρομφαία. Αυτός μπορεί να νικήσει και να διαλύσει τις ίντριγκες της εξουσίας. Αυτός μπορεί να ξαναφτιάξει τη χώρα.
Αλλά τώρα, σε τούτες τις μέρες της ομίχλης, ακόμη ο φόβος έχει πέραση. Και ξέρουν καλά οι επαγγελματίες των μέσων και οι εξουσιαστές πως είναι αυτός ο φόβος το τελευταίο τους όπλο. Όλα κρέμονται από μια κλωστή. Που ο λαός νομίζει ότι είναι από ατσάλι, ενώ οι υπηρέτες του συστήματος ξέρουν ότι είναι μια σκέτη και ανήμπορη κλωστή που την παρουσιάζουν σαν ατσάλι.
Αυτό λέει η κοπέλα στους συγκεντρωμένους. Μην φοβάστε, τους ψιθυρίζει. Κι ο ψίθυρός της γίνεται βοή που διαπερνά όλο το πλήθος. Μην φοβάστε. Είμαστε οι πολλοί και είναι οι λίγοι. Είμαστε πολλοί, αν ο ένας αναγνωρίσει τον άλλο και τον στηρίξει. Τότε θα γίνουμε περισσότεροι. Η ομίχλη γίνεται όλο και πιο έντονη, όλο και πιο μεγαλόπρεπη. Στις όχθες του Νερέτβα αναρωτιέται πού είναι η αγάπη της χαμένη στα παγωμένους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης.
Μαργαρίτα Βασιλάκου- Βία αβίαστη

Δεν υπάρχουν σχόλια: