5/11/11

Η αυταρχική ολοκλήρωση του φιλελευθερισμού: προς ένα καθεστώς μεταπολιτικής βιοεξουσίας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ

Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι το ιστορικό κίνημα που μετασχηματίζει σε βάθος τις νεωτερικές κοινωνίες πρέπει βασικά να κατανοηθεί ως η λογική τελείωση (ή η αλήθεια) του φιλελεύθερου φιλοσοφικού προτάγματος, όπως αυτό έχει ορισθεί προοδευτικά από τον 17ο αιώνα... Ο άψυχος κόσμος του σύγχρονου καπιταλισμού αποτελεί... τον πραγματικά υπαρκτό φιλελευθερισμό.[1]

Το φθινόπωρο του 2011, η πεζή μετακίνηση στο κέντρο της Αθήνας αποτελεί ένα πραγματικά βασανιστικό αγώνισμα. Ο λόγος δεν είναι -δυστυχώς- οι μαζικές, καθημερινές διαδηλώσεις, αλλά η ασφυκτική απαλλοτρίωση του δημόσιου χώρου των πεζοδρομίων από ιδιωτικά οχήματα, με την πλήρη ανοχή ή αποχή των «αρχών». Το εκφυλιστικό αυτό φαινόμενο έχει μια στενή συνάφεια με κομβικές πολιτικές των ημερών μας, όπως ο νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και η βάρβαρη οικονομική λεηλασία των πολλών από την κυβέρνηση. Η ελεύθερη καταστροφή του δημόσιου από τους ιδιώτες είναι η άλλη όψη της κατάλυσης της δημοκρατίας από τη δυναμική του φιλελευθερισμού, είναι η πραγματική αυτο-κονιορτοποίηση του δήμου ως συλλογικού υποκειμένου που μεριμνά για τα κοινά.

Μαργαρίτα Βασιλάκου- Γάτα νεότητα
Στο διεισδυτικό δοκίμιό του για τον «φιλελεύθερο πολιτισμό», ο Jean-Claude Michéa αναδεικνύει την κοινή απαρχή του πολιτικού και του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενάντια στη δόξα που επιμένει στην αντιδιαστολή του φιλελευθερισμού του κράτους δικαίου από εκείνον της ελεύθερης αγοράς.[2] Και οι δύο ορίζουν ως θεμέλιο της κοινωνικής οργάνωσης το άτομο που προάγει ειρηνικά τη δική αντίληψη για τον αγαθό βίο, αποκομίζοντας με εργαλειακά ορθολογικό τρόπο ικανοποιητικά μερίδια ευζωίας. Η κοινωνική συνοχή και ειρήνη διασφαλίζονται με τους μηχανισμούς του δικαίου και της αγοράς, αντίστοιχα, για τα δύο είδη φιλελευθερισμού, τα οποία αποκηρύσσουν ή έστω βάζουν σε δεύτερη μοίρα τις κοινές δεσμεύσεις και στρατεύσεις. Η μόνη κοινότητα αξιών που μπορεί να συσταθεί έτσι υφαίνεται γύρω από την επιδίωξη της Ανάπτυξης και, πολύ πιο ασθενικά, γύρω από τους τυπικούς κανόνες δικαίου που εγγυώνται την ειρηνική συνύπαρξη. Όταν αυτό το ανθρωπολογικό μόρφωμα έχει καταστεί συντακτική αρχή ενός κοινωνικού σχηματισμού, τότε στα κενά και τις αποτυχίες του κρατικού δικαίου ή της εφαρμογής του αναφαίνεται φυσικά η υφέρπουσα «αποσύνθεση της ανθρωπότητας σε μονάδες... ο πόλεμος όλων εναντίον όλων».[3] Δεν υπάρχουν ισχυροί συλλογικοί δεσμοί και αξίες για να υποκινήσουν την προάσπιση των κοινών απέναντι στους πιο αρπακτικούς μεγιστοποιητές της ατομικής ωφέλειας, πόσο μάλλον για να συμβάλουν στη σύνθεση ενός μαζικού υποκειμένου πολιτικής δράσης. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνον ο μικρός, καθημερινός αυταρχισμός των ασύδοτων ατομικιστών, αλλά και η αδυναμία συστράτευσης ενός δήμου που θα αντιπαλέψει τον δεινότερο αυταρχισμό μιας ολιγαρχικής διακυβέρνησης στην υπηρεσία των αγορών.  
Εκείνο, όμως, που αποκαλύπτει το αυταρχικό πρόσωπο της φιλελεύθερης αντίληψης στην ειδεχθέστερη μορφή του είναι η οιονεί ολοκλήρωση του οικονομικού φιλελευθερισμού σε ορισμένα καθοριστικά επίπεδα. Αν η πλήρης και παγκόσμια απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου δεν ανήκε στο αρχικό όραμα του Άνταμ Σμιθ, συνάδει ωστόσο απόλυτα με τον σκληρό πυρήνα της φιλελεύθερης αξιωματικής για την οικονομία: συναλλαγές και ανταγωνισμός χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις και άλλους εξωτερικούς περιορισμούς, με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους των ιδιωτών. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η λογική αυτή αρχίζει να επελαύνει αχαλίνωτη στις πρωτογενείς, παράγωγες κ.ά. χρηματαγορές που ρυθμίζουν την ίδια τη ροή και τη διάθεση των κεφαλαίων σε διεθνή κλίμακα, για να καταλήξει στη δημιουργία της πλέον απελευθερωμένης και παγκοσμιοποιημένης αγοράς στην ιστορία.[4] Τα αγαθά επακόλουθα ήταν αυτά που ανέμεναν οι ιστορικοί αντίπαλοι του «καθαρού» οικονομικού φιλελευθερισμού: τεράστιες συγκεντρώσεις ισχύος, ιλιγγιώδεις υλικές ανισότητες και υπαγωγή του συνόλου σχεδόν της κοινωνικής ζωής, με πρώτη την πολιτική, στην τυραννία της αγοράς, των ανισορροπιών της και των κυρίων της, καθώς η αγορά κεφαλαίων ελέγχει το αιμοδοτικό σύστημα του υλικού βίου της κοινωνίας.
Η εξέλιξη αυτή είναι απότοκος ενός διεθνούς σχεδίου για την εγκαθίδρυση μιας νέας ηγεμονίας, δηλαδή νέων σχέσεων εξουσίας και αντίστοιχων αρχών διάρθρωσης του κοινωνικού, που είναι γνωστό ως «νεοφιλελευθερισμός». Το εγχείρημα αποβλέπει στην παγκόσμια αναδιάταξη των ισορροπιών δύναμης υπέρ παλιών ή νέων καπιταλιστικών στρωμάτων και πολιτικών ελίτ, κάτω από την επικυριαρχία του διεθνούς χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.[5]  Όπως κάθε νέο ηγεμονικό διάβημα κινητοποιεί ιδιαίτερους «λόγους», εν προκειμένω τη φονταμενταλιστική αναδιατύπωση του κλασσικού φιλελευθερισμού από τη Σχολή του Σικάγου με τους όρους του μαγικού τρίπτυχου: «πλήρης απορρύθμιση των αγορών, ιδιωτικοποίηση (των πάντων), ριζικές περικοπές των δημόσιων δαπανών και μέγιστη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους».[6] Εμπλέκεται σε αγώνες κυριαρχίας επιστρατεύοντας ισχυρούς πόρους κοινωνικής εξουσίας: κεφάλαια, κρατικούς μηχανισμούς, διεθνείς οργανισμούς, στρατιωτικές επιχειρήσεις, μμε. Και εκμεταλλεύεται αμείλικτα ποικίλες στιγμές εξάρθρωσης των κατεστημένων κοινωνικών σχηματισμών που μπορεί να οφείλονται σε στρατιωτικά πραξικοπήματα, οικονομικές κρίσεις, φυσικές καταστροφές κ.ο.κ.. Μια νέα ηγεμονία είναι μια νέα συστηματική αναδιαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας σε όλες τις σφαίρες της. Γι’αυτό και έργα που ρίχνουν δυνατό φως στην ηγεμονική στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού της εποχής μας, όπως το Δόγμα του Σοκ της Naomi Klein, ο Νεοφιλελευθερισμός και το Αίνιγμα του Κεφαλαίου (The Enigma of Capital) του David Harvey, παρέχουν οδηγούς για την άρθρωση μιας γενικότερης «κριτικής οντολογίας του παρόντος». Και είναι επείγον, σήμερα περισσότερο από ποτέ, να τα διαβάσουμε προσεκτικά στην Ελλάδα που έχει μπει πολύ βαθιά στη δίνη αυτής της ηγεμονικής μετάλλαξης.
Η εκτυλισσόμενη αλλαγή εξουσιαστικού παραδείγματος στην ημεδαπή θα μπορούσε να σχηματοποιηθεί ως μια επιχείρηση μετάβασης από τη σοσιαλφιλελεύθερη μεταδημοκρατία της συναίνεσης κατά τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές της νέας χιλιετίας σε ένα αυταρχικό καθεστώς μεταπολιτικής βιοεξουσίας. H σύγκλιση της κυβερνητικής κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς γύρω από μια φιλελεύθερη-εκσυγχρονιστική λογική διασφάλιζε με άξονα την «ανάπτυξη» (του χρέους) και τη διάχυση των οφελών της τη συναίνεση μιας μάζας «μεσαίων» πολιτών που είχαν χαλαρή ιδεολογικο-πολιτική ταύτιση. Σήμερα, όμως, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες που δημιουργεί η κρίση του χρέους, η προσήλωση στις ίδιες βασικές συντεταγμένες από τις άρχουσες ελίτ (οικονομία της αγοράς, ΕΕ, ευρώ κ.ο.κ.) επάγει σε πολιτικές ύφεσης και μια ανακατανομή του πλούτου σε βάρος των πολλών, γκρεμίζοντας το υπόβαθρο της μεταδημοκρατικής συναίνεσης από την πλευρά των πολιτών. Καθώς οι επαχθείς ανατροπές δεν γίνονται εκούσια αποδεκτές από την πλειοψηφία, οι κυβερνώντες αναγκάζονται να προσφεύγουν εντατικότερα σε αυταρχικές πρακτικές σε όλο και περισσότερα πεδία, που ξεκινούν από τον κυβερνητικό λόγο και την άσκηση του νομοθετικού έργου και καταλήγουν, βέβαια, στη βάναυση χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Ο επιτεινόμενος αυταρχισμός εγγράφεται σε έναν ευρύτερο μηχανισμό εξουσίας που συνδυάζει τον μεταπολιτικό τεχνοκρατικό «πραγματισμό», την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τη βιοεξουσία που δρα απευθείας πάνω στην ψυχή και το σώμα, και την οικοδόμηση μιας «κοινωνίας του ελέγχου». Η κρατική διακυβέρνηση είναι μεταπολιτική στον βαθμό που δεν υπερασπίζεται την αυτονομία της πολιτικής αρχής, αλλά την υποτάσσει σε οικονομικές εξουσίες και εξωτερικά διευθυντήρια, και δεν διαμορφώνει πολιτικά τις συντεταγμένες των κοινωνικών σχέσεων αλλά επιχειρεί μια εργαλειακή διαχείριση των κοινωνικών δεδομένων στην υπηρεσία προκαθορισμένων σκοπών, βάσει «αδιαμφισβήτητων» συνταγών. Για να εφαρμόσει πολιτικές που συνθλίβουν την κοινωνική πλειοψηφία ενεργοποιεί την ισχύ του πολιτικού κυρίαρχου, ο οποίος λαμβάνει μόνος τις κρίσιμες αποφάσεις σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και επιβάλλει τη βούλησή του δια της νόμιμης βίας. Ο οιονεί απόλυτος κυρίαρχος σε αυτές τις συνθήκες ασκεί εξουσία πάνω σε homines sacri, δηλαδή σε άτομα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί ουσιαστικά τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και στέκονται απροστάτευτα απέναντι στις βουλές του κυρίου. Η απολυταρχική βία πάνω στον απογυμνωμένο πολίτη τείνει να γίνει μόνιμο καθεστώς όσο διαιωνίζεται η επίκληση της έκτακτης κατάστασης. Και προάγει μια ιδιάζουσα μορφή βιοεξουσίας όπως την έχουν ανατάμει ο M. Foucault και ο G. Agamben, αναφερόμενοι στην εξουσία που επεμβαίνει απευθείας στο σώμα και την ψυχή των υποκειμένων για να τα αναπλάσει και να τα ελέγξει.
Αυτή είναι η κρίσιμη συμβολή του Δόγματος του Σοκ της Naomi Klein: φωτίζει τις τεχνικές και τις λογικές της σύγχρονης βιοεξουσίας που διέπεται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία και υπακούει εν τέλει στις επιταγές των κεφαλαιαγορών. Πρόκειται για μια εξουσιαστική τεχνολογία που εκμεταλλεύεται τυχαία ή σκόπιμα σοκ για να διαλύσει εδραιωμένους τρόπους σκέψης και δράσης και να δημιουργήσει έτσι μια tabula rasa. Πάνω στο εκκαθαρμένο σώμα των ατόμων και της κοινωνίας ως συνόλου επιδιώκει να εγχαράξει νέα κυρίαρχα ήθη, σχήματα αντίληψης, θεσμούς και πρακτικές: ένα μετασχητισμένο υποκείμενο σε έναν ριζικά αναδιαρθρωμένο κόσμο που θα έχει άρει κάθε φραγμό στις ορέξεις των αγορών και στην αστρονομική μεγιστοποίηση του κέρδους ολίγων.
Στην αναδυόμενη «κοινωνία του ελέγχου», όπως τη συνέλαβε ο Gilles Deleuze,[7] η υποταγή δεν εξασφαλίζεται μόνο με την κρατική καταστολή και την αποδιάρθρωση των δικτύων κοινωνικής προστασίας, αλλά και με την εμφύτευση από τη βιοεξουσία κωδικών ελέγχου μέσω των οποίων το υποκείμενο εσωτερικεύει την υπαγωγή του σε κοινωνικές πειθαρχίες. Έτσι γίνεται ο «αυτενεργός» διαχειριστής της υποτέλειάς του καθιστώντας εαυτόν υπεύθυνο για τη βέλτιστη υπαγωγή του σε μια «αντικειμενική» τάξη πραγμάτων. Είναι άκρως διδακτικό εδώ το παράδειγμα του νόμου Διαμαντοπούλου, ο οποίος επιζητεί εμφανώς να ιδρύσει ένα ολιγαρχικό πανεπιστήμιο-εργοτάξιο της βιοεξουσίας που θα διαπλάθει υποκείμενα πειθήνια στα αγοραία κελεύσματα. Ο νόμος θέλει να εξαλείψει, αφενός, τη συμβολή του πανεπιστημιακού πεδίου σε μια αγωνιστική δημοκρατική πολιτικοποίηση και να κατασκευάσει, αφετέρου, έναν τύπο μελλοντικού εργαζομένου ο οποίος θα έχει υπαχθεί οργανικά σε μια «κοινωνία ελέγχου» από τις αγορές. Θεσμοθετεί έτσι «προγράμματα σπουδών» που αντικαθιστούν το ενιαίο πτυχίο με εξατομικευμένα σύνολα διδακτικών μονάδων, τα οποία θα λειτουργούν ακριβώς ως ο κωδικός του άτομου με τον οποίο θα εισέρχεται μόνο του στην αγορά εργασίας και θα επιλέγεται/ελέγχεται από αυτή ανάλογα με τα εξατομικευμένα του προσόντα. Έτσι επιφορτίζεται εξαρχής με την ευθύνη για την εργασιακή του μοίρα του και κινητοποιείται «εκούσια» ώστε να υποταχθεί στους αφέντες της οικονομίας με τους καλύτερους όρους ευελιξίας, εξειδίκευσης, προσαρμοστικότητας και απομόνωσης, σε εξαρχής ανταγωνισμό με τους άλλους εργαζόμενους, χωρίς συλλογικούς δεσμούς.
«Όταν ξεσπάει μια κρίση, οι δράσεις που αναπτύσσονται εξαρτώνται από τις περιρρέουσες ιδέες».[8] Ο Μίλτον Φρίντμαν, ιδεολογικός ταγός του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος από τις αρχές του ’70, γνώριζε καλά το γκραμσιανό μάθημα ότι σε φάσεις εξάρθρωσης των κοινωνικών αρμών το παιχνίδι εξουσίας για την ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων κρίνεται καθοριστικά από τους διαθέσιμους λόγους που θα προσανατολίσουν την πράξη. Γι’αυτό και στις παραλυτικές συνθήκες της σημερινής κρίσης οι δυνάμεις του κοινωνικού ανταγωνισμού θα πρέπει να αξιοποιήσουν συστηματικά βιβλία όπως ο Νεοφιλελευθερισμός και Το Δόγμα του Σοκ, εύγλωττες και πλούσια στοιχειοθετημένες αφηγήσεις που συντείνουν στην κριτική κατανόηση των πραγμάτων και στη δημοκρατική καθοδήγηση της δράσης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Οι πανομοιότυπες συνταγές της δραστικής περικοπής των κρατικών δαπανών, της ιδιωτικοποίησης των πάντων και της απορρύθμισης των αγορών έχουν εφαρμοστεί σε σωρεία κρατών από τη δεκαετία του ’70, αρχής γενομένης με τη Χιλή του Πινοσέτ, με τη συνδρομή ποικίλων «έκτακτων περιστάσεων». Όπως τεκμηριώνει πλέον αποστομωτικά η ιστορική μαρτυρία, ο στόχος δεν είναι η προαγωγή της γενικής ευημερίας. Αυτό που κατόρθωσαν πράγματι παντού τα τελευταία σαράντα χρόνια είναι το «ξεσκαρτάρισμα του 25-60% του πληθυσμού»,[9] τα «εξαθλιωμένα χωριά» και τα τείχη των πλουσίων που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στη Λατινική Αμερική, στη Νότια Αφρική, στη Ρωσία και τη Νοτιοανατολική Ασία, έπειτα από κάθε τσουνάμι της νεοφιλελεύθερης καταστροφής. Από τη μακροπρόθεσμη, λοιπόν, οπτική της σύγχρονης ιστορίας, η άγρια αναδιανομή του πλούτου προς τα ανωφερή των πολυεθνικών, των κεφαλαιαγορών και ολίγων αρπακτικών μπορεί πλέον να αναγνωριστεί τεκμηριωμένα ως το πραγματικό ταξικό σχέδιο των νεοφιλελεύθερων ντιρεκτίβων.[10] Η καλλιέργεια της ιστορικής γνώσης και μνήμης με τις κατάλληλες αναγνώσεις γίνεται επιτακτικά αναγκαία σήμερα γιατί δίνει δύναμη μέσα στη θύελλα παρέχοντας εργαλεία κατανόησης, αναστοχασμού και αντίστασης στις επεμβάσεις-σοκ στο σώμα της κοινωνίας.
Ο Φρίντμαν γνώριζε ότι η εδραίωση μιας νέας κοινωνικής ηγεμονίας δεν προϋποθέτει απλώς ιδέες που ερμηνεύουν το παρόν, αλλά και «εναλλακτικές πολιτικές που θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες» παραμένοντας «ζωντανές και διαθέσιμες, έως ότου το πολιτικά αδύνατο καταστεί πολιτικά αναπόφευκτο».[11] Για την ανόρθωση, λοιπόν, της κοινής ευημερίας και ελευθερίας απαιτείται προφανώς μια συγκροτημένη συνολική αντιπρόταση. Αλλά και αυτή δεν αρκεί. Χρειάζεται ακόμη κάτι που λείπει δραματικά: ένα πολιτικό υποκείμενο για να διεκδικήσει και να πραγματώσει αυτό το διαφορετικό σχέδιο, ένας δήμος. Όπως υπογραμμίζει με νόημα στην κατακλείδα του βιβλίου της η Κλάιν,[12] το μόνο που μπόρεσε να δώσει κοινωνικές λύσεις στις απανωτές κρίσεις-σοκ των τελευταίων ετών, το μόνο που μπόρεσε να ξεπεράσει το αίσθημα της απελπισίας και να αντιταχθεί αποτελεσματικά στη συντεταγμένη επέλαση των αγοραίων συμφερόντων ήταν η ίδια η συλλογική πράξη, η κινητοποίηση, η αυτο-οργάνωση και η αλληλοβοήθεια  των πολλών. Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να στηρίζεται στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ελίτ για την επικράτησή του. Η κοινωνική χειραφέτηση όχι. Εδώ έγκειται η σημασία των σφαιρικότερων, πολιτισμικών θεωρήσεων του φιλελευθερισμού, όπως του Michéa,[13] για την κατανόηση των διακυβευμάτων του παρόντος. Ο φιλελευθερισμός είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός με ιστορικό ρίζωμα στις νεωτερικές κοινωνίες (έστω και πιο πρόσφατο στην ημεδαπή). Έχει ήδη τεχνουργήσει τα ανθρωπολογικά είδη που τον αναπαράγουν, διαβρώνοντας το ήθος του συλλογικού και αίροντας τις πύλες για τη σημερινή επιδρομή των μουτζαχεντίν των αγορών. Εδώ λοιπόν αναδύεται ξανά το κλασσικό ρουσσωικό παράδοξο της δημοκρατικής πολιτικής: πώς θα (ανα)θεσπιστεί η δημοκρατία ως αυτοκυβέρνηση του δήμου εκεί όπου δεν υπάρχει δήμος; Πώς θα συγκροτηθούν μορφές αλληλέγγυας, συντροφικής και πολιτικά ενεργού υποκειμενικότητας εκ του μη όντος;
Ευτυχώς, η φιλελεύθερη ολοκλήρωση είναι μια τάση και ένας αγώνας ηγεμονίας, όχι κάτι τετελεσμένο. Ακόμη και στο χάος της νεοελληνικής αφασίας αναφαίνονται ψήγματα πολιτικής συνείδησης, αισθήματος δικαίου, αγωνιστικής διάθεσης, δυναμικών συσπείρωσης και αναδημιουργίας. Το είδαμε αναπάντεχα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011 με τα πλήθη των πλατειών. Από αυτές τις υπαρκτές φύτρες θα πρέπει να τραβήξουμε το κεφάλι μας για να μην πνιγούμε στην τρικυμία και να συστήσουμε το συλλογικό εμείς των πολλών που θα μπορέσει να αναδείξει μια νέα κοινωνική ηγεμονία στην εποχή των τεράτων, τώρα που η υπεράσπιση του ίδιου του βίου της πλειοψηφίας συμπίπτει ξανά με την υπεράσπιση της ελεύθερης ζωής.

Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ


[1] Jean-Claude Michéa, H αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό, Αθήνα: Πόλις, 2008, σσ.13-14.
[2] Ε.α., σσ.13-57.
[3] Ε.α., σ.147.
[4] Βλ. David Harvey, The Enigma of Capital, Λονδίνο: Profile Books, 2010, σσ.16-54
[5] Βλ. David Harvey, Νεοφιλελευθερισμός, μτφρ. Μ.-Α. Αλαβάνου, Αθήνα: Καστανιώτης, 2007.
[6] Βλ. Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ, μτφρ. Α. Φιλιππάτος, Αθήνα: Λιβάνης, 2010, σσ. 31,85.
[7] Βλ. Gilles Deleuze, Negotiations, μτφρ. Μ. Joughin, Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 1995, κεφάλαια: ‘Control and Becoming’, ‘Postscript on Control Societies, σσ.169-182.
[8] Απόσπασμα κειμένου του Μίλτον Φρίντμαν που παρατίθεται από τη Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ,ε.α., σ.193.
[9] Ε.α., σ. 594.
[10] Βλ. Harvey, Νεοφιλελευθερισμός και The Enigma of Capital, ε.α.
[11] Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ,ε.α., σ. 193.
[12] Ε.α., σσ. 617-626.
[13] Βλ. επίσης από την εγχώρια παραγωγή το βιβλίο του Ν. Σεβαστάκη, Φιλόξενος μηδενισμός. Μια σπουδή στον homo democraticus, Aθήνα: Εστία, 2008. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: