22/10/11

Oι Δίκαιοι και τα Φαντάσματά τους

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
                       
Σάββας Μιχαήλ, ΓΚΟΛΕΜ ή περί Υποκειμένου και άλλων Φαντασμάτων, εκδόσεις Άγρα, σελ. 320         
             
Γιατί πενθεί ο ποιητής Χέλντερλιν την απώλεια του τραγικού στη νεοτερικότητα και μαζί την απώλεια των παθών της ψυχής, το θάνατο Θεού και Ανθρώπου στον καπιταλισμό; Γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τα ευγενή, ντελικάτα συναισθήματα με τα οποία κόσμησε η «πρόοδος» τις κοινωνίες της Εσπερίας; Γιατί πενθεί την έκπτωση του επαναστατικού ενθουσιασμού και του αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση που εγκαινίασε η Γαλλική επανάσταση, ανάβοντας το φάρο της ελπίδας ώστε να καταλυθεί, per fas et nefas, η αλλοτριωμένη ανθρώπινη εργασία και ζωή καθώς και η «δαιμονκρατία», «Demoncracy» όπως αποκάλεσε το ψευδεπίγραφο πολίτευμα που υπηρετεί τον καπιταλισμό ο James Joyce, ώστε να ελεγχθεί το αληθές της προφητείας, σύμφωνα με το διαλεκτικό ερώτημα που έθεσε ο ίδιος στην Αγρυπνία του Φίννεγκαν: «Εκείνα είναι τα πεπρωμένα τους, που διαβάζουμε στα σιβυλλικά, στο διάκενο ανάμεσα στα fas και τα nefas τους;». «Νefas», η «ύβρις» κατά τον Χαίλντερλιν, όπως μας πληροφορεί ο Σ. Μιχαήλ.
 Ακριβώς εκεί, στο διάκενο ανάμεσα στα όσια και τις ύβρεις τους, τα θεμιτά και τα αθέμιτα, το δίκαιο και το άδικο, το τώρα και το όχι-ακόμα, στη μετέωρη στιγμή κάθε ιστορικής μετάβασης, βλέπει ο Μπένγιαμιν να επωάζεται η ουτοπική σκέψη, η «Νέα Μπλουμούσαλεμ» σύμφωνα με τον Ιρλανδό. Πώς μπορεί, όμως, ο λόγος της κριτικής να συμβάλλει έτσι ώστε να πάψει απλώς να ερμηνεύει με διάφορους τρόπους τον κόσμο των κειμένων αλλά και να τον αλλάξει; Πώς μπορεί η κριτική πρακτική να συγκροτηθεί ως αλληγορία της επαναστατικής πράξης που θα τροφοδοτεί τη φλόγα της πανανθρώπινης ελπίδας για την έλευση του «Μη Εισέτι Όντος» και ο κριτικός να γίνει ο αγγελιοφόρος του χαρμόσυνου αυτού μέλλοντος;
Το «ουτοπικό» μοντέλο κριτικής ανάγνωσης της ιδεολογίας, που συστηματοποίησε ο Ernst Bloch, υποστηρίζει ότι οι ρητορικοί τρόποι και τόποι κάθε μορφής πολιτισμικών προϊόντων μεταφέρουν ένα κοινό, αν και κάποιες φορές αντιφατικό ιδεολογικό μήνυμα: το «μυθοποιητικό», ταυτόχρονα όμως και το «ουτοπικό». Ο Μπλοχ δεν απορρίπτει την μέθοδο της «απομυθοποίησης» ως εγχειρήματος χειραφέτησης που συστηματοποίησε η σχολή της Φραγκφούρτης. Όπως σημειώνει και ο Μιχαήλ, «μια μέθοδος που είναι κριτική και αντίθετη σε κάθε απολογητική της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, δεν είναι μόνο αυτο-κριτική αλλά ασκεί επίσης κριτική στην έννοια του χρόνου, ιδιαίτερα στην έννοια του ίδιου του «τώρα» (Γκολέμ, 146).
Η κριτική πράξη, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει σε μια εις βάθος πολιτική ερμηνευτική των κειμένων, προκειμένου να ανιχνεύσει, κάτω και πέρα από τους επιδέξιους χειρισμούς της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας, τα δυσδιάκριτα εκείνα ίχνη που εξακολουθούν να διατηρούνται και να αναπαράγονται εντός της: ίχνη των ματαιωμένων προσδοκιών, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, αλλά και των ασύνειδων εκείνων στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του κληροδοτημένου από τις παρελθούσες στις νεότερες γενιές «ουτοπικού» κατάλοιπου: το άσβεστο, πανανθρώπινο όνειρο για την έλευση ενός καλύτερου κόσμου. Κατά τον Μπλοχ, τα ίχνη αυτά, ως «κόκκινα βέλη», μεταναστεύουν αδιάκοπα και ασύγχρονα μέσα στον ιστορικό χρόνο και τις μεταβατικές ρωγμές του, αναζητώντας, όπως επαναλαμβάνει στις μέρες μας και ο Μπαντιού, «αυτό που ο τρόπος ύπαρξής του είναι να μην υπάρχει ακόμη, αλλά για το οποίο η σκέψη μας δηλώνει ικανή», εννοώντας ένα «οικουμενικά παραστάσιμο μέλλον»,[1] εκείνο της πανανθρώπινης σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Στο κομβικό, μεσσιανικό αυτό σημείο, του «όχι-ακόμα» αναδύεται η Αρχή της Ελπίδας του Μπλοχ, της «ελπίδας», ωστόσο, όχι πλέον ως θεολογικής αλλά ως ιστορικής κατηγορίας. Στη βάση αυτού, του «ουτοπικού» μοντέλου κριτικής ανάγνωσης και πολιτικής ερμηνείας, χτίζει πιστεύω ο Σάββας Μιχαήλ τα ανατρεπτικά, δοκιμιακά του αρχιτεκτονήματα, όπως και στο πρόσφατο Γκολέμ ή περί υποκειμένου και άλλων φαντασμάτων.
Στο πρώτο, εκτενές δοκίμιο, «Γκολέμ: μια φιλοσοφική αλληγορία», στο οποίο θα επικεντρωθεί το σκιαγράφημά μου, το αφηγηματικό είδος που επιλέγει ο Μιχαήλ, είναι το κατεξοχήν είδος που η ίδια η δομή του εμπεριέχει το σχήμα μετάβασης: από μιαν αφήγηση με πλήρες δικό της νόημα, προς την νοηματοδότηση μιας άλλης τάξης πραγμάτων εννοιών ή συμβάντων. Ως «φιλοσοφική», η αλληγορία επιτρέπει στον φιλόσοφο να προβεί σε αυτό που στην εβραϊκή ερμηνευτική ονομάζεται «εισήγηση», δηλαδή, σύμφωνα με τον Gersom Scholem, να διανοίξει το νόημα των βιβλικών αφηγήσεων ή θρησκευτικών θρύλων ώς το σημείο εκείνο που θα θελήσει, ώστε να ανακαλύψει περιγραφές σχέσεων μεταφυσικού ή και πολιτικού περιεχομένου.[2]
Στο πρώτο αυτό δοκίμιο λοιπόν διαβάζουμε: «Ο Ραβά είπε: Εάν οι Δίκαιοι το επιθυμήσουν μπορούν να δημιουργήσουν έναν κόσμο... Ο Ραβά δημιούργησε έναν άνθρωπο». Το Γκολέμ, εισηγείται ο Σάββας Μιχαήλ, «είναι εξαρχής δεμένο με το αίτημα της Δικαιοσύνης και τη μεσσιανική προσδοκία ενός αλλαγμένου Κόσμου που Έρχεται, εκπλήρωση του πόθου των Δικαίων κι όλων των κατατρεγμένων» (Γκολέμ,11).
Στο Φαντάσματα του Μαρξ, ο Ζακ Ντεριντά, γράφει: «Ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε δύο, και μεταξύ όποιων δύο, μπορεί να συνδιαλέγεται μόνο με κάποιο φάντασμα... κι αυτή η συνύπαρξή μας με τα φαντάσματα θα ήταν όχι μόνο αλλά επίσης μια πολιτική της μνήμης, της κληρονομιάς των γενεών». Ο Ντεριντά δηλώνει πως η απόφασή του να μιλήσει για «γενεές φαντασμάτων» γίνεται «εν ονόματι της δικαιοσύνης. Της δικαιοσύνης εκεί όπου δεν υπάρχει ακόμα, όπου ακόμα δεν εμφανίστηκε, εκεί όπου δεν υπάρχει πια, δηλαδή εκεί όπου δεν είναι πια παρούσα, και εκεί όπου δεν θα είναι ποτέ, όπως και ο νόμος, επιδεκτική αναγωγής στο δίκαιο».[3]
 Το «φάντασμα» λοιπόν που «μεσολαβεί» στο κείμενο του Μιχαήλ, ώστε ο παλιός, κληρονομιά των γενεών, θρύλος του Γκολέμ να συνδιαλέγεται με το μεγάλο αφήγημα της μαρξιστικής φιλοσοφίας της Ιστορίας, είναι το φάντασμα των Δικαίων, «των 36 κρυμμένων Δικαίων που δεν θα βλάψουν ποτέ τον κόσμο. Γιατί ο Δίκαιος δρα έτσι ώστε στη διάρκεια της ζωής του... να μην αναγκάσει ποτέ το Θεό να μετανιώσει που δημιούργησε τον κόσμο».[4]
Η έννοια των Δικαίων ανάμεσα στα έθνη, σύμφωνα με τον Hermann Cohen, είναι ακριβώς ο τόπος όπου η ηθική ανεξαρτητοποιείται από τη θρησκεία, «γιατί οριοθετεί το πλαίσιο μιας αυθεντικής ιδιότητας του πολίτη που δεν απαιτεί την πίστη».[5] Ο μεσσιανισμός, σημειώνει, «πρέπει να απαλλαχθεί από την ουτοπία, προβάλλοντας ταυτόχρονα τα θεμελιακά χαρακτηριστικά του ηθικού σοσιαλισμού που φέρει εντός του».[6] Η μεσσιανική έννοια της ιστορίας, υποστηρίζει ο Franz Rosenzweig, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν αντιπαραθέσουμε την αντίληψη «της αναπαράστασης της ανθρώπινης δυστυχίας σε εκείνη της ισχύος».[7]
«Ο Ραβά», μας βεβαιώνει ο Σάββας Μιχαήλ, «ήταν δίκαιος. Γι’ αυτό και μπόρεσε να δημιουργήσει ένα Γκολέμ». Όμως, αναρωτιέται: «Που βρίσκονται σήμερα οι Δίκαιοι; Σκόρπησαν; Αφανίστηκαν; Σωπαίνουν; Έσβησε ο πόθος τους για τη δημιουργία ενός Καινούργιου Κόσμου; Κι όμως, οι Δίκαιοι κι οι κατατρεγμένοι ξεκίνησαν το έργο τούτο στην Ανατολή, το 1917. Οι Εσπέριοι δεν ακολούθησαν. Και ‘η έφοδος στον ουρανό’ έμεινε μετέωρη» (Γκολέμ, 12). Η προτροπή να σκεφτούμε την αλληγορία του Γκολέμ «όχι απλώς εγγεγραμμένη ή μεταφρασμένη στη Μαρξιστική αφήγηση αλλά σαν σπέρμα, πρό-πλασμα ακατέργαστο, γκολέμ του ίδιου του ιστορικού υλισμού ... ένα ‘σκεπτόμενο όνειρο-ευχή’ όπως θα έλεγε ο Ernst Bloch» (Γκολέμ,20), συνοψίζει την διακειμενικά πολυμαθή φιλοσοφική «εισήγηση» του Σάββα Μιχαήλ, στην ανάγνωση του παραδοσιακού θρύλου.
 Μήπως όμως το μυστικό των Δικαίων που κρύβονται και οι οποίοι, σύμφωνα με τον Hans Jonas, όσο ζουν «δεν θα βλάψουν ποτέ τον κόσμο, ώστε να κάνουν το θεό να μετανιώσει για τη δημιουργία του»,[8] είναι οι συγγραφείς και τα έργα τους που μελετά στο βιβλίο του ο Σάββας Μιχαήλ; Μήπως, όπως ο Ραβά ο Δίκαιος, ο Κάφκα, «ο συγγραφέας της Δίκης, ο κυνηγημένος από το Νόμο και αδικοχαμένος Γιόζεφ Κ, ήταν ένας Δίκαιος, ένας Τσαντίκ, όπως λένε οι Εβραίοι» (Γκολέμ, 69), μήπως και ο Χέλντερλιν που «τονίζει τις τραγικές συνέπειες που υφίσταται το μέρος όταν τη στιγμή που νοιώθει τη ζωντανή ενότητα των πάντων και κερδίζει το ίδιο σε ζωντάνια, ‘εάν αυτή η ζωντάνια παραβιάσει το καθορισμένο όριο’, εάν προχωρήσει στο nefas, την Ύβρη, γίνεται οδύνη, σπαραγμός, απόλυτη απομόνωση» (Γκολέμ, 137) και ο Δίκαιος κρύβεται από τον κόσμο που πεθαίνει μέσα στο κενό της Τομής, προσμένοντας τη Λέξη «που θα αναγγείλει τη χειραφέτηση όλων των καταδιωγμένων και καταπιεσμένων», γιατί «τίποτα δεν αφανίζει την ελπίδα εκείνων που δεν έχουν ελπίδα» (Γκολέμ, 142).
Ο Κάφκα, ο Χέλντερλιν, ο Πεντζίκης και οι άλλοι ποιητές και συγγραφείς που ερμηνεύει ο Σάββας Μιχαήλ, δημιούργησαν και αυτοί «Γκολέμ» και ως «Δίκαιοι» εναντιώθηκαν στην αδικία και τη βία του Νόμου, σμίλεψαν για μας το όραμα ενός νέου κόσμου και, ως διαμεσολαβούντα φαντάσματα, έδωσαν λαλιά στον πόθο του ανθρώπου για την έλευση εκείνου «που δεν υπάρχει ακόμα», το μέλλοντα κόσμο της Δικαιοσύνης. Γιατί η Τέχνη, όπως παρατήρησε ο Μαρκούζε στον Μονοδιάστατο Άνθρωπο, «είναι αυτή που εμπεριέχει τη λογική της άρνησης. Στην ανώτερη μορφή της, αποτελεί τη Μεγάλη Άρνηση, το μεγάλο όχι, τη διαμαρτυρία απέναντι σε αυτό που είναι».[9]
Στην ανολοκλήρωτη πραγματεία του, Προς μια Φιλοσοφία της Πράξης (1919), έναυσμα της οποίας ήταν για τον Μ. Μπαχτίν η αλλοτρίωση και η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, η μοναχικότητα και η αποσύνδεση του εγώ από τον άλλο στον καπιταλιστικό σύστημα και μαζί η πεποίθησή του ότι στο Σοσιαλισμό οι άνθρωποι θα μοιράζονταν δίκαια όχι μόνο τα υλικά αγαθά, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, η έννοια της υπευθυνότητας (answerability) προβλήθηκε ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο νου και τον κόσμο, το εγώ και το εσύ. Η «υπευθυνότητα» ως πράξη ανταπόκρισης και συμμετοχής αναγνωρίζει τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο εντός του οποίου πράττει. Γιατί η «ύπαρξη», κατά τον Μπαχτίν, είναι μια δράση του «συνυπάρχειν». Το ότι η δράση του ανθρώπου μετασχηματίζει και μορφοποιεί τη φύση σύμφωνα με το νόημα των αξιών που εκφράζουν οι πράξεις του, δεν αποτελεί αναγκαιότητα αλλά υπευθυνότητα. Για ένα ενσυνείδητο ανθρώπινο όν, είναι αδύνατον να ζει μιαν ουδέτερη, χωρίς αξίες ζωή, ή να συμμορφώνεται αδιαμαρτύρητα με τις κοινότοπες αξίες, με την επικρατούσα δόξα. Ο άνθρωπος είναι υπόλογος.
Ο Αβραάμ, κατά τον Σάββα Μιχαήλ, αποτελεί το κατεξοχήν υπόδειγμα του ανθρώπου που αναλαμβάνει την ευθύνη: απορρίπτει τη λατρεία των ειδώλων, που σημαίνει απόρριψη της αποξενωμένης εργασίας, και ακολουθεί την προτροπή του Κυρίου να φύγει από τη χώρα και τον οίκο του πατρός του. Ο Αβραάμ, επιτελεί έτσι τη ρήξη ως ανταπόκριση στο κάλεσμα του Άλλου, που ζητά να είναι ριζική, ριζοσπαστική, κατά των θέσμιων της παραδοσιακής κοινότητας. Μέσα από αυτή την τομή, «αναδύεται το υποκείμενο το οποίο αποφασίζει να γίνει ο εαυτός του, με την έξοδο από την τυραννία της αποξενωμένης εργασίας, τον τόπο τον ειδώλων και των εμπόρων» (Γκολέμ, 26). Στη διαδικασία δημιουργίας του εαυτού, όπως, παρατηρεί ο Μπαχτίν, είναι αδύνατον να αγνοείς τον «άλλο». Το «εγώ» είναι ο τόπος του ανοίγματος, ο «άλλος» είναι ο τόπος που εξασφαλίζει τη δυνατότητα της πλήρωσης. Δεν υπάρχει εγώ, χωρίς εσύ. Έτσι, στη διαδικασία της δράσης του, ο ηθικός εαυτός δεν είναι μόνο υπεύθυνος, είναι και υπόλογος. Γιατί, «πώς ζει μια κοινωνία απομονωμένων ατόμων, υπάρξεων κομματιασμένων από τις καθημερινές αντιφάσεις; ‘Αλίμονο πού μπορεί να οδηγήσει η απομόνωση’, προειδοποιεί ο Πεντζίκης» (Γκολέμ, 256).
Ο Μπαχτίν, όπως παρατήρησε ο Μ. Holquist, είναι ο μόνος στοχαστής ο οποίος πλαισίωσε το φιλοσοφικό πρόβλημα της σχέσης εαυτού/άλλου και της ηθικής στάσης που αυτό συνεπάγεται με όρους της λογοτεχνικής συγγραφής, στη βάση μιας τεχνικής διαλόγου και κατασκευής χαρακτήρων που επιτρέπει στους δύο πόλους των συνειδήσεων, του δημιουργού-συγγραφέα και του χαρακτήρα, να «συνυπάρχουν» και ταυτόχρονα να διατηρούν τη διαφορετικότητά τους. Έτσι, «μια φιλοσοφία της δημιουργίας, μια διαμεσολάβηση πάνω στα μυστήρια που είναι εγγενή στη δημιουργία ανθρώπων από το Θεό, καθώς και στη δημιουργία εαυτού από τον άνθρωπο», έρχεται τώρα να συμπεριλάβει και τη λογοτεχνική πράξη «ως το κατεξοχήν παράδειγμα για να σκεφτεί κανείς τη δημιουργία σε όλα της τα επίπεδα, ως την κατεξοχήν πράξη δημιουργίας ανθρώπων και συνύπαρξης του δημιουργού-συγγραφέα με τα δημιουργήματά του»,[10] τα «Γκολέμ» που πλάθει με τα γράμματα.
 «Η δημιουργία ενός Γκολέμ», γράφει ο Μιχαήλ, δεν είναι μαγεία, «αλλά μίμηση της πράξης της δημιουργίας του Αδάμ από τον Θεό, imitatio dei... είναι μια επιστροφή στις απαρχές της Δημιουργίας, στα μυστήρια της γένεσης του Σύμπαντος, για να δοθεί μια απάντηση στο αίνιγμα της Ιστορίας» (Γκολέμ, 14-15). Συνακόλουθα, οι συγγραφείς δεν είναι κατασκευαστές ψευδών ειδώλων και αναπαραστάσεων. Πλάθουν με την ύλη των γραμμάτων μοναδικά υποκείμενα, χώρο και χρόνο, που διασχίζονται από τα κόκκινα βέλη της ανθρώπινης επιθυμίας, για τη «μεταμόρφωση», σημειώνει ο Μιχαήλ, «της αλλοτριωμένης, ανθρώπινης εργασίας σε δημιουργία, εκπλήρωση του πόθου των Δικαίων στα έσχατα της ιστορίας» (Γκολέμ, 20). Γιατί οι νόμοι, όπως γράφει ο Ντεριντά, «δεν είναι δίκαιοι ως νόμοι... Το Δίκαιο δεν είναι δικαιοσύνη... η δικαιοσύνη είναι μια εμπειρία του ανέφικτου».[11] Αυτήν ακριβώς την «εμπειρία του ανέφικτου», αναζητά η «εκτός Νόμου», η ανόσια, αθέμιτη ποιητική και λογοτεχνική γραφή και τα φαντάσματά της: την «Πόρτα του Νόμου» που ανοίγεται στη θέαση της απούσας από τον κόσμο Δικαιοσύνης.
Αναφέρθηκε, πιο πάνω, ότι η κριτική πράξη του Σάββα Μιχαήλ στοχεύει σε μιαν εις βάθος πολιτική ερμηνεία των κειμένων, προκειμένου να φέρει στο φως τα ίχνη των ματαιωμένων προσδοκιών, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών αλλά και των ασύνειδων εκείνων στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του κληροδοτημένου από τις παρελθούσες στις νεότερες γενιές ουτοπικού κατάλοιπου. Γιατί, όπως γράφει ένας από τους αδικοχαμένους Δίκαιους, ο Γιώργος Χειμωνάς, «όποιο και να είναι το τέλος του πολέμου το αληθινό τέλος του πολέμου είναι η δικαιοσύνη».[12]

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ

[1] Alain Badiou, η ηθική, Scripta: Αθήνα, 1998, σ.47
[2] Pierre Bouretz, Témoins de Futur, Gallimard: Paris, σ. 364
[3] Εκκρεμές: Αθήνα, 1995, σ. 8.
[4] Pierre Bouretz, ο.π., σ. 836.
[5] Ο.π., σ.59.
[6] Ο.π., σ.91.
[7] Ο.π., σ. 93.
[8] Ο.π. σ.836.
[9] Sphere Books: London,1968,σ.63.
[10] «The Architectonics of Answerability», στο: Mikhail Bakhtin, K. Clark &M. Holquist, Harvard University Press, London, 1984, σ.80.
[11] Force of Law, σ. 939. www.scribd.com/doc/44264922
[12] Οι Χτίστες, Κεδρος: Αθήνα, 1979, σ.43.

Δεν υπάρχουν σχόλια: