20/8/11

Οι τόποι αντικριστά

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ, Ήλιος με δόντια, εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 245
    
Η Χίος, η ιδιαίτερη πατρίδα του Γιάννη Μακριδάκη, όπως ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι το σκηνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται το τριμερές σπονδυλωτό μυθιστόρημά του. Μια φανταστική αφήγηση ζωής που βασίζεται στη μυθοπλαστική διαχείριση ενός ιστορικού γεγονότος που συνέβη το 1944, όταν είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την γερμανική κατοχή στο νησί. Στην κατατοπιστική σημείωση στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει για το πολεμικό δυστύχημα που συγκλόνισε την κοινωνία του νησιού: «Τη Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου του 1944 και ώρα 11.45 το πρωί, έξι αγγλικά πολεμικά αεροπλάνα βομβάρδισαν εντός του λιμένα της Χίου το σουηδικό πλοίο Wiril, το οποίο μετέφερε για λογαριασμό του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού φορτίο σίτου και άλλων τροφίμων στον δοκιμασμένο από την πείνα πληθυσμό του νησιού.
Σε αυτή την επιχείρηση σκοτώθηκαν δεκαέξι άνθρωποι και τραυματίστηκαν περί τους εξήντα. Πολλοί περισσότεροι δηλαδή από όσους εκτέλεσαν οι ίδιοι οι εισβολείς κατά την τρίχρονη παραμονή τους στο νησί».

 Η ιστορία αρχίζει σαν ένας εξομολογητικός παραληρηματικός μονόλογος που εκτυλίσσεται σε τρία μέρη τα οποία φέρουν τον τίτλο Οι Μπομπίνες, παραπέμποντας στα παλιά μαγνητόφωνα με τις μεγάλες μαγνητοταινίες-μπομπίνες. Στις τρεις αυτές παραπληρωματικές εκδοχές αφήγησης ζωής ο κεντρικός ήρωας, ο Κωνσταντίνος Χάψας, «η ντροπή του Κάστρου», αυτοβιογραφείται με γλαφυρότητα. Με τη μορφή μιας ρέουσας απολαυστικής και παράλληλα αγωνιώδους αφήγησης ξετυλίγει άλλοτε με χιούμορ και καρτερία και άλλοτε με πικρία και απόγνωση, με πολλές παρεμβολές, αναδρομές και παλινδρομήσεις το κορδόνι των αναμνήσεων μιας δύσκολης και μοναχικής ζωής. Μιας ζωής που κάποια στιγμή σκόνταψε στην ανελέητη ιστορική συγκυρία, που ήδη αναφέραμε και εκτροχιάστηκε οριστικά. Ο αφηγητής πιάνει το νήμα των γεγονότων από την αρχή, παρεκκλίνει, κομπιάζει, παλινωδεί και αναβάλλει να φθάσει στο τέλος. Αγωνίζεται να εστιάσει στην αποφράδα ημέρα που όλα χάνονται σε ένα πυκνό σκοτάδι και στα γεγονότα που η μνήμη αρνείται να ανασύρει. Για να βρει τον ειρμό και τη συνέχεια της αφήγησης της ζωής του, το λόγο που πάσχει ψυχικά και σωματικά.
Ο συγγραφέας ακολουθώντας τον ήρωά του στις ατραπούς και τα αδιέξοδα μιας λαβυρινθώδους, ασυντρόφευτης ζωής, στο περιθώριο κάθε κοινωνικής ομάδας, ανατέμνει την ανθρωπογεωγραφία της πόλης του και μας βάζει στο κλίμα της προπολεμικής εποχής. Αφηγείται την ιστορία ενός ιδιαίτερου αγοριού, με έκδηλα και νοσηρά -κατά τη γνώμη μιας καθωσπρέπει και ηθικών αρχών κοινωνίας- σημάδια θηλυπρέπειας, που μεγαλώνει μόνο και αποσυνάγωγο στη Χώρα της Χίου. Σ’ έναν κόσμο ερμητικό και αφιλόξενο, σε μια σκληρή και δύσκολη εποχή. Πρόωρα ορφανεμένο, πρώτα από πατέρα κι ύστερα από μάνα, θα βρει καταφύγιο σαν ψυχοπαίδι στο μηχανουργείο του σχεδόν «πατριού» του -αφού ποτέ δεν τον υιοθέτησε νόμιμα- και στην παράνομη και κάποιες φορές σκληρή αγκαλιά του μοναδικού φίλου και συντρόφου που απόκτησε ποτέ. Ο Κωσταντής, ο κάλφας, ο άξιος ηλεκτρολόγος ή το Ιδιώνυμον, γεννημένος το 1908 στην αυγή του εικοστού αιώνα, είναι ο «άλλος» και στην περίκλειστη κοινωνία του Κάστρου, εκεί που γεννήθηκε και γνώρισε την απομόνωση, την χλεύη και την απόρριψη και στον «απέναντι» έξω κόσμο. Η τοπογραφία της Χώρας της Χίου είναι ο σταθερός άξονας που νοηματοδοτεί την αφήγηση. Η «φτωχιά προκυμαία, άκρη άκρη στο λιμάνι της χώρας» στη βορινή πλευρά με τα καφενεία και τα μηχανουργεία και πίσω το μεσαιωνικό Φρούριο, βρίσκεται στον αντίποδα της «πλούσιας προκυμαίας» στη νότια πλευρά, μπροστά από το Τρίγωνο «με τα ωραία διώροφα νεοκλασικά σπίτια των αστών και των αριστοκρατών που την εποχή εκείνη ζούσανε ακόμη στο νησί». Ο περιτειχισμένος κύκλος του Κάστρου με τα χαμόσπιτα, που στα προστατευτικά του όρια καταφεύγουν οι φτωχοί, οι πρόσφυγες και οι κατατρεγμένοι, βρίσκεται απέναντι από το τρίγωνο της ανώτερης τάξης των πλουσίων και επιφανών πολιτών με τα πλουσιόσπιτα. Και ανάμεσα στις δυο αντικριστές προκυμαίες, τη φτωχιά και την πλούσια, ο βασικός ιστός της πόλης με την κεντρική προκυμαία, την πλατεία, την αγορά και τρεις, τέσσερις παράλληλους δρόμους. Ο συγγραφέας χαρτογραφεί με ακρίβεια το χώρο, ολόιδιο σήμερα όπως και τότε. Υποτυπώνει με έμφαση τη φυσιογνωμία του κέντρου της Χώρας και του λιμανιού, που διαδραματίστηκαν τα τραγικά γεγονότα του συμμαχικού βομβαρδισμού. Ανάμεσα στον μικρόκοσμο του Φρουρίου, μια εγχώρια αυλή των θαυμάτων, με τις παστρικές από απέναντι, τις ντόπιες μέγαιρες και τους μεροκαματιάρηδες και στον έξω κόσμο με τους ανθρώπους του λιμανιού και τους αστούς, παρελαύνουν οι μνήμες, οι ερινύες και οι εφιάλτες του Κωσταντή ανάκατα με τα σημαίνοντα ιστορικά γεγονότα: την κατάληψη της Σμύρνης, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη δικτατορία του Μεταξά, τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή, την αντίσταση και την εμπλοκή των  Άγγλων, που όπως θα δείξει η συνέχεια της μυθοπλασίας βύθισαν τη ζωή του στο έρεβος και το ζόφο.
Τον χειμαρρώδη εξομολογητικό μονόλογο του κεντρικού ήρωα διαδέχεται στο δεύτερο μέρος η μαρτυρία ενός άλλου αφηγητή που έρχεται να φωτίσει και να αποσαφηνίσει τα σκοτεινά σημεία και τα ερωτηματικά του πρώτου μέρους. Να δώσει μια εξήγηση για την προέλευση των μπομπινών και τον λόγο που η ζωή του Κωσταντή έχασε την εύθραυστη ισορροπία της και παραδόθηκε οριστικά στις ψυχώσεις και την παράνοια. Η ανατροπή αυτή που αλλάζει τα δεδομένα δημιουργεί μια αύρα συγκίνησης και μυστηρίου στην αφηγηματική πλοκή. Κάτι που θα ενταθεί με την είσοδο στη σκηνή του τρίτου αφηγητή. Η νηφάλια, φιλέρευνη και επίμονη κατάθεση του οποίου θα έρθει με την αμεροληψία της χρονικής απόστασης να δώσει ένα δίκαιο τέλος σε μια παλιά ξεχασμένη ιστορία. Ένας νέος άνθρωπος θα κοιτάξει με προσήλωση τις πληγές του τόπου, θα ψάξει στα αρχεία, στα χειρόγραφα των απομαγνητοφωνήσεων και στις μνήμες των προσώπων που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες την ιστορία της οικογένειάς του, που σε κάποια σημεία αρθρώνεται με τη μετέωρη συγκινητική πορεία του Κωνσταντίνου Χάψα. Ενός έξυπνου, ευαίσθητου και μοναχικού ανθρώπου που υπήρξε η «παράπλευρη απώλεια» ενός τραγικού πολεμικού συμβάντος, του οποίου ο φάκελος δεν άνοιξε ποτέ. 

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια: