ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ
ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΛΑ, Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 458
Ένα εξαιρετικό βιβλίο από τη Θεσσαλονίκη, που συνδυάζει την αφηγηματική ροή της συνείδησης με το ιστοριογραφικό μυθιστόρημα και μιλάει για τον εικοστό αιώνα μέσα από την ιστορία τριών οικογενειών κατά τη διάρκεια τεσσάρων γενεών.
Η ροή του χρόνου του μυθιστορήματος είναι ομαλή, χωρίς ακραίους πειραματισμούς. Η μόνη παρέμβαση σε αυτήν είναι η κάθετη ταξινόμηση της αφήγησης κάτω από επικεφαλίδες που αναφέρονται σε ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, ξεκινώντας από την Κυριακή των Βαΐων έως το Μεγάλο Σάββατο.
Ανάσταση στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει. Η Ιστορία εισέρχεται στο προσκήνιο μια Κυριακή των Βαϊων και ζευγαρώνει με τα «μικρά» περιστατικά της καθημερινής ζωής των πρωταγωνιστών. Συναντά τον καημό του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, του καθένα χαρακτήρα που μας κράτησε συντροφιά μέσα σε τετρακόσιες πενήντα σελίδες, που θρηνεί τις απώλειές του, κοιτά τα τραύματα που του έφερε ο χρόνος, θανάτους αγαπημένων, αρρώστιες, χωρισμούς, προβλήματα. Το όνειρο, η αναπόληση, το συναίσθημα, πλημμυρίζουν το τέλος του μυθιστορήματος, σαν απόσταγμα, ίσως, μιας ζωής.
Οι χαρακτήρες είναι ταυτόχρονα φορείς ιστορίας και θύματά της. Μέσα από τις ρότες των ζωών τους περιηγούμαστε στον εικοστό αιώνα. Αρχικά κυριαρχούν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, που πέφτουν πάνω τους σαν καταστροφές, στη συνέχεια οι χαρακτήρες επιβιώνουν μέσα στην παθογένεια της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, και τα εκτραχηλισμένα ήθη που επικρατούν έως και πολύ αργότερα. Έπειτα, στην δεκαετία του 1980, φαίνεται η ρομαντική αναζήτηση των δύο φύλων, κυρίως όμως των γυναικών, ο επαναπροσδιορισμός του θεσμού του γάμου, και στη δεκαετία του 1990 η ερωτική μοναξιά, παρέα με τον απόλυτο αυτοπροσδιορισμό της γυναίκας.
Έτσι, τα μεγάλα συναντούν τα μικρά, και γι’ αυτό έχουμε από την Ιστορία την αίσθηση της οικειότητας. Η συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος προϋποθέτει ιστορική έρευνα, διάβασμα αρχείων, εφημερίδων, προφορικές μνήμες. Την έρευνα αυτήν η συγγραφέας δεν την επικαλείται μέσα στο αφήγημα, καθώς μέλημά της είναι η μυθοπλασία, η αίσθηση που κουβαλούν οι χαρακτήρες της. Η αφήγησή της προσελκύει τον αναγνώστη.
Μαζί με την ιστορία, αποτυπώνεται η εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, ως τόπος-παλίμψηστο της ιστορίας, έτσι όπως πράγματι είναι αυτή η πόλη. Διαφορετικές εποχές αλληλοκαλύπτονται μέσα από τα μνημεία διαφορετικών εποχών αλλά και τη σύγχρονη ζωή που τα προσπερνάει αδιάφορη. Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο γηραιός ήρωάς της αποτελεί τον δείκτη μέτρησης του καθημερινού πολιτισμού της πόλης. Ο συσσωρευμένος χρόνος, δηλαδή, αναμετράται με την αγένεια και την έλλειψη καθαριότητας της πόλης.
Ο λόγος της συγγραφέως δεν ακολουθεί τα σημεία στίξης και τη σύνταξη ενός δομημένου λόγου. Ακολουθώντας τη ροή ενός μυθιστορήματος-ποταμού, εγκολπώνει στην παρατακτική του ροή το γενικό της πόλης με το ειδικό των χαρακτήρων, τη μία οικογένεια με την άλλη, διαφορετικά γεγονότα. Μέσα σε αυτή τη ροή του λόγου της, η συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει αυτό που περιγράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της ως «νερό», ως «πνοή του ανέμου» («ο εικοστός αιώνας κύλησε νερό, άπιαστος σαν πνοή του ανέμου»). Ιστορικά, το μυθιστόρημα καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, ξεκινώντας από την εγκατάσταση προσφύγων από την Μαύρη Θάλασσα στην Θεσσαλονίκη, και καταλήγει στην τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μέσα σε αυτήν την μακρά πορεία τέσσερις γενιές ανθρώπων διαγράφουν ένα μεγάλο διάνυσμα, από την κατάσταση όπου επικρατεί η αγωνία της επιβίωσης έως την κατάσταση όπου κυριαρχεί η υπαρξιακή αγωνία. Οι πίνακες με τα γενεολογικά δέντρα των χαρακτήρων, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου βοηθούν σημαντικά, ώστε ο αναγνώστης να μην χαθεί μέσα στην μακρά αυτή αφήγηση.
Παρά τον επικό της χαρακτήρα, η αφήγηση δεν χάνει την τρυφερότητά της. Το εναρκτήριο σημείο της είναι η αγάπη, δυο παιδιά που μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά και πορεύονται μαζί για μια ζωή, και καταλήγει πάλι στην αγάπη, μια νέα αγάπη δύο νέων παιδιών.
Το μυθιστόρημα κινείται στην παράδοση του ιστοριογραφικού μυθιστορήματος με την νεωτερική γραφή, που τόσο έχουν καλλιεργήσει οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς, με την ιδιαίτερη εσωτερικότητα που τους χαρακτηρίζει. Αν θέλαμε να κάνουμε μια σύγκριση με τον παλαιότερο Νίκο Μπακόλα, παίρνοντας ως βάση σύγκρισης ότι και οι δύο καλύπτουν έναν αιώνα -αν και διαφορετικό– μέσα από το είδος της οικογενειακής σάγκας, ενώ περιγράφουν παράλληλα την εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, θα λέγαμε ότι η Πάλλα είναι απαλλαγμένη από την κυκλική ροή της ιστορίας, δεν δημιουργεί, δηλαδή, συσχετίσεις μεταξύ διαφορετικών ιστορικών εποχών, αλλά καταγράφει την ιστορία γραμμικά, εκθέτοντας την εξέλιξή της και την επίδρασή της πάνω στους χαρακτήρες της. Με αυτόν τον τρόπο μάλιστα αποδίδει την αίσθηση της απώλειας, ένα θέμα με το οποίο είχε καταπιαστεί και στο πρώτο της βιβλίο.
Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος
1 σχόλιο:
Μία σελίδα της συγραφέως βοηθά στη κατανόηση της κριτικής των "Αναγνώσων"
Δημοσίευση σχολίου