13/11/10

Τα φαντάσματα του Ζαχαριάδη και η πολιτικότητα της μεταμυθοπλασίας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ, Πορφυρά γέλια, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 248

Ένας ανυποψίαστος αναγνώστης, ανοίγοντας το βιβλίο του Φάις, μάλλον θα εκπλαγεί: ξεκινά με ένα θεατρικό έργο, το οποίο φθάνει μέχρι τη μέση του βιβλίου, όπου εγκιβωτίζεται μία «πραγματολογική» φωτογραφία του βασικού μυθιστορηματικού ήρωα, του Νίκου Ζαχαριάδη, ενώ το υπόλοιπο μισό συνίσταται από τέσσερις παράλληλες αφηγήσεις, «προσώπων» μάλιστα του θεατρικού έργου, ενώ οι δύο εξ αυτών των αφηγήσεων εκφέρονται από το ίδιο αφηγηματικό πρόσωπο. Δομή αντισυμβατική για μυθιστόρημα, αλλά ακριβώς έτσι φτιάχνεται μια ανοιχτή «εξήγηση», ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Γιατί το μυθιστόρημα του Φάις, ήδη από την πρώτη του σελίδα, θέτει στον αναγνώστη το μεγάλο ερώτημα, το βασικότερο σε κάθε τέχνη: σε ποια γλώσσα, δηλαδή σε ποια μορφή θα μιλήσει το θέμα του; Το «θέμα» του βέβαια είναι ερεθιστικό, και ο ήρωας, αρνητικός ήρωας αν προτιμάτε, διάσημος: ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο «αρχηγός» του ΚΚΕ. Μάλιστα το πραγματολογικό υλικό που συγκέντρωσε ο συγγραφέας περιέχει πλείστα όσα στοιχεία και λεπτομέρειες, ενώ το αφηγηματικό υλικό του θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια ευθύγραμμη, τυπική μυθιστορηματική αφήγηση (με τα αναμενόμενα φλας-μπακ και τις απαραίτητες παρεκκλίσεις και ανατροπές…), με κεντρικό ήρωα ένα πρόσωπο που συνοψίζει μια ολόκληρη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, ενώ «έτοιμοι» ήταν και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, καθώς και μια ενδιαφέρουσα πλοκή, όπως επίσης έτοιμα ήσαν και τα λαμπερά στιγμιότυπα, που θα διάνθιζαν τη ροή της αφήγησης με απαράμιλλη χάρη, ενώ οι στοχαστικές ατάκες, αν τοποθετούντο «σοφά», δηλαδή στην κατάλληλη απόσταση από τα σημεία της δραματικής έντασης, θα πρόσθεταν και την απαραίτητη αίσθηση «βάθους». Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο, παρά μόνο μια τεχνική, μάλλον ένας μηχανισμός ευφυών υπεκφυγών, για να διεξέλθει τα πάντα ακανθώδη πολιτικά σημεία, όπου δημιουργούνται οι εντυπώσεις, τόσο κρίσιμες για ένα τέτοιο θέμα, αφού η «θέση» που παίρνει τελικά ο συγγραφέας αποτελεί ένα από τα κριτήρια του αναγνώστη και εν πολλοίς καθορίζει την εμπορική τύχη του βιβλίου. Με λίγα λόγια, ο Φάις είχε στα χέρια του ένα υλικό, φυσικά και τη συγγραφική δυνατότητα, να γράψει ένα μπεστ σέλερ, σαν τα δυο τρία που κάθε χρονιά επιτυγχάνουν εξαψήφια νούμερα πωλήσεων, και μάλιστα όχι αισθηματικό ή έστω ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά ευθέως «πολιτικό». Μια δυνατότητα που μπορούσε να την κάνει πράξη χωρίς να «εκτεθεί»∙ απλώς θα έπρεπε να ακολουθήσει την πεπατημένη, όπως σχεδόν όλοι γύρω του. Και αν το έκανε, ο αριθμός των ανθρώπων που θα πικραίνοντο, που θα ένιωθαν «αισθητικά» προδομένοι, σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του Φάις που διάβασαν, θα ήταν σίγουρα διψήφιος...
Όχι, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο στριφνό ή δυσνόητο, που καταλήγει έρμαιο κάποιων αδιάφορων, για τον αναγνώστη, πειραματισμών του συγγραφέα. Απλώς, σεβόμενο την τέχνη στην οποία εγγράφεται, σεβόμενο επιπλέον το θέμα του, αλλά σεβόμενο και τον αναγνώστη του, κοπιάζει να βρει μια μορφή που, π.χ., να αντιστοιχεί στο χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή του Ζαχαριάδη, δηλαδή μια μορφή που να συνυπολογίζει και να διαχειρίζεται τον ιστορικό, αλλά και τον «αισθητικό χρόνο» που μεσολάβησε. Γιατί η εποχή του Ζαχαριάδη είναι πια τόσο μακρινή, που καμιά «ρεαλιστική» ή «ιστορική» λογοτεχνική αφήγηση δεν μπορεί να μας την «μεταφέρει», με τους γνωστούς τρόπους. Γιατί μετά το 1989 δεν άλλαξε η πολιτική γεωγραφία και τα λογοτεχνικά γούστα, αλλά ο ρυθμός του κόσμου. Σε αυτό το ρυθμό ζούμε, έστω και αν, από «μαχμουρλίκι και συνήθεια», βολευόμαστε σε μπαγιάτικες συνταγές και καλλιτεχνικά προϊόντα. Ο συγγραφέας, και κάθε καλλιτέχνης που σέβεται την τέχνη του, οφείλει να ανταποκρίνεται σε αυτό, το πρωταρχικό αίτημά της, δηλαδή στο επόμενο βήμα της. Το ανάλογο θα έπρεπε ενδεχομένως να πράττει και ο αναγνώστης, αν και αυτός δεν οφείλει τίποτα σε κανέναν, παρά μόνο, ίσως, στον εαυτό του.
Όντας όχι μόνο ομότεχνος του Φάις αλλά και συνοδοιπόρος στο ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, θα ήταν εξ αρχής άκυρη κάθε προσπάθεια κριτικής, άρα και αξιολογικής αποτίμησης του βιβλίου εκ μέρους μου. Νομίζω όμως ότι δικαιούμαι να το «παρουσιάσω»∙ όχι φυσικά να παρουσιάσω το «θέμα» του και την πλοκή του, κατά τον γνωστό ιμπρεσσιονιστικό τρόπο, αφού η ίδια η μορφή της μεταμυθοπλασίας αποτελεί άρνηση και υπέρβαση τέτοιου είδους «παρουσιάσεων», δηλαδή άρνηση ολόκληρης αυτής της αφηγηματικής συνθήκης. Υποχρεούμαι όμως να αναφερθώ στην πολιτικότητά του. Και πάλι, όχι στη «θέση» που παίρνει ο συγγραφέας σε σχέση με την αντίσταση, τον εμφύλιο, τον Ζαχαριάδη, την αριστερά, κλπ κλπ. Αυτά αφορούν μυθιστορήματα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου ρυθμού του κόσμου: η κορύφωση της πεζογραφίας μας με το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου έχει ήδη συμβεί, στην προηγούμενη εποχή, όπου το κιβώτιο υπήρχε, όντας για κάποιους άδειο και για κάποιους άλλους ξέχειλο, και ο συγγραφέας «δικαιούτο» να έχει την αφέλεια, ή και την πονηράδα (αφού ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαχτίν είχαν προϋπάρξει και ο Αλεξάνδρου τους είχε συναντήσει στο δρόμο του…) να παριστάνει τον ανυποψίαστο, μοναχικό αθώο, και να κινεί τα νήματα, βέβαιος για την προνομιακή θέση του σε σχέση με την ιστορία, με την άνεση να την θεάται από την ασφαλή θέση που του παρείχε η τέχνη, κλείνοντας αδιόρατα το αριστερό ή το δεξιό ή και τα δύο μάτια στον αναγνώστη. Σήμερα, αυτή η ψευδαίσθηση του συγγραφέα για τη θέση του μέσα στον κόσμο και στα πράγματα, αν την πάρουμε στα σοβαρά, είναι απλώς γελοία.
Ο χαρακτηρισμός του ως πολιτικού μυθιστορήματος, που δικαιούται το βιβλίο του Φάις, δεν προκύπτει απλά από την απηνή κριτική του σταλινισμού, που όντως συναντάμε στις σελίδες του. Γιατί η πάλαι ποτέ «αντιδογματική» πολιτικότητα αναφέρεται σε μια άλλη εποχή, προϋποθέτει το κιβώτιο και τον συντεταγμένο κόσμο του, έστω κι αν είχε αδειάσει από κάθε επαναστατικό περιεχόμενο. Σήμερα, στην εποχή του θανάτου του συγγραφέα, της ίδιας της λογοτεχνίας, και τόσων άλλων θανάτων, η πολιτικότητα που προσφέρει ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να αναζητηθεί πουθενά αλλού παρά στη μορφή του. (Οι σημερινοί ριζοσπάστες αναγνώστες, που επαναπαύονται στα παραδοσιακά μεν κατά τη μορφή αλλά ριζοσπαστικά, κατά τη θεματολογία, μυθιστορήματα, απλώς εμπεδώνουν και αναπαράγουν την εικόνα μιας παρελθούσας τάξης της τέχνης και του κόσμου, και οικοδομούν «ανεπαισθήτως» τα πιο ανθεκτικά τείχη του πολιτικού τους αδιεξόδου.)
Ναι, λοιπόν, η πολυφωνικότητα του μυθιστορήματος του Φάις είναι συμβατή με τον γύρω και τον μέσα μας κόσμο, με το κοσμοείδωλό μας, συμβατή και με την πολυφωνικότητα της αριστεράς. Ναι, είναι ένα μεταμυθοπλαστικό μυθιστόρημα, που χρησιμοποιεί ανομοιογενή υλικά, π.χ. πραγματολογικά και μυθοπλαστικά, κειμενικά και εικονολογικά, για να αρθρώσει την αφήγησή του, όπως από ανομοιογενή υλικά, π.χ. κοινωνικά και πολιτικά, αποτελείται σήμερα και το πολιτικό σώμα της αριστεράς. Ποια η διαφορά από την προηγούμενη εποχή; Ότι αυτά τα «υλικά» υπάρχουν «αυτούσια», λειτουργούν ως διαφορετικές φωνές και πολλαπλές πραγματικότητες, μεσολαβημένες και εν ταυτώ αδιαμεσολάβητες, ως εικόνες και εν ταυτώ ως είδωλά τους, ως ήχοι και αντηχήσεις, όπως η αυτοφωτογραφία του Ζαχαριάδη στο κέντρο, στην καρδιά του βιβλίου, που έχει ληφθεί μπροστά στον καθρέφτη. Πως το καθένα όχι μόνο διαθέτει τη δικιά του φωνή και είναι ελεύθερο να μιλήσει το δικό του λόγο και αντίλογο, αλλά και γιατί χωρίς αυτή την πολλαπλότητα και την ανομοιογένεια δεν συντίθεται η αφηγηματική συνθήκη, είτε λογοτεχνική είτε πολιτική. Και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, παρ’ ότι στοιχειώνει το βιβλίο, ούτε για μια στιγμή δεν γίνεται μυθιστορηματικός «χαρακτήρας»∙ αντίθετα, ο «χορός» των «κανονικών» ανθρώπων, των φωνών και των υποδοχών της ιστορίας, έρχεται σε πρώτο πλάνο. Τι πιο πολιτικό για ένα σημερινό μυθιστόρημα, από το να μιλά για τον Ζαχαριάδη και το σταλινισμό -δηλαδή για την «ομογενοποίηση» που έφθασε να διεκδικεί δάφνες «επιστημονικής» αλήθειας, με τον ηγέτη να έχει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση κι έναν ρόλο ισάξιο του θεού- μέσα από μια τέτοια μορφή, δηλαδή πολυφωνική και ανομοιογενή, «ενεργητική» και ταυτόχρονα «παθητική»;
Γενικεύοντας: η πολιτικότητα του βιβλίου του Φάις προκύπτει από την επιτελεστικότητα που ενσωματώνει ως βασικό χαρακτηριστικό του. Και η επιτελεστικότητα δεν είναι απλώς μια δυσνόητη θεωρητική κατασκευή της Τζούντιθ Μπάτλερ, ούτε ένα ανώδυνο συγγραφικό παιχνίδι που «διευρύνει τα όρια του κειμένου», π.χ. μέσα από τη σύνδεσή του με το απέραντο διακείμενο του ίντερνετ, αλλά μια εμπεδωμένη πρακτική στο μυθιστόρημα του Φάις. Για παράδειγμα, το πρώτο μισό του βιβλίου, που έχει τη μορφή θεατρικού έργου, ο αναγνώστης δεν μπορεί να το διαβάσει όπως ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, καθισμένος στον καναπέ του, βολεμένος στη συνθήκη ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος σαν αυτά που ήξερε, αλλά θα πρέπει να κατασκευάσει ο ίδιος τη θεατρική σκηνή και να ανεβάσει εκεί τα πρόσωπα και τη δράση. «Σκηνοθέτης» δεν είναι ο συγγραφέας αλλά ο αναγνώστης, ο οποίος όχι απλά «συμμετέχει», με τη φαντασία του και την πρόσληψή του, αλλά είναι ένας παράγοντας που καθορίζει τη μορφή της αφήγησης, που με την ενεργό ανάμιξή του ανακατασκευάζει το «περιεχόμενο» του βιβλίου, καθορίζει την ίδια την ουσία του «έργου», συμμετέχει και ο ίδιος στο έργο, ίσως όχι μόνο ως σκηνοθέτης...
Τελειώνω με μια απαραίτητη διευκρίνιση. Η μορφή της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας δεν είναι αυτόχρημα «αριστερή». Κανένα ρεύμα της τέχνης δεν έχει εξ ορισμού ένα σαφές πολιτικό πρόσημο, ακόμα κι αν αυτό διατείνονται τα μανιφέστα του, όπως π.χ. εκείνα του σουρρεαλισμού. Μια τέτοια ανάγνωση ενός ρεύματος είναι αφόρητα επιφανειακή, πρωτόγονη και αδιέξοδη, για όσους αναζητούν σε αυτό μια μικρότερη ή μεγαλύτερη «αλήθεια», ενώ, ταυτόχρονα, αυτή η βεβαιότητα συνιστά βαυκαλισμό, ή και απάτη, για όσους καλλιτεχνικά εμπίπτουν στο συγκεκριμένο ρεύμα. Το κάθε καλλιτεχνικό, αισθητικό ρεύμα, κάθε τεχνοτροπία, ακόμα και αν διατείνεται ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από «τεχνοτροπία», κρίνεται μόνο ως πραγματωμένο καλλιτεχνικό έργο, κι εκεί, συχνά, συναντάμε τα πιο αντιτιθέμενα πολιτικά πρόσημα, π.χ. τους φουτουριστές Μαρινέτι και Μαγιακόφσκι -εμβληματικός φασίστας ο ένας, εμβληματικός κομμουνιστής ο άλλος-, καθώς κι έναν απέραντο χυλό, όπου στοιχεία από αυτά τα ρεύματα χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά, φωνασκώντας για τον «καινοτόμο» χαρακτήρα τους. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς, πως κάθε σημαντικό ρεύμα έχει τη «δεξιά» και την «αριστερή» εκδοχή του, με κριτήριο αυτής της διάκρισης αν το κάθε φορά συγκεκριμένο έργο αναπαράγει, με νέες μορφές, την καθεστωτική τάξη του κόσμου, ή αν οι μορφές του συνάδουν με τη «γλώσσα» των δυνάμεων της ανατροπή της. Εδώ πιστεύω ότι εγγράφεται το μυθιστόρημα του Φάις, σε αντίθεση με άλλα έργα πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, όπως είναι π.χ. η Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, όπως έχω αλλού εξηγήσει. Γιατί το βιβλίο του Φάις δεν προσπαθεί να αναθεωρήσει την ιστορία, καταργώντας τις έλλογες σταθερές με τις οποίες την ορίζουμε, σταθερές μέσα από τις οποίες υπάρχουμε ως κοινωνία και ως πρόσωπα -και όχι ως αθεσμικό «πλήθος»-, αλλά μετέρχεται τους τρόπους της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας αναστοχαζόμενο αυτές τις σταθερές, επιχειρώντας να συνθέσει, όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο, «μια παρτιτούρα κωμικής απόγνωσης για τη μανία και το πένθος της δημόσιας εξομολόγησης». Ως προς αυτό μέλλει να κριθεί, αν δηλαδή τελεσφόρησε ως κατορθωμένο έργο.
Κάπου εδώ οφείλω να σταματήσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: