ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Ψάχνοντας για κείμενα των Ρώσων συγγραφέων για την Αθήνα, ανακάλυψα ότι υπάρχουν ελάχιστα: η Αθήνα συνεχίζει να ζει στη ρωσική συνείδηση στον απόηχο της αρχαίας της δόξας, ακόμα και σήμερα, όταν στην Ελλάδα μένουν πάνω από 500.000 ρωσόφωνοι μετανάστες ή ομογενείς. Στην εποχή της κλασσικής ρωσικής λογοτεχνίας, οι δρόμοι των διανοουμένων περιηγητών περνούσαν βορειότερα και δυτικότερα της Ελλάδας, ή το πολύ-πολύ έκαναν μια παράκαμψη στο Άγιον Όρος. Έλειπε η Αθήνα και από τις ταξιδιωτικές σημειώσεις των Ρώσων και καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του περασμένου αιώνα: ακόμα και σήμερα είναι σχεδόν ανέφικτο να διαβάσεις κάποιο λογοτεχνικό κείμενο για τη ζωή της σύγχρονης πόλης, πέραν πάντα από τις καθαρά τουριστικές και ιστορικές πληροφορίες.
Γι’ αυτό, ίσως, οι περισσότεροι Ρώσοι, φτάνοντας στην Αθήνα απογοητεύονται, όταν ανακαλύπτουν, πόσο «ακρωτηριασμένη» είναι εδώ η παρουσία της αρχαιότητας, πόσο τεράστιο, λευκό και αποστειρωμένο, σαν νοσοκομείο αγαλμάτων είναι το καινούργιο Μουσείο της Ακρόπολης. Αλλά σίγουρα υπάρχει και μια άλλη Αθήνα, την οποία ανακαλύπτουν κάτω από τον πέπλο του καυσαερίου, στο πολύγλωσσο και μολυσμένο κέντρο, όσοι δεν την κοιτούν μόνο μέσα από τον φωτογραφικό φακό, αλλά αφουγκράζονται τους ψιθύρους της, έστω και καλυμμένους από τη φωνή του ξεναγού.
Το 1956 ξεκίνησε από τη Μόσχα, για το γύρο της Ευρώπης, το κρουαζιερόπλοιο «Ρωσία», με επιβάτες γνωστούς σοβιετικούς συγγραφείς, που έβγαιναν για πρώτη φορά στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους ο μαιτρ της ρωσικής λογοτεχνίας Κωνσταντίν Παουστόφσκι (1892-1968) και ο Δανιήλ Γκράνιν, γνωστός στους Έλληνες αναγνώστες (και στις «Αναγνώσεις»), αν μη τι άλλο από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου Υπόθεση Γκράνιν: η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Η γνωριμία με την Αθήνα περιορίστηκε για τους σοβιετικούς συγγραφείς στην Ακρόπολη και στο λιμάνι του Πειραιά. Τους χάρισαν όμως μερικές ελεύθερες ώρες, τις οποίες ο καθένας τις ξόδεψε κατά βούληση - πώς ακριβώς δεν γνωρίζουμε. Μόλις το 1982 ο Δανιήλ Γκράνιν δημοσίευσε, στο βιβλίο του Ξένο ημερολόγιο, μια μικρή αφήγηση για την επίσκεψή του στην Αθήνα.
Είχαμε μερικές ελεύθερες ώρες μετά την επίσκεψη της Ακρόπολης... Ελεύθερες από το πρόγραμμα, και το κυριότερο ελεύθερες από την αγέλη των δικών μας, από τις εξηγήσεις του ξεναγού, από τις διαταγές των αρχηγών της ομάδας. Ήταν ευλογημένες, ιερές, οι πολυτιμότερες ώρες, όταν μπορέσαμε να νιώσουμε ταξιδιώτες. Να χαθούμε, ξένοι μεταξύ ξένων. Μια άγνωστη πλατεία μετά τη γωνία. Ο φόβος... Είσαι μόνος, στον ξένο τόπο, κανείς δεν ξέρει πού πήγες, πού έστριψες. Γκάγκστερ, κατάσκοποι, κατασκοπία, και άλλες βλακείες, που γέμιζαν τότε το κεφάλι μου. Πρότεινα στον Παουστόφσκι να πάμε μια βόλτα, εκείνος αρνήθηκε, προφασιζόμενος την κούραση... είπε να κάτσει καλύτερα κάτω από την ομπρέλα του υπαίθριου καφενείου. Με κάλεσε κι εμένα, αλλά εγώ, αφού ήπια πορτοκαλάδα, τον άφησα στην αβέβαιη σκιά του καφενείου και ρίχθηκα στο μαρμάρινο φούρνο της πόλης, στο κέντρο, από κει στη συνοικία των πολυτελών κατοικιών, στις δεντροστοιχίες. Τί κρύβεται πίσω από κείνη την αψίδα; Κι εκεί, στην πάροδο; Τραβούσα φωτογραφίες... Όπως υπολόγιζα, έκανα το γύρο της πόλης, πρόλαβα να δω τα πάντα... Τα ’δωσα όλα σ’ αυτόν το μαραθώνιο, σαν δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στον Πειραιά, στο κρουαζιερόπλοιο. Ξαπλωμένοι στις σεζλόνγκ, εγώ μιλούσα στον Παουστόφσκι για την Αθήνα, για τους δρόμους που έτρεξα, για τα αξιοθέατα που φωτογράφισα, σχεδόν τρία καρούλια...
-Κι εσείς τί κάνατε; Πού πήγατε;
-Πουθενά, δεν κουνήθηκα από κείνο το καφενείο, αποκρίθηκε ο Παουστόφσκι. Τον λυπήθηκα και ντράπηκα λίγο: νέος, γερός, κοκορευόμουν μπροστά στον ηλικιωμένο άνθρωπο, που η αδυναμία δεν του επέτρεψε να δει στην πόλη. Με άκουγε πολύ προσεκτικά, αλλά χωρίς το σύνηθες ζωηρό ενδιαφέρον.
Ενώ ταξιδεύαμε για την Ιταλία, ο Παουστόφσκι μου μιλούσε για την Αθήνα. Για ένα ζευγαράκι που καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι -εκείνος Κινέζος, εκείνη νέα, μιγάδα-, για τους Δομινικανούς μοναχούς, για έναν καυγά πιτσιρικάδων κι έναν πωλητή σφουγγαριών, για ένα κυνηγόσκυλο κι ένα τεριέ που ζούσαν στην αυλή κάποιου μαρμάρινου μεγάρου. Μου μιλούσε συνέχεια για την Αθήνα. Εκεί στο καφενείο, δίπλα του, έκαστε μια Αμερικάνα τουρίστρια, ρωσικής καταγωγής, χήρα ενός εφοπλιστή, που στην Αμερική βοηθούσε τον Μιχαήλ Τσέχωφ... ο σερβιτόρος που τον σερβίρισε δούλευε κάποτε στο Άγιο Όρος και ήξερε λίγα ρωσικά.
Ένα μήνα αργότερα, στο σπίτι, εμφάνιζα τα φιλμ. Πως επρόκειτο για την Αθήνα το κατάλαβα από τα γράμματα των επιγραφών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα άγαλμα. Το τράβηξα από διάφορες γωνίες, αλλά δεν θυμόμουν ποιον απεικόνιζε - σαν να το φωτογράφιζε κάποιος άλλος. Ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, κατάλαβα ότι ήταν το άγαλμα του Μπάιρον. Εγώ δεν το είδα, το φωτογράφιζα αλλά δεν το έβλεπα. Στο φωτογραφικό χαρτί εμφανίζονταν άγνωστα μέρη, κάποιες πύλες, βιτρίνες. Τίποτα δεν αντέδρασε μέσα μου, καμιά ανάμνηση. Ήταν η Αθήνα ή δεν ήταν; Αναλώθηκα στο ανούσιο τρέξιμο. Την Αθήνα τη θυμόμουν μόνο από τις αφηγήσεις του Παουστόφσκι...
Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου