ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
HELLENIKA [Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΚΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ]: Η Κοινή μας φούγκα. Ανθολογία νέων Ούγγρων Ποιητών, Εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, Επιμέλεια Ρούλα Κακλαμανάκη, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010, σελ. 252
«Στα χρόνια που θά ’ρθουν, όλα τα προβλήματα που έχουν βαρύνουσα σημασία συνοψίζονται σε τούτο: Είστε υπέρ ή κατά της δράσης και του προγράμματος των Ούγγρων εργατών;» έγραφε τον Δεκέμβριο του 1956, στο 20ό τεύχος του Socialisme ou Barbarie, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Στα χρόνια που ήρθαν, το καρκίνωμα του σταλινισμού και η παραμορφωτική αρθρίτιδα της σοσιαλδημοκρατίας κατάφεραν να αφοπλίσουν τη σημασία της ουγγρικής εξέγερσης και να φιμώσουν -με διαφορετικούς τρόπους, αλλά με τον ίδιο χυδαίο στόχο: την απόλυτη εξουσία- κάθε κοινωνική αναζήτηση. Σήμερα, αυτή η πρωτοφανής για τον 20ό αιώνα έκρηξη ιστορικής δημιουργίας, ακούγεται σαν κάποιο είδος αγροτικής εξέγερσης του Μεσαίωνα. Η άνοδος στην εξουσία του απροκάλυπτου συντηρητισμού, η αποβλάκωση των μαζών και η φτήνια της μεγαλύτερης μερίδας των διανοουμένων, ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου του φιλελευθερισμού τον άγγελο εξολοθρευτή της Ιστορίας (τους): η ουγγρική κατάθεση αναφέρεται -αν το επιτρέπει ο προϋπολογισμός του εκδότη και η κοινωνική θέση του ιστορικού- αποκλειστικά ως μία περίπτωση εθνικής εξέγερσης κατά της ρωσικής κυριαρχίας. Πουθενά δεν γίνεται λόγος για τον συμβαντικό χαρακτήρα της. Πουθενά δεν επισημαίνεται το ξεπέταγμα «εκείνου που δεν είναι εγγεγραμμένο ήδη μέσα στις ‘αιτίες’ του, στους ‘όρους’ του κλπ., εκείνου που είναι απεναντίας θέση νέων μορφών και σχημάτων, νέων σημασιών – δηλαδή αυτο-θεσμοθέτηση». (Κορνήλιος Καστοριάδης: Ουγγρική Επανάσταση 1956. Μια Δημιουργική Πηγή της Σύγχρονης Ιστορίας. Μτφρ: Μανόλης Λαμπρίδης. Αθήνα, ύψιλον βιβλία, 1979).
Σαν να λέμε, κανείς δεν αναφέρει αυτό που τρομοκρατεί σήμερα τους θεσμικούς και τους μισθωμένους από την εξουσία διανοουμένους: την αναγέννηση του ρομαντισμού. Εννοείται πως αυτός ο ρομαντισμός δεν έχει να κάνει με την πλαδαρή διαχείριση των συναισθημάτων, όπως τα επικυρώνει το υπάρχον, αλλά με τον ηφαιστειακό ιδεαλισμό του Byron, που υπερασπίστηκε τους Λουδίτες στη Βουλή των Λόρδων, του Shelley, που προσπάθησε επανειλημμένως να ξεσηκώσει τους Άγγλους χωρικούς και εργάτες, του Hugo, που ύψωσε το ανάστημά του καταδικάζοντας τη σφαγή των Κομμουνάρων, κι ακόμα-ακόμα του Sandor Petofi, του μεγάλου ποιητή, που ηγήθηκε της ουγγρικής εξέγερσης του 1848. Ο ρομαντισμός και ο ιδεαλισμός, που είναι πάντα έτοιμος να αναλάβει τις συνέπειες του ακατονόμαστου, του απρόοπτου, του μη επικυρωμένου από το υπάρχον, είναι η πραγματική επιβίωση του ουγγρικού διδάγματος του 1956• τουλάχιστον στην Ουγγαρία και στο υπογάστριό της: τα Βαλκάνια. Επιμένω σε αυτό, επειδή είναι γνωστό πως μία από τις σημαντικότερες πηγές του επαναστατικού εκείνου πειράματος, ήταν ένας κύκλος νεαρών κομμουνιστών, οι οποίοι αυτοονομάστηκαν «Κύκλος Petofi» προς τιμήν του επαναστάτη ποιητή. Σε μικρό χρονικό διάστημα, χιλιάδες Ούγγροι εργάτες συμμετείχαν στις συνεδριάσεις του «Κύκλου», ενώ εκεί τέθηκε για πρώτη φορά η αξίωση της παραίτησης του επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος, Imre Nagy. Η ποίηση, γι’ άλλη μια φορά, μπροστά από την πολιτική της διαχείρισης!
Είναι αυτό ακριβώς το κοινωνικά παρεμβατικό πρόσωπο του σύγχρονου ποιητή, εγκατεστημένο στην πηγή του ποιείν, μετά από τη δεκαετία του 1960 -αποτέλεσμα, φυσικά, και του διδάγματος του ουγγρικού 1956- που με υποχρεώνει να συνδέσω το κοσμογονικό για την ευρωπαϊκή αμφισβήτηση γεγονός με τον, διαπιστωμένο από τον Αλέξη Ζήρα, ρομαντισμό τόσο των σύγχρονων Ούγγρων ποιητών, όσο και των ομηλίκων τους Ελλήνων. Όντως, τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ποίησης εκείνων, χαρακτηρίζουν επίσης το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής ποίησης –και όχι της μετα-ποίησης των υπαλλήλων του υπάρχοντος- που γράφεται στην Ελλάδα. Η ξενότητα μέσα στον κόσμο, η αίσθηση πως ο άνθρωπος δεν έχει φύση αλλά μόνο Ιστορία, που την στοιχειώνουν μεγαλειώδεις στην υπερβατικότητά τους δυνάμεις –μεταξύ των οποίων και το πάθος, το οποίο καλεί τον ποιητή να προβάλει στην ορχήστρα της τέχνης του, φορώντας αλλεπάλληλα ιστορικά προσωπεία- κι ακόμα η αίσθηση πως είμαστε αυτό που είμαστε επειδή μπορούμε να γίνουμε κάποια στιγμή αυτό που δεν υπήρξαμε ποτέ: μια αλυσίδα ενσαρκώσεων και μετενσαρκώσεων ιδανικών ειδώλων, τα οποία φέρνουν το υποκείμενο στο κέντρο του ιστορικού και κοινωνικού πράττειν.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν ν’ αντιδράσουν μετά το 1989 δύο λαοί που όλη τους η περιουσία είναι η γλώσσα και ο ιστορικά επίμονος παγανισμός; Η προσαγόρευσή τους από την γλώσσα τούς στρέφει ενστικτωδώς προς το επερχόμενο -αφού ό,τι χάνεται καλώς χάνεται στο δάσος Ιστορίας- και προς το μόνο που θα μπορούσε να αποκρούσει την επίθεση του χάους: το υποκείμενο, την γλώσσα ως τόπο απορροής αυτού που είναι καθένας. Άλλωστε, η παγκοσμιοποίηση είναι πολύ παλιά και βαθιά υπόθεση• τουλάχιστον για λαούς όπως ο ουγγρικός και ο ελληνικός
Όλα τα τέρατα της καρδιάς μου σ’ εσένα έμοιαζαν.
Ψωριασμένοι άγγελοι, παγώνια, ακρωτηριασμένα παγώνια,
χρυσόψαρα. Μια σφήκα είχε τα στήθη σου (Ω, τα στήθη σου!),
τα μαλλιά σου έπλεαν δίπλα σου σ’ ένα ρυάκι.
Άκουσα τη φωνή σου να ηχεί όλο γλύκα και βάθος
σαν να μιλούσαν άλλα χείλη ανάμεσα στα πόδια σου...
(Ό.π. σσ. 98-99)
Διαβάζοντας το ποίημα του Arpad Kun, «Ορφέας» -στο οποίο ανήκουν οι παραπάνω στίχοι, ένοιωσα πως ο τίτλος της ανθολογίας αναφέρεται στην κοινότητα της σύγχρονης ελληνικής με την ουγγρική ποίηση. Μια παρανάγνωση, ασφαλώς• αλλά μια παρανάγνωση απολύτως ορθή εντός του πλαισίου της διανοητικής εκείνης δράσης που ο Shelley ονόμασε «ποιείν»: αναγνώριση της αξίας των πραγμάτων μέσω της φαντασίας. Και δεν είναι επειδή η Ρούλα Κακλαμανάκη παρήγαγε, μεταφράζοντας, ένα αριστουργηματικό ελληνικό ποίημα. Σίγουρα όχι. Χρειάζεται πολύ και εξαίρετο υλικό για να γίνουν τέτοια πράγματα, όσο «ελεύθερη» κι αν είναι η μετάφραση. Είναι επειδή το βαθύτερο εκείνο στρώμα της γεωλογίας ενός ποιήματος: η ευαισθησία, ενσαρκώνει έναν Ορφέα καθόλα ελληνικό και σύγχρονο, χωμένο σ’ έναν Άδη προτιμότερο από την επιφάνεια μιας γης, που αφανίζεται καθημερινά στα πόδια του αποκαθηλωμένου Προμηθέα του 20ου αιώνα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Έχοντας υποφέρει από τη στερεότυπη στιχουργία τόσων και τόσων κοσμικών Αμερικανών και Ευρωπαίων ποιητών, που μας συστήνονται ως σπουδαίοι τα τελευταία χρόνια, ανακουφίστηκα, όταν διάβασα τους Ούγγρους ποιητές που ανθολογούνται. Έχοντας γνωρίσει ορισμένους συμπατριώτες τους σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις, σχημάτισα την εντύπωση πως η ουγγρική ποίηση στράφηκε ήδη προς τη δύση της Δύσης. Αλλά η παρούσα ανθολογία δηλώνει άλλα πράγματα. Δηλώνει πως, εκεί πάνω, υπάρχουν ποιητές που έχουν τη δύναμη να κραυγάζουν ή να ψιθυρίζουν την εξορία του πνεύματος στον κόσμο, και τη μοιραία αδυναμία του Ιστορίας να εγγραφεί στην ευαίσθητη περγαμηνή της ψυχής, το ακατονόμαστο, το απρόοπτο, το ανορθόγραφο συμβάν της ύπαρξης.
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου