21/8/10

Ο «ασθμαίνων» χαρακτήρας του Παλαμικού έργου

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 19ο ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ (4)

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια σύντομη παρουσίαση του παλαμικού έργου, έως τη στιγμή που δημοσιεύεται. Ο Επισκοπόπουλος ευνοείται από τον Παλαμά την ίδια χρονιά, όταν δημοσιεύει το δικό του Άσμα Ασμάτων, με μια καλή κριτική από τον αρχηγό της γενιάς του ’80. Παρόλα αυτά, η παρούσα κριτική δεν αποκρύπτει τις αντιρρήσεις του Επισκοπόπουλου στην προσπάθεια του Παλαμά να δημιουργήσει ένα έργο αντάξιο του ηγέτη της γενιάς του και «εθνικού ποιητή». Ο «ασθμαίνων» χαρακτήρας του έργου που επισημαίνεται απεικονίζει εύγλωττα την άποψη του Επισκοπόπουλου, η οποία δεν θα αλλάξει σε καμία από τις κριτικές του για το παλαμικό έργο, είτε είναι ποιητικό (13-5-1898: «Τα ποιήματα του κ. Παλαμά»), είτε είναι θεατρικό (29-9-1903: «Η Τρισεύγενη»), είτε κριτικό (22-8-1899: «Οι ιππόται της ελληνικής ψυχής» και 13-4-1904: «Το νέον βιβλίον του κ. Παλαμά»), είτε εκδοτικό (20-9-1901: «Η έκδοσις του ποιητού»). Με το παρόν άρθρο για το ποιητικό του έργο διαφαίνεται εμμέσως πλην σαφώς μια τάση να αμφισβητηθεί όχι τόσο η άποψη περί πρωτοκαθεδρίας του Παλαμά στην ελληνική λογοτεχνική και κριτική σκηνή, όσο η υπερτίμηση του έργου του σε σχέση με την ευρωπαϊκή παραγωγή. Εν ολίγοις, ο Επισκοπόπουλος υποστηρίζει πως ο Παλαμάς πλησιάζει μόνο επιφανειακά τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή παραγωγή και ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή εν γένει βρίσκεται πολύ μακριά από το να χαρακτηριστεί κομμάτι της «νεωτέρας τέχνης». Ας μη ξεχνάμε, ότι την ίδια χρονιά ο Ροΐδης απορρίπτει τη νεοελληνική παραγωγή για τον ίδιο λόγο («Διατί δεν έχει η σημερινή Ελλάς φιλολογίαν»).
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ



Κωστής Παλαμάς

Είνε ο ποιητής, ο οποίος ανεκίνησε περισσότερον τας ιδέας και ύψωσεν εδώ την σημαίαν ποιήσεως ευρυτέρας, συνθετοτέρας, μάλλον φιλοσοφικής και μάλλον ελευθέρας. Κεκλιμένος με προσοχήν άνωθι των φιλολογιών όλων, ενωτίσθη τας τάσεις, εμυήθη εις τας μεγάλας δίψας των νεωτερισμών, παρηκολούθησεν όλα τα κύματα, εις τα οποία χωρίζεται και συνενούται η νεωτέρα τέχνη. Και ηθέλησε να συλλάβη και να περικλείση και αυτός εις τους στίχους του την ψυχήν κόσμου ολοκλήρου σκέψεων και ηθέλησε να βιάση την λύραν του, όπως αναδώση αυτή ιδεογονίαν ολόκληρον, κλίνουσα εις τας απαιτήσεις της εποχής μας. Εγνώρισε και αυτός, όπως όλοι οι σημερινοί σύγχρονοι ποιηταί, ότι η πρωτογενής μορφή της τέχνης, ο στίχος, πρέπει να χυθή εις πλουσιότερον τύπον και εις ελευθερότερον, δια να ζήση εις την αυτήν βαθμίδα με τας άλλας της φιλολογίας εκφάνσεις.
Είνε δυσάρεστον μόνον ότι η γαλήνη δεν εχύθη ακόμη εις την ποίησιν του κ. Παλαμά, ότι αι ιδέαι του εξέρχονται κάποτε ασθμαίνουσαι εκ τινός προσπαθείας και ότι ο ποιητής δίδει σπανίως ποτέ την αίσθησιν μεγάλου εργάτου παλαίοντος δια να φθάση κάτι τι μέγα, το οποίον ίσταται πλησίον των χειρών του. Όλα αυτά ίσως αύριον θα εκλείψουν.
Υπό σώμα μικρόν και κεφαλήν μικράν, αλλά ζωηρώς διαγεγραμμένην, της οποίας βλέπω τας μαύρας οφρύς, την μαύρην αιχμηράν γενειάδα κάτωθι μετώπου θελήσεως, ο Παλαμάς κρύπτει επιμονήν πορείας προς το ιδανικόν του, η οποία και μόνη θα επέβαλλε τον σεβασμόν.
Δεν γνωρίζω αν εγεννήθη εις εποχήν ευνοϊκήν διά το πνεύμα του και υπάρχουν στιγμαί που το αμφιβάλλω. Το χαρακτηριστικόν ότι τα πρώτα του ποιήματα, τα «Τραγούδια της Πατρίδος μου», είνε τα μόνα εννοούμενα από τους πολλούς συγχρόνους του, είνε δείγμα ότι προπορεύεται της εποχής του. Το πλήθος όπισθέν του γογγύζει, διότι έχει τας κνήμας ασθενεστέρας, αλλά με υπομονήν θα φθάσει οπωσδήποτε εις το αυτό τέρμα.
Οι βραδύναντες αύριο θα εννοήσουν ανωφελώς ότι ο Παλαμάς ήτο ποιητής, και ότι παραδεδομένος εις αχάριστον τιτανομαχίαν, με ιδέας ασχηματίστους, με τοπικήν χροιάν ακόμη απροσδιόριστον, με γλώσσαν, την οποίαν έπρεπε να διαπλάση και με κοινόν το οποίον έπρεπε ν’ αντιμετωπίζη, ήξευρε τουλάχιστον ν’ αντέχη και ήξευρε να έχη ευσυνειδησίαν. Όπως άλλως τε και ο Ίψεν «φορών και αυτός λευκά χειρόκτια περιμένει εις πύργον ελεφάντινον, με ηρεμίαν και με γαλήνην την Φήμην».
Δεν γνωρίζω ακριβώς τι θα ειπεί η αύριον διά τον Παλαμάν.
Γνωρίζω όμως ασφαλώς ότι δεν θα τον κατηγορήσει ότι δεν υπετάχθη, λικνίζων τους έρωτας των τροφών και θωπεύων των εμποροϋπαλλήλων τα ιδανικά και γνωρίζω ακόμη ότι μέσα εις το ξάφρισμα των ποιητικών συλλογών, αι οποίαι θα μείνουν διά να χαρακτηρίσουν τας προσπαθείας της εποχής μας, θα υπάρξει μία θέσις διά τα «Μάτια της Ψυχής μου».
Θα προσέθετα ως χαρακτηριστικόν ιδιαίτερον ότι ο θάνατος ήγγισε με την πτέρυγά του την λύραν του Παλαμά και ότι οι στίχοι του έκτοτε προσέκτησαν μεγαλυτέραν νοσταλγίαν μεγαλείου και χύνουν τα κύματά των ευρύτερα.
Ο κ. Παλαμάς μας υπόσχεται το «Τραγούδι του Ήλιου», τους «Παραδείσους», το «Τραγούδι του Γύφτου» και τον κύκλον του Ακρίτα.
Ν. Επ.
Άστυ 17/1/1900

Δεν υπάρχουν σχόλια: