22/7/10

Η «ιδιοφυΐα», για τον επιστήμονα Βιζυηνό

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

Ο Βιζυηνός είναι γνωστός στο ευρύ κοινό κυρίως ως διηγηματογράφος και ποιητής. Ως και τη δεκαετία του 1980, ακόμα και η φιλολογική προσέγγιση γινόταν με έμφαση στο λογοτεχνικό του έργο, χωρίς ιδιαίτερους συσχετισμούς με ή και αναφορές στο επιστημονικό (μελέτες φιλοσοφικές και ψυχολογικές). Κατόπιν, μια σειρά μελετών αρχίζει σιγά-σιγά να προσανατολίζεται προς άλλες πτυχές του έργου του […]
Ξεκινώντας το πρώτο μέρος της μελέτης του Πνευματικαί ιδιοφυΐαι. Παραγωγοί του Καλού [=Ωραίου], ο Βιζυηνός εστιάζει στην έννοια της ανάπτυξης προς την τελειοποίηση. Ο βασικός όρος-κλειδί «μεγαλοφυΐα» αποσυνδέεται από την εκ του μηδενός γένεση, αφού αποσαφηνίζεται πως νοείται ως η συνεχής μεταμόρφωση από κάτι που προϋπήρχε προς κάτι νέο (Α 2).
Παράλληλα, τονίζεται πως ο σκοπός δεν είναι η «ανάπαυσις» του υποκειμένου στον τελικό [=τελειοποιημένο και επιθυμητό] τύπο του οργανισμού, αλλά πορεία προς τον τύπο αυτό (Α 1). Οι παράγοντες ανάπτυξης είναι δύο ειδών: εξωτερικοί (επίκτητοι: παιδεία, αγωγή, άσκηση Α 3-4) και εσωτερικοί (έμφυτοι ως χαρίσματα Α 4-5), ενώ πρωταρχικός θεωρείται ο ρόλος των αισθήσεων (Α 4).
Διαβάζοντας κάποιος τη μελέτη, θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να εντοπίσει μια ροπή προς τον Θετικισμό και μάλιστα την εξελικτική θεωρία, που ήταν δημοφιλέστατη στο μέσο του 19ου αιώνα, ή τις αισθητικές θεωρίες, όπως εκείνη του Ταιν, που διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση του Θετικισμού. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν διαβάσουμε προσεκτικά το κείμενο, θα διαπιστώσουμε μια αντίδραση τουλάχιστον στις ακραίες μορφές ή θεωρίες και τη χρήση λεπτής ειρωνείας και προς τους θετικιστές ή τους υλιστές, εκτός από τους υποστηρικτές της μεταφυσικής, η οποία πλέον ήταν εύκολος στόχος. Τα όρια εντός των οποίων η θετικιστική προσέγγιση και η αντικειμενικότητα των αποφάνσεων της επιστήμης μπορεί να δράσει είναι η εξέταση των εξωτερικών παραγόντων από τη Φυσιολογία με βάση το ποσοτικό κριτήριο (Α 5-6, 8). Από το σημείο αυτό και πέρα, σε σχέση δηλαδή με τους εσωτερικούς παράγοντες και το ποιοτικό κριτήριο, ξεκινά η εξέταση του πνευματικού χαρακτήρα από την Ψυχολογία (Α 6-7). Για την εξέταση πραγμάτων «διαφευγόντων την δια της στατιστικής εμπειρικήν εξέλεγξιν» (Α 8), τα οποία μπορούν να αποδοθούν στην Τύχη ή τον Θεό, μόνο «παρηγόρους εικασίας» μπορούμε να κάνουμε, όπως παρατηρεί (Α 7-8), αφήνοντας κάποιο «παράθυρο» στη μεταφυσική. Η τελευταία εξετάζει την προέλευση του ταλέντου και τις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζονται πολλές μεγαλοφυΐες σε συγκεκριμένους καιρούς ή τόπους, αλλά φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει να επιχειρήσει κάτι τέτοιο (Α 21-22). Ο ίδιος, χωρίς να θέτει όρια σαφή και ξεκάθαρα, δηλώνει ότι μπορούμε, με εργαλείο τη ψυχολογική επιστημονική μέθοδο, να επιχειρήσουμε την «εσωτερικήν παρατήρησιν» συγκεκριμένων μεγαλοφυϊών και να βγάλουμε ως κάποιο σημείο τα συμπεράσματά μας, αν και αυτό το θεωρεί «δύσκολο» (Α 33). Eπιμένει πως η τυφλή πίστη στην απόλυτα αντικειμενική απόφανση για το θέμα της μεγαλοφυΐας οδήγησε τον υλισμό σε «φαταλιστικάς δοξασίας» που βασίζονται «επί εσφαλμένης λογικής μεθόδου» (Α 32). Αυτές τις ακραίες απόψεις τις ταυτίζει με την απολυτότητα της μεταφυσικής (Α 37).
Αρκετά αινιγματική είναι η στάση του απέναντι στο αδιέξοδο της υφέρπουσας μεταφυσικής διάστασης του προβληματισμού του. Επικαλείται μεν την «εμπειρική επιστήμη» της ψυχολογίας και, άρα, έχει ένα βαθμό αντικειμενικότητας, αλλά συνάμα αφήνει «τον αναγνώστη ν’ αποφασίση, εάν η οντολογική βάσις, εφ’ ης σιωπηλώς οικοδομούμεν, είναι ή δεν είναι ικανώς ισχυρά όπως συγκρατήση το επ’ αυτής εγειρόμενον οικοδόμημα» (Α 11). Αποδεχόμενος ότι χρησιμοποιεί την οντολογία ως κλάδο της μεταφυσικής (Α 11) και αφήνοντας τον αναγνώστη να τον κρίνει, ο Βιζυηνός αποφεύγει τον σκόπελο της απόρριψης ή της ανοιχτής αποδοχής της μεταφυσικής, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα με αυτό το λογοτεχνικό τέχνασμα.
Με το μεταφυσικό υπόβαθρο να αιωρείται, ο συγγραφέας μάς περιγράφει τη μεγαλοφυΐα αρχικά με βάση τη βούληση, την οποία μια μεγαλοφυΐα διαθέτει στον ανώτερο βαθμό (Α 11). Η εκπαίδευση θεωρείται σχεδόν εχθρός της μεγαλοφυΐας καθότι συντηρητική (Α 13), ενώ ως πνευματική τροφή υποδεικνύει τις παραστάσεις, οι οποίες θεωρούνται «εσωτερικαί καταστάσεις» που γεννά το υποκείμενο (Α 14). Η ψυχή ενδύει το υλικό των παραστάσεων με τον τύπο ή τη μορφή της αρεσκείας της, με ενδυματολόγο-«θεραπαινίδα» (Α 15-16) τη φαντασία. Η μνήμη αποδέχεται μόνο τις καταλλήλως ενδεδυμένες παραστάσεις, θα παρατηρήσει ο Βιζυηνός (Α 15). Για τη σχέση της φαντασίας με τη λελογισμένη διαμόρφωση κατόπιν διδασκαλίας, άσκησης ή έξεως (Α 17), επισημαίνει ότι σίγουρα η λογική συμβάλλει στην τακτοποίηση του χάους, αλλά η «ιδιαιτέρα ατομικότης» κάθε πνεύματος θεωρείται η αρχική αιτία για την κατεύθυνση που αυτό παίρνει. Η έννοια της κλίσεως συνδέεται με εκείνη του ταλέντου, αλλά η ανάλυση που επιχειρεί κινείται ανάμεσα στο παιγνιώδες και το επιστημονικό-ξηρό, ενώ απαιτείται προσοχή για να καταλήξει κάποιος σε ξεκάθαρα συμπεράσματα. Παρόλο που αποποιείται τη θρησκευτικού τύπου μεταφυσική διάσταση, την έννοια της εξ ουρανού «κλήσεως» (Α 18-22 και 25), ο Βιζυηνός διατηρεί την οντολογικού τύπου εξέταση της ατομικότητας κάποιας μεγαλοφυΐας κατά περίπτωση (προτίμηση, ατομικό γούστο: Α 25), με έμφαση στην πρόσληψη και επεξεργασία των παραστάσεων από το υποκείμενο (Α 31). Η ψυχολογική μέθοδος της εσωτερικής παρατήρησης (Α 22) αφορά στην παρατήρηση των ενεργειών της ψυχής της μεγαλοφυΐας με βάση τις εξωτερικές εκδηλώσεις τους. Η έννοια του ξαφνικού ή του τυχαίου, όμως, στη φράση «φαίνονται αίφνης τείνουσαι, ρέπουσαι, κλίνουσαι προς μίαν… διεύθυνσιν» (Α 26), μας οδηγεί στην απομάκρυνση από το μηχανιστικό τρόπο προσδιορισμού των αιτίων από τον Θετικισμό προς την αποδοχή και της μεταφυσικής πλευράς. Η συνύπαρξη της λογικής με την τυχαιότητα (το ξαφνικό εδώ) θυμίζει τη διαφορά του θετικιστικού σχήματος του Ταιν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Για τον Βιζυηνό η βούληση και η ωριμότητα της λογικής θα ταξινομήσουν το χάος (Α 27), αλλά η στιγμή που αντιστοιχεί στο «αίφνης» δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων από βιολογικούς νόμους. Οι δύο μεταφορές από τα μαθηματικά και τη φυσική, με την συνισταμένη και τις συνιστώσες της (Α 28-29) ή τον θεωρητικό και τον εμπειρικό μηχανικό (Α 29), βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει περισσότερο αυτό που υποστηρίζεται και τον προετοιμάζει για τη διαπραγμάτευση που θα επιχειρηθεί κατόπιν (Α 29-39) με την επίθεση στις ακρότητες του υλισμού κυρίως (Α 32-39), με αποκορύφωμα την προαναφερθείσα ταύτιση ακραίων υλιστικών απόψεων με τις εκείνες των οπαδών της μεταφυσικής (Α 37).
Η τελική του πρόταση οντολογικής θεώρησης της μεγαλοφυΐας χρησιμοποιεί τους βιολογικούς νόμους («φυσιολογικούς όρους»: Α 40), αλλά παράλληλα εξετάζεται το ατομικό («ίδιοι τρόποι»: Α 40). Έτσι, ο Βιζυηνός επισημαίνει τη σημασία των συναισθημάτων («συναισθάνεσθαι»: Α 40) για τον ατομικό χαρακτήρα. Η αφορμή για την τελική έκβαση είναι η ύπαρξη παραστάσεων στη συνείδηση, αλλά η γέννηση των συναισθημάτων είναι εκδήλωση μιας ειδικής (ή «ιδίας») ικανότητας της ψυχής και όχι προϊόν των παραστάσεων αυτών, που από μόνες τους δεν θα οδηγούσαν σε συναισθήματα. Από την άλλη, η «βούλησις», ως «ιδία ικανότης της ψυχής», δεν είναι το αποτέλεσμα της επικράτησης ενός συμπλέγματος παραστάσεων, αλλά η ικανότητα της ψυχής να κατέχει, να εκτιμά διά συναισθημάτων και να κρίνει αξιολογώντας την κάθε μία, απορρίπτοντας ή διατηρώντας τις.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι στο πρώτο μέρος της μελέτης ο Βιζυηνός επικαλείται την έννοια της δικαιοσύνης, με μια ειρωνικού τύπου υιοθέτηση της χριστιανικής εικόνας της κρίσης του ανθρώπου και των ενεργειών του από τον Θεό (την «απολογίαν... επί του φοβερού βήματος»). Μετατρέπει την άποψη του χριστιανισμού σε μία υπεράσπιση της «αναλογίας» των ευθυνών του υποκειμένου σε σχέση με τα προτερήματά του. Η σχεδόν αινιγματική αυτή, λόγω του παιγνιώδους χαρακτήρα της, κατάληξη, αναδεικνύει καλύτερα την ενδιάμεση στάση που διαπιστώσαμε ότι διατηρεί.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: