ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΑΡΙΔΗ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Γεωργία, περιβάλλον, διατροφή. Η ελληνική γεωργία στο παγκόσμιο αγροτροφικό σύστημα, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 243
Αν κάτι χαρακτηρίζει σήμερα το παγκόσμιο αγροτροφικό σύστημα είναι η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον πρωτογενή τομέα στο πεδίο της βιομηχανίας και του εμπορίου. Αυτή η σταδιακή «αυτονόμηση» της παραγωγής τροφίμων από την αγροτική παραγωγή, μας εξηγεί γιατί η κλαδική αναδιάρθρωση της οικονομίας απολήγει στην υποβάθμιση του ειδικού βάρους του πρωτογενούς τομέα, ενώ το ζήτημα της παραγωγής τροφίμων αναφέρεται σε κρίσιμα προβλήματα της οικονομίας, της πολιτικής και της οικολογίας. Στο βιβλίο του Β. Νικολαΐδη επισημαίνονται ορισμένα καίρια ζητήματα, ως παρεπόμενα των εξελίξεων στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, όπως η σχέση της γεωργίας με την ύπαιθρο και το φυσικό περιβάλλον, οι επιπτώσεις της τεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής, ο έλεγχος της παραγωγής και της εμπορίας τροφίμων από πολυεθνικές εταιρίες με βαρύνουσες συνέπειες στις οικο-κοινωνικές ισορροπίες του αγροτικού χώρου. Αν και η σχετική συζήτηση δεν πέτυχε την ανάλογη διάδοση στην ελληνική κοινωνία, η παραγωγή τροφίμων συνιστά κρίσιμο κόμβο στις ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις, σχετικά με την επάρκεια και την ποιότητα των τροφίμων, τις σχέσεις κοινωνίας-κράτους-αγοράς, τις οικολογικές ισορροπίες, την εφαρμογή γενετικών και τεχνολογικών καινοτομιών, αλλά και τον έλεγχο της παραγωγής και εμπορίας τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται λοιπόν η ανάδειξη και ερμηνεία των σύνθετων αλλαγών που συντελούνται σήμερα στον αγροτροφικό τομέα, στη χώρα μας και διεθνώς. Καταρχάς, ο Β. Νικολαΐδης αναλύει την οικονομική σημασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής και την «παραδοσιακά» στενή σχέση της με το φυσικό περιβάλλον. Όμως, οι εφαρμογές της επιστήμης και της τεχνολογίας, η συνακόλουθη εκβιομηχάνιση στην παραγωγή και μεταποίηση των προϊόντων και η εμπορία σε παγκόσμια κλίμακα, οδήγησαν στον έλεγχο του παγκόσμιου αγροτροφικού συστήματος από περιορισμένο αριθμό πολυεθνικών εταιριών, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη και, εν πολλοίς, μη αναστρέψιμη υποβάθμιση του περιβάλλοντος και των οικο-πληθυσμιακών ισορροπιών, με ορατό πλέον τον κίνδυνο της καταστροφής αγροτικών πληθυσμών ιδίως στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Η ανάλυση του συγγραφέα αναδεικνύει ως βασική αντίφαση το γεγονός ότι ενώ το «άτομο» αποτελεί αξιωματικά την «κορωνίδα» της θεωρητικής κατασκευής των νεοκλασικών οικονομολόγων, στο πλαίσιο της πραγματικής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας αυτό υποβαθμίζεται σε απλή «καταναλωτική μονάδα», ενώ η υποβάθμιση των φυσικών όρων αναπαραγωγής του οδηγεί τις κοινωνίες σε αδιέξοδο και ανοίγει το δρόμο στις ολοένα και συχνότερες διατροφικές κρίσεις των ημερών μας.
Ένας τρίτος άξονας της ανάλυσης στοχεύει στην ανάδειξη των βασικών κινητήριων δυνάμεων του παγκόσμιου αγροτροφικού συστήματος και του τρόπου που αυτές εκφράζονται στις διεθνείς εξελίξεις. Η «απεμπλοκή» του κράτους από την προστασία που ιστορικά παρείχε στον αγροτικό τομέα, συνδέεται με την ανάδυση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των διεθνών οργανισμών, που ποδηγετούν τις δυναμικές στο πεδίο της παραγωγής και εμπορίας των τροφίμων. Αν η οικονομική και τεχνολογική υπεροχή των πολυεθνικών επιχειρήσεων τους επιτρέπει την παραγωγή καινοτόμας επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, η πολιτική και επικοινωνιακή τους δύναμη, η επιρροή που ασκούν στους διεθνείς θεσμούς και τα κράτη, τους επιτρέπει την ιδεολογική νομιμοποίηση και τη θεσμική κατοχύρωσή τους εντός του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου πλαισίου παραγωγής και εμπορίας των τροφίμων.
Ωστόσο, παρά την ηγεμονία των πολυεθνικών εταιριών, ο συγγραφέας δείχνει ότι τα εναλλακτικά αγροτικά και καταναλωτικά κινήματα, παρά τη σχετικά μικρή συμμετοχή τους με καθαρά οικονομικούς όρους, έχουν πολλαπλάσια πολιτική και ιδεολογική επιρροή. Σε βαθμό μάλιστα που κάποιες φορές αναγκάζουν τους πολυεθνικούς κολοσσούς να αναπροσαρμόσουν τις πολιτικές τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκ μέρους τους υιοθέτηση πρακτικών «δίκαιου εμπορίου» (Fair Trade).
Μια από τις βασικές αρετές του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας του δεν αποφεύγει να θέσει το ζήτημα της «επιστημονικής ουδετερότητας». Χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην αυστηρή επιστημονική ανάλυση και ερμηνεία του ζητημάτων που αντιμετωπίζει, ο Β. Νικολαΐδης έχει επίγνωση των ιδεολογικών και πολιτικών διακυβευμένων. Στην προοπτική αυτή, ασκεί κριτική στους υποστηρικτές των νεοκλασικών οικονομικών και των «οικονομικών του περιβάλλοντος», οι οποίοι επιμένουν να αναζητούν διεξόδους στα προβλήματα του υφιστάμενου αγροτροφικού συστήματος στην επέκταση της αγοράς, σε μια λογική δηλαδή που οδήγησε στη σημερινή κρίση των ενδεχομένως μη-αναστρέψιμων δημογραφικών, κοινωνικών και οικολογικών ανισορροπιών.
Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετεί θέσεις προερχόμενες από την πολιτική οικονομία και τα «οικολογικά οικονομικά», οι οποίες διευρύνουν τις οπτικές πάνω στο αγροτροφικό σύστημα, εισάγοντας στην ανάλυση κοινωνικούς, ιστορικούς και οικολογικούς προβληματισμούς. Σε πολιτικό επίπεδο, αμφισβητώντας τις «αυτονόητες» νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για ζητήματα όπως οι χρήσεις της επιστήμης και της έρευνας, οι θεσμικές αλλαγές σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, η θέση και ο ρόλος του αγροτικού τομέα, η εμπορευματοποίηση και η θέση των μονοπωλίων στην παραγωγή τροφίμων, ο Β. Νικολαΐδης επιμένει στα ενδεχόμενα εναλλακτικών πολιτικών που, με επίκεντρο το αγροτροφικό ζήτημα, θα μεριμνούσαν για το περιβάλλον και τις κοινωνικο-δημογραφικές ισορροπίες του αγροτικού χώρου.
Ο Νίκος Κοταρίδης διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου