31/7/10

Ταξίδια στα Βαλκάνια (1)

ΜΟΛΔΑΒΙΑ, Ιάσι 1742

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο εικοσιπεντάχρονος κερκυραίος Μάρκος Αντώνιος Κατσαΐτης, πατρίκιος της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και του Τζάντε, «γεννημένος ευγενής» σε ορθόδοξο ελληνικό περιβάλλον, ανέπτυξε από νωρίς ιστορικο-γεωγραφικά ενδιαφέροντα. Εκτός από μια Γεωγραφία (Βενετία 1738), έγραψε ταξιδιωτικές εμπειρίες μετά το ταξίδι του στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στη Μολδαβία, όλα στα ιταλικά. Στο Ιάσι, την πρωτεύουσα της Ηγεμονίας αυτής, έφτασε με στόχο να συναντήσει τον φαναριώτη Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο, ή Κωνσταντίν μπέη, και να αναλάβει τη συγγραφή μιας Ιστορίας της Δακίας, εγχείρημα που πρέπει να το συσχετίσουμε με τις μεταρρυθμίσεις (ρεφόρμα) του ηγεμόνα.
Ο Κατσαΐτης παρατηρεί με φυσιοκρατικούς όρους τo χώρο και τους ανθρώπους: Η συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων, η ενδυμασία, η γλώσσα τους, ο τρόπος που ασκείται η εξουσία και που σκέπτονται και δρουν άνδρες και γυναίκες είναι θέματα που τον ενδιαφέρουν. Μερικές από τις φυσιογνωμικές διαφορές τις αποδίδει στους γεωφυσικούς όρους, ενώ τα έθνη (nazioni) τα διακρίνει κατά βάση με κριτήριο τη γλώσσα.
Ο τρόπος με τον οποίο αντικρύζει το Ισλάμ δείχνει ανεκτικότητα αλλά και απόσταση. Στο πρόσωπο, π.χ., του Ντιβάν εφέντη, ανώτερου οθωμανού υπαλλήλου επιφορτισμένου να επιβλέπει την τήρηση του νόμου στις υποτελείς Ηγεμονίες, αναγνωρίζει, με έκπληξη, οικεία ευρωπαϊκά-χριστιανικά πρότυπα, χωρίς, όμως, να υπεισέρχεται στις διαφορετικές ισλαμικές δογματικές εκδοχές.
Στην ολιγόμηνη παραμονή του στο Ιάσι, ο Κατσαΐτης, ορθόδοξος βενετός υπήκοος ντυμένος αλά γαλλικά, διαθέτει, από κούνια, ευαίσθητες κεραίες για να αναγνωρίσει τον πολυεπίπεδο συγκρητισμό του «βαλκανικού αυτού συμπλέγματος» –για να χρησιμοποιήσουμε έναν εύστοχο όρο του Φ. Μπρωντέλ–, δηλαδή τα υπολείμματα στις Ηγεμονίες τόσο από τις άλλοτε στενές πολωνικές και ουγγρικές σχέσεις και εξαρτήσεις τους (π.χ. η φορεσιά των ντόπιων γυναικών, οι τίτλοι των αξιωματούχων) όσο και από τις συγκαιρινές του οθωμανικές-πατριαρχικές, μαζί με τους νεοτερισμούς που προκύπτουν από τις εντεινόμενες δυτικοευρωπαϊκές. «Μισά αλά φράγκα και μισά αλά τούρκα» δεν είναι μόνο τα διαφορετικά νομίσματα, τα μέτρα και σταθμά στην Οθωμανική αυτοκρατορία• είναι, κυρίως, από τη μια, το θεοκρατικό κλίμα που μεταφέρουν από την Κωνσταντινούπολη και το Πατριαρχείο οι Φαναριώτες και, από την άλλη, οι κυρίες των τιμών και ο αέρας των δυτικο-ευρωπαίων ευγενών, καλλιτεχνών κ.ά., που περιφέρονται στην αυλή του ηγεμόνα, και, τέλος, η ανάμικτη ηγεμονική αρχιτεκτονική και το φαγητό.
Στην πραγματικότητα, ο Κατσαΐτης, περιγράφοντας τον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό –που πρέπει να νοηθεί κάθε άλλο παρά «πολυπολιτισμικός» ή «πολυεθνικός»– μάς κάνει γνωστό έναν από τους τόπους εξουσίας της «Ευρωπαϊκής Τουρκίας», εξαρτημένο από την Πύλη αλλά και ανοιχτό στη Δύση, έναν τόπο συνάντησης διαφορετικών πολιτικο-ιδεολογικών προτύπων και γι’ αυτό συσσώρευσης μιας δυναμικής ικανής να τον μετατρέψει σε μελλοντικό θύλακο ρήξεων.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


«Μισό αλά φράγκα, μισό αλά τούρκα»


Η πόλη τού Ιασίου ή Γιάσι, θεωρείται από πολλούς η Αυγούστα των αρχαίων, κείται στο βαθμό 47 και 50 εκ. βορείου πλάτους, στις όχθες του μικρού ποταμού Μπαχλούιο, που σε μικρή απόσταση χύνεται στον Προύθο, 10 ώρες ή 30 μίλια από τα όρια της Πολωνίας. Μέρος του βρίσκεται στο λόφο και μέρος του στην πεδιάδα, το δε ανάκτορο του πρίγκιπα, που είναι αρκετά μεγάλο και περιβάλλεται ολόκληρο με τείχη, χρησιμεύει σαν ακρόπολη ή φρούριο. Η πόλη είναι μέτρια ευρύχωρη, όμως όλη ανοιχτή και τα σπίτια της αραιά. Οι κατοικίες της είναι χαμηλές και όλες στον τοπικό τύπο, δηλ. με αρκετά δωμάτια, χωρίς καμιά τάξη, σκεπασμένα με βούρλα και κλαδιά, για να μη κάνουν βάρος στις στέγες που τον περισσότερο καιρό του έτους είναι σκεπασμένες με χιόνια. Όλοι οι κυριότεροι δρόμοι είναι από σανιδώματα με μεγάλα δοκάρια ή τάβλες, που στηρίζονται σε τραβέρσες για να ισοπεδώνεται το έδαφος. Με τον τρόπο αυτό το έδαφος δεν είναι λασπώδες από το χιόνι που λιώνει πάνω και από το αδιάκοπο πέρασμα των αλόγων, των αμαξών και των κάρρων [...].
Στο Ιάσιο βρίσκονται πάμπολλοι Εβραίοι και εξασκούν τα εμπόριά τους με τα μαγαζιά τους και είναι Γερμανοί, Πολωνοί και άλλων εθνοτήτων, όπως Ούγγροι, Τρανσυλβανοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Έλληνες, κυρίως από τα Γιάννενα και Κωνσταντινουπολίτες, άλλοι στην υπηρεσία των πριγκίπων κι άλλοι για εμπόριο.
[...] Ο αγάς επαγρυπνεί στις αταξίες της νύχτας και όλοι που συλλαμβάνονται, οδηγούνται σ’ αυτόν και τιμωρούνται κατά την κρίσιν του [...]. Περισσότερο όμως από κάθε άλλο επαγρυπνούν για τους κλέφτες και για τις ξετσίπωτες γυναίκες και τις πόρνες, τιμωρώντας αυστηρά όχι μόνο τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες που θα ήταν φτιασιδωμένες [...]. Τούτο, ωστόσο, προς αίσχος όλων αυτών των αυστηρών μέτρων και φροντίδων, δεν εμποδίζει να υπάρχει στον κόσμο κανένα μέρος, από τη Βλαχία και τη Μολδαβία, που να έχει μεγαλύτερη ακολασία κι όπου να βρίσκονται γυναίκες πιο εύκολες και πρόθυμες. [...]. Η πριγκίπισσα, τόσο η μητέρα όσο και η σύζυγος, ονομάζονται ντόμνες και οι θυγατέρες ντομνίτσες και αυτές διατηρούν τα ευρύχωρα διαμερίσματά τους, με την αυλή τους, με υπουργούς διαφορετικούς, έχουν στην υπηρεσία τους πολλές σκλάβες, που στέλλονται στον πρίγκιπα από την Κριμαία, την Ταταρία, τη Γεωργία και από άλλα μέρη. Τα διαμερίσματα των πριγκιπισσών ονομάζονται χαρέμια κατά την τουρκική συνήθεια.
[...].Δύο περίπου μίλια μακρυά από το Ιάσιο υπάρχει ένα ανάκτορο αναψυχής στις όχθες του ποταμού Προύθου, που ονομάζεται la Formòs που χτίστηκεν από τον βοϊβόδα Γκρεγκόρ [πιθανόν Γρηγόριος Γκίκας Β΄ 1690-1752], αδελφό του κιουρτσήμπαση [=αρχιμάστορας γουναράς], που εξ αφορμής κρατικών υποθέσεων αποκεφαλίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το ανάκτορο αυτό χτίστηκε μισό σε τουρκικό και μισό σε φράγκικο ρυθμό και είναι το ωραιότερο κτίριο όλης της Μολδαβίας. Αυτός ο βοϊβόδας Γκρεγκόρ ηγεμόνευσε 12 χρόνια στο πριγκιπάτο τούτο και συγκέντρωσεν άπειρους θησαυρούς, αλλ’ αφού έγινε έκπτωτος απ’ την Κωνσταντινούπολη, με κίνδυνο να του πάρουν το κεφάλι, όπως και του αδελφού του, τον τοποθέτησαν στη Βλαχία και στο πριγκιπάτο τούτο έβαλαν τον Κωνσταντίνμπεη [...].
Ακολούθως πήγα στον Ντιβάν εφέντη ο οποίος με κράτησε κοντά του, με διάφορες ομιλίες ως το βράδυ. Με υποχρέωσε να μείνω μαζί του στο δείπνο, γιατί είχαν τη νηστεία τους, δηλ. το Ραμαζάνι, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά με την ανατολή του πρώτου αστεριού [...]. Ήταν ένας αυστηρός παρατηρητής του νόμου του, όμως δεν τον δυσαρεστούσε και ο δικός μας και με προκαλούσε να του εξηγώ διάφορες δικές μας τελετές που άκουε με προσοχή και που ακόμη επιδοκίμαζε και πολλές φορές, βρισκόμενος με Τούρκους, μου μιλούσε στα ελληνικά, μιλώντας σιγά, για να μην ακούουν τις κουβέντες μας. Ήταν εξάλλου άνθρωπος αγαθός, χρηστός και μεγάλης ηθικής και σ’ όλη του τη ζωή δεν εγνώρισεν άλλες γυναίκες, παρά μόνο μία σύζυγο, που την αγαπούσε με πάθος. Ανακάλυψα σ’ αυτόν πολλά άλλα χριστιανικά αισθήματα και όλα αυτά δεν είναι εκπληκτικά, αν υπολογίσουμε ότι αυτός ένας Γιαννιώτης, γεννημένος και αναθρεμμένος μεταξύ Ελλήνων και πως ακόμη τώρα δεν συναναστρέφεται με άλλους, παρά με Χριστιανούς. Γνώριζε βαθειά την τουρκική γλώσσα, την αραβική, την περσική και μιλούσε ολοκάθαρα την ελληνική καθώς επίσης διάβαζε και έγραφε στο ιδίωμα αυτό. Με παρακάλεσε, αν θα έμενα στο Ιάσιο, να τον μάθω την ιταλική, διδάσκοντάς μου εκείνος εις αντάλλαγμα την τουρκική γλώσσα [...].
Εδώ [στην αντικάμαρα] αντάμωσα τους Κυρίους Magnan [μαρκήσιος] και Δρα Bretagni [αρχίατρος του πρίγκιπα] [...]. Όταν έπειτα βγήκεν ο πρίγκιπας, πήγα ως συνήθως, να του υποκλιθώ και με κράτησεν ως το τέλος της ακρόασης. Αφού τελείωσε και τον συνόδεψαν στα διαμερίσματά του, βγήκεν ο μεγάλος ποστέλνικος και αφού μαζί εμπήκαμε στην άμαξα, πήγαμε στο σπίτι του για γεύμα. Το τραπέζι παρετέθη μισό αλά φράγκα και μισό αλά τούρκα και οι ομοτράπεζοι είμαστε 12.
[...] Εμπήκα κι ο Υψηλότατος ήταν καθισμένος στο συνηθισμένο μέρος του σοφά και σε μια απόσταση επίσης ο Αλή εφέντης στον σοφά. Οι άλλοι υπουργοί έμεναν όρθιοι σε απόσταση, κάπως μακρυά, παρά μόνο ο μεγάλος ποστέλνικος. Όταν έφτασα εμπρός του και του έκαμα τις οφειλόμενες υποκλίσεις, του είπα ότι τον ευχαριστούσα ευσεβάστως για τις τόσες ευεργεσίες που έκαμε για μένα γενναιόδωρα όλο το χρόνο της διαμονής μου στην αυλή του [...]. Δεν μου έμενε τίποτε άλλο από το να παρακαλέσω τον ύψιστο Θεό για τη μεγαλύτερη ακόμη εξύψωση του ονόματός του, για τη διαφύλαξη της υγείας του και για τη διατήρηση της Υψηλότητός του στο πριγκιπάτο εις δόξα ολόκληρου του έθνους μας...»

Φ. Κ. Φάλμπου, Μάρκου Αντώνιου Κατσαΐτη, ΙΙΙ Ταξίδι στη Μολδοβλαχία το έτος 1742, Εισαγωγή Κείμενο Μετάφραση-Σχόλια Πίνακες, Αθήναι 1979

Δεν υπάρχουν σχόλια: