26/6/10

Στο Μαγικό Βουνό

Κάπου έξω από τη Ζυρίχη, στην βόρεια Ελβετία είναι το «Σπίτι των Μεταφραστών»...

ΤΗΣ ΑΓΟΡΙΤΣΑΣ ΜΠΑΚΟΔΗΜΟΥ

Πρωινό ξύπνημα από τον ανεπαίσθητο ήχο που κάνει η αυγή, όταν σκάει στον ορίζοντα και υπάρχει κάποιος να τη δει. Κοράκια να ερωτοτροπούν εναερίως και υγρά από την πάχνη χόρτα που σε προσκαλούν να τα τσακίσεις με γυμνά δάχτυλα. Πιο πέρα, πέρα από δάση και λιβάδια με αγελάδες, διακρίνω την ομίχλη να απλώνεται, γαλαζωπή όντως, πάνω στη λίμνη.
Ο Ρόμπερτ Βάλζερ (Ελβετός συγγραφέας, 1878-1956) τελείωσε εδώ κοντά, στο Χέρισαου, τη ζωή του σε άσυλο ψυχοπαθών και έγραφε: Η λίμνη ήταν αχνογάλαζη... Τα βουνά της αντίπερα όχθης δεν φαίνονταν σχεδόν, χωμένα στην καταχνιά που είχε απλώσει η τέλεια αυτή μέρα πάνω απ’ τη λίμνη. Ναι, όλη η κυκλική θέα ήταν γαλάζια, ακόμη και το κοντινό πράσινο και το κόκκινο των κεραμιδιών φάνταζε γαλαζωπό. Ακουγόταν ένας ενιαίος βόμβος, λες κι όλος ο αέρας, όλος ο διάφανος χώρος σιγοτραγουδούσε. Ακόμη και ο βόμβος και το βουητό ακουγόταν και φάνταζαν σχεδόν γαλαζωπά! (Ρ. Βάλζερ, Ο Παραγιός, μετ. Ιάκωβος Κοπερτί)
Τα σπίτια των μεταφραστών είναι μικροί, περίκλειστοι κόσμοι σιωπής, οι ήχοι των διαφορετικών γλωσσών (αυτή τη φορά εκτός από τα κλασικά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ακούγονται και ρώσικα, γεωργιανά και βουλγάρικα) μοιάζουν να υποτάσσονται στην κυριαρχία του γραπτού λόγου. Οι λέξεις προστατεύουν τη σιωπή μας.
Κλεινόμαστε ο καθείς στο δωμάτιό του, ακολουθώντας τελετουργικά μια προσωπική ιεροτελεστία γραφής, διακόπτοντας μόνο για μικρές πεζοπορίες. Στην κοινή κουζίνα συναντιόμαστε, πάνω από τηγάνια με τηγανητά κρεμμύδια και τον αχνό από μακαρόνια που βράζουν, ανταλλάσουμε μυστικά των λέξεων, ανακαλύπτουμε ομοειδείς ήχους, πειραματιζόμαστε με γεύσεις και ήχους ασυνήθιστους στη γλώσσα μας. Πεινάμε για κόσμους που μας είναι άγνωστοι. Ψίχουλα πάνω σε βιβλία για να μας δείχνουν το δρόμο. Όλα κυλούν αργά, και γρήγορα μαζί, και
Ό,τι τώρα πίνουμε
Χορταίνει τη δίψα των ωρών,
Ό,τι τώρα είμαστε
Μ’ αυτό φιλεύουν οι ώρες τον χρόνο

(Πάουλ Τσέλαν, από τον κύκλο «Οι καλαμιές της νύχτας», μετ. Τέο Βότσος)
Εκτός από τις ιστορίες που μεταφράζουμε, κουβαλάμε κι άλλες, τις δικές μας, και σαν τους ενοίκους ενός άλλου «Μαγικού Βουνού» φτιάχνουμε κι εμείς τη μικρή, προσωρινή ζωή μας, εδώ πάνω στα βουνά. Παρακολουθούμε τις τέσσερις εποχές να εναλλάσσονται μέσα σε μια μέρα, και τη ζωή που αφήσαμε πίσω μας να χάνεται, όπως η ομίχλη διαλύεται στον μακρινό ορίζοντα. Άλλοι ανυπομονώντας να κατέβουν ξανά στη πεδιάδα, να επιστρέψουν, κι άλλοι, οι πιο πολλοί, να ξεμείνουν, για πάντα ίσως, όπως ο Χανς Κάστορπ, όμηροι και εραστές.
Ο Γεωργιανός, ένας άυλος νεαρός με πρόσωπο βυζαντινού αγίου σε ξεχασμένο ξωκλήσι, έχει κερδίσει το παρατσούκλι «το φάντασμα». Κοιμάται όλη μέρα και περνάει τις νύχτες του παλεύοντας με την Μαργκερίτ Γιουερσενάρ και τους ελληνικούς μύθους. Κάποια νύχτα συναντηθήκαμε στον κήπο, ο καπνός των τσιγάρων μας σκαρφάλωνε λαχανιασμένος στον ακίνητο αέρα, και μου εξομολογήθηκε την αγάπη του για τη Σαπφώ. Σε σπαστά ελληνικά, κάτω από ένα ολόγιομο ελβετικό φεγγάρι, την Βαλπούργεια νύχτα του Σωτήριου Έτους 2010, μια νύχτα που οι μάγισσες σκορπάνε γητειές και γιορτάζουν τη ζωή, ενώ οι νεράιδες παραμονεύουν στα σκοτεινά δάση και τις σκιές, ακούω:
Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα-
σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.

(μετ. Οδυσσέα Ελύτη)
Τα βράδια μαζευόμαστε με τη δικαιολογία του φαγητού και λέμε ιστορίες. Ο Ρώσος απαγγέλει μισομεθυσμένος Πάουλ Τσέλαν στα ρώσικα (η ρώσικη ψυχή πίνει για να θυμάται, ρωτήστε τον Ντοστογιέφσκι). Η γλώσσα αναστενάζει και παλεύει να βρει δρόμους να μας φτάσει:
Η ανάσα της νύχτας είναι το σεντόνι σου, το σκοτάδι
ξαπλώνει στο πλάι σου.
Αγγίζει τον αστράγαλό σου και τον κρόταφο, σε ξυπνά
για να ζεις και να κοιμάσαι,
σε ψηλαφεί στη λέξη, στην επιθυμία, στη σκέψη,
κοιμάται με την καθεμία χωριστά, σε δελεάζει.

(Πάουλ Τσέλαν, από τη συλλογή Μήκων και Μνήμη, μετ. Ιωάννα Αβραμίδου)
Κάποιες φορές μεταφράζουμε τους στίχους, κάποιες άλλες μένουμε με τον ρυθμό να μας οδηγεί στα δικά μας σκοτάδια. Ευχόμαστε να είναι καλή η νύχτα μας και αποσυρόμαστε. Μέσα στην ανοιξιάτικη σκοτεινιά των λιβαδιών, τα φώτα των δωματίων μας, μικρά κεράκια για να δείχνουν το δρόμο στους ταξιδιώτες.
Είμαστε μεταφραστές.

Η Αγορίτσα Μπακοδήμου είναι συγγραφέας και μεταφράστρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: